Η ανακοίνωση από την ΕΛΣΤΑΤ οτι το τέταρτο τρίμηνο του 2016 είχαμε «καραμπινάτη» ύφεση (-1,2% του ΑΕΠ) διέλυσε τις ψευδαισθήσεις της κυβέρνησης για βελτίωση της οικονομίας, αλλά κυρίως επιβάρυνε σημαντικά τη θέση της Ελλάδας στις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές.
Βεβαίως το υπουργείο Οικονομικών υποστηρίζει οτι ένα τρίμηνο δεν αρκεί για να αλλάξει κάτι επί της ουσίας. Αλλά επί ποιας ουσίας; Η στρατηγική της κυβέρνησης σε αυτή τη διαπραγμάτευση ήταν να χαρακτηρίζει υπερβολικές τις απαιτήσεις του ΔΝΤ για νέα μέτρα, επειδή η επίδοση της ελληνικής οικονομίας ήταν καλή και επειδή η αύξηση του ΑΕΠ ξεπέρασε κάθε προσδοκία. Στηριζόμενη σε αυτό το επιχείρημα, υποστήριζε οτι δεν χρειάζονται άλλα μέτρα και διέδιδε παγκοσμίως οτι το ΔΝΤ κάνει λάθος και οτι οι απαιτήσεις είναι υπερβολικές. Και ξαφνικά έρχεται η ανακοίνωση της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας και αποκαλύπτει οτι όχι μόνο δεν είχαμε ταχεία ανάπτυξη, αλλά είχαμε και βαριά ύφεση.
Το επιχείρημα λοιπόν της κυβέρνησης οτι τα στοιχεία δεν δικαιολογούν επιπλέον μέτρα, καταρρέει παταγωδώς. Ακόμη και αν τα ετήσια στοιχεία δεν είναι τελικά τόσο άσχημα, είναι προφανές οτι η θέση των Ελλήνων διαπραγματευτών μέσα στις συζητήσεις με τα τεχνικά κλιμάκια των ξένων θα είναι ιδιαίτερα δυσάρεστη, ίσως και αφόρητη. Διότι εκεί που ταμπουρωμένοι πίσω από την ψευδαίσθηση της ανάπτυξης «διαπραγματεύονταν», τώρα θα κληθούν να εξηγήσουν τα ανεξήγητα και το ΔΝΤ θα τους κουνάει το δάχτυλο. Οι θεωρίες του υπουργείου Οικονομικών λοιπόν, οτι η διαπραγμάτευση δεν θα επηρεαστεί δεν ευσταθούν, αφού χάσαμε το βασικό μας επιχείρημα.
Επί της ουσίας τώρα, τι δείχνουν αυτά τα στοιχεία που αποκάλυψε η ΕΛΣΤΑΤ;
Καταρχήν οτι η οικονομία συνεχίζει να συρρικνώνεται με ταχύ ρυθμό. Η ύφεση δηλαδή βαθαίνει. Και αυτό γεννά αμφιβολίες για την περαιτέρω εξέλιξη, δηλαδή για το πώς θα πάει η οικονομία το 2017. Διότι οι γενεσιουργές αιτίες που προκάλεσαν την ύφεση το 2016 δεν αντιμετωπίστηκαν, αντίθετα παραμένουν.
Ποιές είναι αυτές; Καταρχήν η υπερφορολόγηση και το κυνήγι του κράτους προς τους οφειλέτες κάθε είδους που προκαλούν αφαίμαξη της ρευστότητας και μεταφορά του χρήματος από τους πολίτες και τις επιχειρήσεις προς τα δημόσια ταμεία. Θα μου πείτε οτι τα δημόσια ταμεία ξαναρίχνουν αυτό το χρήμα στην αγορά, άρα αυτό δεν θα έπρεπε να επηρεάσει το σύνολο της οικονομίας. Δεν είναι έτσι όμως, διότι η κυβέρνηση δεν ξαναρίχνει τα λεφτά στην αγορά.
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία οι δημόσιες επενδύσεις μειώθηκαν κατά 30% το 2016. Και όπως όλοι πολύ καλά γνωρίζουμε η κυβέρνηση δεν πλήρωσε τα 7 δισ. ευρώ που χρωστάει στους πολίτες από επιστροφές φόρων και στους προμηθευτές του Δημοσίου. Από τη μία λοιπόν έχουμε μια τρομερή υπερφορολόγηση που απορροφά κάθε ρευστότητα από την αγορά και προκαλεί ταμειακά πλεονάσματα και από την άλλη έχουμε μια κυβέρνηση που δεν χρησιμοποιεί τα πλεονάσματα για να εξοφλήσει τα χρέη της στο εσωτερικό της χώρας και να τα επιστρέψει έτσι στην αγορά αποκαθιστώντας τη ρευστότητα, ούτε κάνει επενδύσεις, αλλά… αποθηκεύει χρήμα.
Το χρήμα που αφαιρεί από την οικονομία η κυβέρνηση είναι μια από τις βασικές αιτίες της ύφεσης. Γιατί το αποθηκεύει; Δεν γνωρίζουμε, αλλά υπάρχει η υπόθεση οτι το αποθηκεύει για να έχει να πληρώσει μισθούς του δημοσίου και συντάξεις όταν έρθει σε ρήξη με τους δανειστές και σταματήσουν να τη δανείζουν. Αλλά αυτό μένει να αποδειχθεί.
Η δεύτερη αιτία της ύφεσης είναι οτι οι – ελάχιστοι – που έχουν κάποια χρήματα, αναβάλουν κάθε καταναλωτική δαπάνη και κάθε επένδυση λόγω της αβεβαιότητας που δημιουργούν οι ψευτοδιαπραγματεύσεις της κυβέρνησης. Οι καθυστερήσεις της κυβέρνησης, η ρητορική της ρήξης, η αναβολή των μεταρρυθμίσεων, η αντιφατική πολυλογία των κυβερνητικών, η πεποίθηση πλέον όλο και περισσότερων οτι αυτή η κυβέρνηση δεν μπορεί ούτε να αντιμετωπίσει τα προβλήματα ούτε να βελτιώσει την οικονομία, λειτουργούν υφεσιακά. Δεν είναι τυχαίο οτι τους τελευταίους μήνες, οι καταθέτες σήκωσαν τις καταθέσεις τους από τις τράπεζες για μια ακόμη φορά λόγω της ανησυχίας τους για τις διαπραγματεύσεις που αφορούν την αξιολόγηση.
Η ύφεση λοιπόν όπως αποδεικνύεται είναι εδώ και υπάρχει κίνδυνος να παραμείνει και το 2017 καθώς οι καθυστερήσεις συνεχίζονται, το κράτος δεν πληρώνει αυτά που χρωστάει σε πολίτες και προμηθευτές, επενδύσεις δεν γίνονται και η φορολογία όχι μόνο δεν μειώνεται αλλά αυξάνεται. Η μόνη στρατηγική που έχει τελικά ο κάθε πολίτης για να επιβιώσει, είναι να αναβάλει κάθε έξοδο και αυτό από μόνο του επιβαρρύνει κι άλλο την ύφεση.