Στο greek-observatory και τις Ειδήσεις Σεβόμαστε την ιδιωτικότητά σας

Εμείς και οι συνεργάτες μας αποθηκεύουμε ή/και έχουμε πρόσβαση σε πληροφορίες σε μια συσκευή, όπως cookies και επεξεργαζόμαστε προσωπικά δεδομένα, όπως μοναδικά αναγνωριστικά και τυπικές πληροφορίες που αποστέλλονται από μια συσκευή για εξατομικευμένες διαφημίσεις και περιεχόμενο, μέτρηση διαφημίσεων και περιεχομένου, καθώς και απόψεις του κοινού για την ανάπτυξη και βελτίωση προϊόντων.

Με την άδειά σας, εμείς και οι συνεργάτες μας ενδέχεται να χρησιμοποιήσουμε ακριβή δεδομένα γεωγραφικής τοποθεσίας και ταυτοποίησης μέσω σάρωσης συσκευών. Μπορείτε να κάνετε κλικ για να συναινέσετε στην επεξεργασία από εμάς και τους συνεργάτες μας όπως περιγράφεται παραπάνω. Εναλλακτικά, μπορείτε να αποκτήσετε πρόσβαση σε πιο λεπτομερείς πληροφορίες και να αλλάξετε τις προτιμήσεις σας πριν συναινέσετε ή να αρνηθείτε να συναινέσετε. Λάβετε υπόψη ότι κάποια επεξεργασία των προσωπικών σας δεδομένων ενδέχεται να μην απαιτεί τη συγκατάθεσή σας, αλλά έχετε το δικαίωμα να αρνηθείτε αυτήν την επεξεργασία. Οι προτιμήσεις σας θα ισχύουν μόνο για αυτόν τον ιστότοπο. Μπορείτε πάντα να αλλάξετε τις προτιμήσεις σας επιστρέφοντας σε αυτόν τον ιστότοπο ή επισκεπτόμενοι την πολιτική απορρήτου μας.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας.Δες περισσότερα εδώ.
ΕΚΚΛΗΣΙΑ

Τέχνη ἀχειροποίητη, λόγος ἀμετάφραστος

Σέ κείμενό του γιά τήν ἐθνική μας μουσική, ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης γράφει: «Διὰ τῆς πατροπαραδότου ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς, ὄχι μόνον τά ἱερά ἄσματα ἔγιναν προσφιλῆ καί οἰκεῖα εἰς τήν ἀκοήν, καί ἡ γλῶσσα, εἰς ἥν ταῦτα εἶναι γεγραμμένα καταληπτή, ὡς ἔγγιστα, καί εἰς τούς ἀγραμμάτους, ἄλλα καί αὐτά τῶν θείων Εὐαγγελίων τά ρήματα διά τῆς αὐτῆς μουσικῆς καί τοῦ λογαοιδικοῦ αὐτῆς τρόπου κατέστησαν οἰκειότερα εἰς τήν ἀκοήν καί βαθύτερον πάντοτε εἰσδύουσιν εἰς τῶν ἀκροατῶν τάς καρδίας. 


(…) Ἄς δοκιμάση τίς νά μεταφράση ἕν τροπάριον εἰς τήν δημώδη, καί τότε θά ἴδη, ὅτι ἡ γλῶσσα, ἥτις εἶναι ζωντανή εἰς τά ἡρωικά καί ἐρωτικά ἄσματα τοῦ λαοῦ, εἶναι ψυχρά μέχρι νεκροφανείας διά τά τροπάρια. Π.χ. «Ἀνοίξω τό στόμα μου καί πληρωθήσεται πνεύματος…» Θ’ ἀνοίξω τό στόμα μου καί θά γεμίση πνέμμα (ἤ πλέμμα ἤ πλέγμα) καί λόγο θά βγάλω (διότι πῶς ἄλλως θ’ ἀποδοθῆ ἡ μεταφορά ἤ μετωνυμία τοῦ ἐρεύξομαι;). «Ἄξιον ἐστιν ὡς ἀληθῶς μακαρίζειν σε τήν Θεοτόκον…’ Ἀξίζει ἀλήθεια νά σέ καλοτυχίζουμε σένα τή Θεοτόκο, ποὺ εἶσαι πάντα καλότυχη, καί καθαρώτατη καί μάνα τοῦ Θεοῦ μας… Πλήν, θά εἴπη τις, ἀντί νά μεταφρασθῶσι τά ὑπάρχοντα, ἄς ποιηθῶσι νέα ἐκκλησιαστικά ἄσματα ὑπό τῶν δοκίμων ποιητῶν μας.

Ναί, βέβαια, λέγομεν ἡμεῖς, καί εἶναι τόσον εὔκολον τό πρᾶγμα!… νά ἐμφυσηθῆ ζωή χωρίς νά ὑπάρχη, νά δοθῆ ἔμπνευσις ἐκεῖ ὅπου λείπει ἡ ψυχή! (…) Ἄλλως, διά νά γίνουν νέα θρησκευτικά ἄσματα, πρέπει νά γίνη πρῶτα καί νέα θρησκεία… Ἄς δοκιμάσουν λοιπόν ἐκεῖνοι πού τά ὀνειροπολοῦν αὐτά νά κάμουν θρησκείαν χειροποίητον, θρησκείαν γιά τά κέφια τους, καί τότε θά καταλάβουν καί οἱ ἴδιοι πόσον εἶναι μωροί καί τυφλοί».

Ἡ κατηγορηματικότης τοῦ σκιαθίτη πεζογράφου ἐκφράζει τά αἰσθήματα ὁλοκλήρου τοῦ ἔθνους μας, τό ὁποῖο ἔχει δημιουργήσει καί ἀπαρεγκλίτως τηρεῖ τήν λεγομένη «ἀντιμεταφραστική παράδοσι» τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὕμνων. Ἐνῶ οἱ ἀρχαῖοι συγγραφεῖς, τά πατερικά καί τά βιβλικά κείμενα κάθε τόσο μεταφράζονται, τοῦτο συμβαίνει σπανίως καί ὁπωσδήποτε περιθωριακά μέ τήν ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας, μολονότι οὐδεμία ἀπαγόρευσις ὑφίσταται. Τό πρᾶγμα δέν ὀφείλεται στίς ὄντως τεράστιες δυσκολίες τοῦ ἐγχειρήματος, πού ἐπί τέλους θά κριθῆ ἐκ τοῦ ἀποτελέσματος, ὀφείλεται κυρίως εἰς τήν ἀρνητική στάσι τοῦ πληρώματος, ἡ ὁποία βαραίνει καταθλιπτικά τόν ὑποψήφιο τολμητία.

Πρόκειται γιά ἰσχυρότατη ψυχολογική ἀντίδρασι τῶν πιστῶν, οἱ ὁποῖοι, ὡς συνείδησι τῆς Ἐκκλησίας, προτιμοῦν νά μήν ἀντιλαμβάνωνται ἐντελῶς, παρά νά αἰσθάνωνται μεταγλωττισμένη τήν Λειτουργία τους. Ὄχι ὅτι δέν θέλουν νά καταλαβαίνουν, ἀλλά ἡ «κατανόησι» ἐδῶ συντελεῖται μυσταγωγικά, στό πλαίσιο τῆς Θυσίας καί τῆς Ἀναστάσεως. Εὐχαριστιακή ἐπιδίωξι δέν εἶναι ὁ πιστός νά λάβη κάποιο μήνυμα, εἶναι νά μεθέξη στήν ἄκρα ταπείνωσι τοῦ Ἰησοῦ, ὁπότε ὅλα διαδραματίζονται στήν περιοχή τῆς κατανύξεως. Αὐτό ἐξηγεῖ γιατί καί ὁ πιό ἀπελέκητος ὀρθόδοξος γνωρίζει ἀπό στήθους πλῆθος λειτουργικῶν ἀποσπασμάτων, ἀσχέτως ἐάν τά παρανοῆ κάποτε.


Τά ἀντιμεταφραστικά αἰσθήματα τοῦ ἁπλοῦ καί ἀγραμμάτιστου λαοῦ δέν συμμερίζονται πάντοτε ἀγαθῆς προαιρέσεως λόγιοι, θεολόγοι, ἐνίοτε καί κληρικοί, ὁρμώμενοι ἀπό τήν σκέψι ὅτι γιά νά ἐπιτύχωμε οὐσιαστική συμμετοχή τοῦ πληρώματος στήν λατρευτική ζωή τῆς Ἐκκλησίας, πρέπει νά τό βοηθήσωμε νά παρακολουθῆ τά εὐχαριστιακά μηνύματα. Τό ἐπιχείρημα ἐνισχύεται ἐκ τῶν πραγμάτων, τώρα πού καταργήθηκαν τά Ἀρχαῖα στό Γυμνάσιο, ἡ δέ διδασκαλία τους στό Λύκειο εἶναι τόσο ἀνεπαρκής, ὥστε καί αὐτοί οἱ πεπαιδευμένοι τῆς αὔριον θά στεροῦνται γλωσσικῆς προσβάσεως στά Μυστήρια. Ἐάν θέλωμε λοιπόν, συνάγουν, τά λειτουργικά κείμενα καί δή ἡ ὑμνογραφία νά ἀνταποκρίνωνται στόν ρόλο τους, πρέπει νά ἀντικαταστήσουμε τήν πεπαλαιωμένη γλώσσα τῆς λατρείας μέ σύγχρονο τρόπον ἐκφράσεως.

Σιωπηρά ἡ ρητή προϋπόθεσι κάθε συναφοῦς μεταφραστικοῦ σχεδίου εἶναι ὅτι οἱ ἐκκλησιαστικοί ὕμνοι ἁπλῶς εἰσάγουν μουσικοποιητικά τόν θεῖο λόγο στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων. Ἀντιμετωπίζονται ἑπομένως ὡς ὀχήματα, τά ὁποῖα ὅμως, ἐξ αἰτίας τοῦ παρεμβαλλομένου χρόνου μεταξύ τῆς δημιουργίας των καί τῆς ἐποχῆς μας, βασίζονται πλέον σέ νεκρό γλωσσικόν τύπο, εἰς τρόπον ὥστε τό αἴσθημα τοῦ ὑμνογράφου δέν πλησιάζει τό αἴσθημα τοῦ πιστοῦ, ὁπότε μένει ἀμετάδοτο.

Τό εὐλογοφανές τοῦτο σκεπτικό δέν ὑπερβαίνει τίς ἐπισφαλεῖς ὁριοθετήσεις τοῦ γλωσσικοῦ ζητήματος, θεωρουμένου ὑπό τό πρῖσμα τῆς ἀνυπάρκτου ἑλληνικῆς διγλωσσίας, ὁριοθετήσεις οἱ ὁποῖες, μαζί μέ τίς ὑποκειμενικές ἀφετηρίες τῆς νεωτέρας ποιητικῆς, προσδιορίζουν τήν ὅλη στρατηγική, παρά τό γεγονός ὅτι ἡ τακτική ἔχει τίς ἰδιορρυθμίες της, ἀφοῦ ἐν πάσῃ περιπτώσει πρόκειται γιά μετάφρασι ἐκκλησιαστικῶν ὕμνων καί ὄχι ἑνός κειμένου οἱουδήποτε.

Παραθεωροῦνται ἔτσι οἱ πνευματικές συντεταγμένες τῆς ὑμνογραφίας, πού ἐκκινοῦν ἀπό τό γεγονός ὅτι ἀποτελεῖ ὀργανικό στοιχεῖο ζώσης λατρείας. Ἡ ὀρθόδοξη λατρεία εἶναι δοξολογική δεξίωσι τῆς Παρουσίας στόν κόσμο, μυστηριακή ἀναφορά τοῦ παντός στόν Θεό, ὁ ὅποιος μᾶς προσέφερε τόν υἱκό ἑαυτόν του, συλλογική προσευχή τῆς κοινότητος, ἀρνητική πρός κάθε ἔννοια σωτηρίας διά τῆς ἀτομικῆς θρησκευτικότητος. Οἱ πιστοί ζοῦν ἕνα «ἔργο», πού χρειάσθηκε πάνω ἀπό χίλια χρόνια ἁγίας ἐμπνεύσεως τοῦ πνευματικωτάτου τῶν πολιτισμῶν, γιά νά κρυσταλλωθῆ ἡ μορφή του. Ἡ μορφή τούτη δέν ἔχει νά κάνει μέ ἐξωτερικό σχηματισμό διακεκριμένο ἀπό τό λογικό περιεχόμενο, ἀλλά μέ τήν ἴδια τήν ὑπόστασι τῆς Εὐχαριστίας, ὑπόστασι ἀναφανδόν συμβολική, συστατικό μέρος τῆς ὁποίας εἶναι καί ὁ γλωσσικός τύπος.

Ὅσο ἡ Λειτουργία τελειώνεται τόσο οἱ ὑμνογράφοι ἐπιμένουν στήν ὁμοιογένεια τοῦ παραδόσιμου συμβολισμοῦ, ἀδιαφορώντας, κατά τό προηγούμενο τῶν Ἀρχαίων, γιά τό τρέχον γλωσσικό αἴσθημα. Τό πλήρωμα, μέ τήν σειρά του, δείχνει τήν αὐτή ἐμμονή, διότι στόν λειτουργικό συμβολισμό βιώνει τόν ὑπέρλογο κόσμο τῆς πίστεως, ἐνῶ ἡ καθομιλουμένη διάλεκτος μόνο ἐννοιολογικά μπορεῖ νά τόν πλησιάση.

Ἡ ἀρχαία γλώσσα διαθέτει τήν μυστηριακή βαφή τῆς ἀποστάσεως, πού «δέν λέγει οὔτε κρύπτει ἀλλά σημαίνει», ὁπότε κατ’ ἐξοχήν ἁρμόζει γιά τήν πνευματική ἀναγωγή τοῦ ἐδῶ στό πέρα. Ἐν ἀρχῇ λοιπόν οἱ ὕμνοι γράφονται, κατά τό πρότυπό τοῦ Εὐαγγελίου, στήν κοινή, ὅμως προϊόντος τοῦ χρόνου, καθ’ ἥν μάλιστα στιγμήν ἡ λαλουμένη προσεγγίζει τήν νεοελληνική, γίνονται ἀρχαιοπρεπέστεροι. Νύμφης πανάγιον τόν πανόλβιον τόκον, ψάλλομε στόν ἰαμβικό κανόνα τῶν Χριστουγέννων, καί Λόγος παχυνθείς σαρκί, τόν πεπτωκότα, ἵνα πρός αὐτόν ἑλκύση πρωτόκτιτον.

«Πρωτόκτιτον» καί ὄχι «πρωτοκτιστόν», ἐπειδή στήν τελευταία περίπτωσι τό ἰῶτα θά γινόταν μακρό καί τό μέτρο θά ὑπέφερε, ἐξηγεῖ ὁ Νικόδημος Ἁγιορείτης, ἐπικαλούμενος τήν αὐθεντία τῆς ὁμηρικῆς παραδόσεως, ἡ παλαιότητα τῆς ὁποίας οὐδέποτε ἐμπόδισε τίς ψυχές τῶν πιστῶν νά πλημμυρίζουν ἀπό ἄφατη συγκίνησι στό ἄκουσμα τῶν ὕμνων τῆς Ἐκκλησίας μας.

Ἡ «παλινωδία» τῶν ὑμνογράφων δέν εἶναι ἀνεξήγητη. Στούς χρόνους τοῦ Χριστοῦ ἡ ποιητική προσωδία εἶχε ἐκλείψει καί ἡ λήθη σκέπαζε τήν συλλαβική ποσότητα, ἄλλα τοῦτο παραδόξως ἄφησε ἄθικτη τήν τονική προσωδία, πού ἐξακολούθησε νά ἰσχύη μουσικά μέχρι σήμερα, σάν νά προφέρονταν ἀκόμη τά μακρά καί τά βραχέα. Παρέμεινε ἔτσι, γιά νά θυμηθῶ τόν Κωνσταντῖνο Οἰκονόμο τῶν ἐξ Οἰκονόμων (Περί τῆς γνησίας προφορᾶς, τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης, 1830), «ὡς ἀχώριστος ἰδιότης, καί οἷον ζωή καί ψυχή, τῶν ἐγγραμμάτων καί σημαντικῶν φωνῶν, ἤτοι τῶν λέξεων, εἰδοποιοῦσα καί διορίζουσα τήν τούτων ἀπαγγελίαν.

Ταύτην λοιπόν οἱ μεταγενέστεροι ποιηταί μετεχειρίσθησαν ἐν ταυτῷ καί ὄχημα καί βάσιν τῆς στιχοποιΐας, ποδίζοντες τά μέτρα τῶν στίχων ὄχι πλέον κατά τόν χρόνον τῶν μακρῶν καί τῶν βραχέων, τόν ὁποῖον ὁ ἀπαίδευτος καί ἄμουσος ὄχλος δέν εἶχεν αὐτία νά διακρίνη, ἀλλά μόνον κατά τόν τόνον καί τόν ἀριθμόν τῶν συλλαβῶν, ἐκ τῶν ὁποίων γεννᾶται ὁ λογοειδής ρυθμός, διά τήν συναρμογήν καί συγγένειαν τῆς γλώσσης μετά τῆς μουσικῆς τέχνης. Τούτους δέ τούς δημοτικούς στίχους ὡνόμασαν καί λογοειδεῖς…, συνηθέστερον δέ τούς ὡνόμασαν πολιτικούς, ὡς ἐκ πολιτικῶν… ὀνομάτων, ἤτοι τῆς κοινῶς… συνειθισμένης γλώσσης καί προσωδίας…».

Σ’ αὐτό τόν λογαοιδικό τρόπο ἀναφέρεται ὁ Παπαδιαμάντης, πού ἔχει, ὡς φαίνεται, κατά νοῦ τό ἔργο τοῦ Οἰκονόμου, σ’ αὐτόν στήριξαν οἱ Πατέρες τήν ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας, ὑπηρετώντας θεμελιακές ἀνάγκες τῆς λατρείας καί διασώζοντας ἐμμέσως, πλήν ἀσφαλῶς, τήν μουσική ὑφή τοῦ ἑλληνικοῦ λόγου.

Ἡ ἐκκλησιαστική ὑμνογραφία ὑψώνει τήν γῆ στά οὐράνια μέ τήν ἀδιάρρηκτη ἑνότητα τοῦ λόγου καί τοῦ μέλους της, ἑνότητα εἰδοποιό τῆς ἀρχαίας προσωδίας (ἀληθινοῦ δώρου τῆς Προνοίας στό Γένος μας), πού φωτίζει τήν διαφορά τῆς ἐθνικῆς μας μουσικῆς ἀπό τό γρηγοριανό μέλος καί τήν λοιπή μουσική τῆς Δύσεως.

Μπορεῖ ἡ κατά ποσόν προσωδία νά εἶχε ὑποχωρήση, ὅταν ἡ Ἐκκλησία ἀνῆλθε εἰς τό ἱστορικό προσκήνιο, εἶχε ἀφήσει ὅμως ἴχνη ἀνεξίτηλα στό ποιόν τῆς γραφῆς καί τοῦ μέλους, καθώς βεβαιώνουν τά βυζαντινά μουσικά χειρόγραφα, ὅπου τά «λόγια» σημειώνονται ἄτονα καί ἀπνευμάτιστα, ἐπειδή ρόλο πνευμάτων καί τόνων παίζουν τά σύμβολα τῆς παρασημαντικῆς. Μεταπλαθόμενος λοιπόν λειτουργικά ὁ πάτριος ἡμῶν λόγος, διεφύλαξε τήν ἑνότητα σώματος καί πνεύματος, νοῦ καί καρδιᾶς, ἄν καί ἡ προφορά τῆς συλλαβικῆς ποσότητος εἶχε ἀτροφήσει.

Διακρίνει τόν λειτουργικό λόγο ἕνας ἀναγωγικός δυναμισμός, τόν ὁποῖο ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος παραγνωρίζει ἐπειδή θεωρεῖ τόν γλωσσικό τύπο ἔνδυμα καί τόν ξεχωρίζει ἀπό τό νόημα. Αὐτή ἡ ἀναγωγική δύναμι συνυφαίνεται μέ τήν καθολικότητα τῆς τελουμένης ἀληθείας καί κάνει τήν ὑμνογραφία νά «κατανοεῖται» ὄχι καθ’ ἑαυτήν ἐννοιολογικῶς ἀλλ’ ἐν πίστει στήν ἱεροπραξία. Δέν ὑπάρχει κατά συνέπεια «ἐγώ» τοῦ ποιητῆ, πού πρέπει νά συνταυτισθῆ μέ τό «ἐγώ» μας.

Ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει ἡ λειτουργία θά ἦταν θεατρική ἀναπαράστασις ἤ κατηχητική σύναξις, τό δέ αἴσθημα ὑποκειμενικό. Ἀντίθετα, ὁ ὑμνογράφος καί τό πλήρωμα δέν ἀποτελοῦν μεμονωμένα ἄτομα ἀλλὰ τήν ἴδια τήν Ἐκκλησία, ὁπότε ἡ μελωδία τοῦ ἀρχαίου κοινοτικοῦ ἤθους προεκτείνεται καί ἀναβαπτίζεται στό νέο κυρίαρχο αἴτημα τῆς κατανύξεως. Στό κλῖμα τοῦτο ὁ ἀγραμμάτιστος πιστός «ἐννοεῖ» τό μυστήριο καλύτερα ἀπό τόν κομψό γραμματισμένο, ὁ ὁποῖος -ὀφείλουμε νά τό ὑπογραμμίσωμε- κατά βάθος ἐπιζητεῖ τήν μετάφρασι γιά νά καλύψη μέ μία σχέσι διανοητική τήν ἀπουσία τῆς κατανύξεως.

Πῶς συγκινοῦν τόσο πολύ οἱ ἐκκλησιαστικοί ὕμνοι, καίτοι γραμμένοι σέ ἰδίωμα ξένο πρός τό γλωσσικό μας αἴσθημα; Δέν ἀρκεῖ νά λέμε πώς ἡ ἀρχαιοπρέπεια κάνει τόν λειτουργικό λόγο ἁπλόν καί ἀναλλοίωτο σάν φυσικό φαινόμενο, διότι αὐτό ἀφορᾶ μᾶλλον στό ἐπιβάλλον παρά στήν ὑποβλητική του δύναμι. Οἱ ὕμνοι εἶναι στοιχεῖα τῆς λατρείας καί γί αὐτό δέν μεταδίδουν μηνύματα ἀλλά συναγείρουν τόν πνευματικό μας κόσμο διά τοῦ αἰσθήματος, ξυπνοῦν ἐντός μας μία κατάστασι διαχύσεως, εἰς τήν ὁποία δέν ὁδηγεῖ ἡ φυσική σειρά τῶν πραγμάτων. Δέν ὑποβάλλει κάποια ἀφηρημένη ἰδέα, ὑποβάλλει μία ὑπεροχική τάξις, παροῦσα καί αὐθύπαρκτη, ἕνα σύμβολο πού ἐξ ὁρισμοῦ δέν ἀναπαριστᾶ ἄλλα μετέχει τοῦ συμβολιζομένου.

Ἡ μετάφρασι, καί δή στό ἰσοπεδωμένο σύγχρονο ἰδίωμα, κατ’ ἀνάγκην συγκεντρώνεται στήν ἔννοια, τήν ὁποία ἀποδίδει εἰς βάρος τοῦ πνευματικοῦ ὁρίζοντα πού ὁ λειτουργικός λόγος δημιουργεῖ, ὅμως κατ’ αὐτό τόν τρόπο διασπᾶ τήν ριζική ἑνότητα τοῦ λόγου καί τοῦ μέλους, καταστρέφοντας συνάμα τό ὑπερούσιο ποιόν καί τό εὐκατάνυκτο ἦθος τῶν ὕμνων. Ἰδού γιατί νιώθουμε ἀποστροφή ἀκούγοντας «θ’ ἀνοίξω τό στόμα μου καί θά γεμίση πνεῦμα καί λόγο θά βγάλω…» κι ἄς ἀποδίδουν οἱ αὐτές λέξεις ποιητικά σέ μίαν ἄλλη προοπτική, ὅπως τοῦ δημοτικοῦ τραγουδιοῦ.

Τί διαφορά ἀπό τό πρωτότυπο, ποὺ μέ τήν ὑποβλητική του ἱεροπρέπεια τρέπει τό κοινότατο ἄνοιγμα τοῦ στόματος σέ ὑπερφυσικό συμβολισμό τῆς θείας ἐμπνεύσεως! Δέν μέ προδιαθέτουν ἐκτρώματα τοῦ τύπου «κρεμιέται σήμερα στό ξύλο» (κρεμιέται μόνος του ἤ τόν κρεμοῦν;), μέ τά ὁποία «ἀνανεώνουν» τό θρησκευτικό αἴσθημα τῶν μαθητῶν στά σχολεῖα μας οἱ θεολόγοι προπαγανδισταί τοῦ «καινούριου κόσμου τοῦ Θεοῦ», ἀφοῦ ἡ δική τους ἀνευθυνότητα μέ σταματᾶ πολύ πρίν νά ἐξετάσω τήν ἐμβέλεια μιᾶς ἰδανικῆς μεταφράσεως, ἡ ὁποία ἐν προκειμένω ἐνδιαφέρει.

Αὐτῆς τῆς ἰδανικῆς μεταφράσεως τόν λόγο θεωρῶ ἀκριβῶς λειτουργικά πεθαμένο, διότι ἐξαντλεῖται μοιραία σέ λιγότερο ἤ περισσότερο «ποιητική» μεταφορά τοῦ ἐννοιολογικοῦ περιεχομένου, ἐνῶ τό ἀρχέτυπο, συνενώνοντας τό ἐδῶ μέ τό ἐκεῖ, χάρη στήν πολυσημία τῶν ρημάτων καί τῶν ὀνομάτων, μεταβάλλει τήν φωνή τοῦ ὑμνωδοῦ σέ καθολική ἀλήθεια πού ἠλεκτρίζει. Τί ἄλλο ἐννοοῦσε ὁ Παπαδιαμάντης ὅταν μιλοῦσε γιά μέχρι νεκροφανείας ψυχρότητα τῶν ἐκδημοτικισμένων ὕμνων;

Ὁ σημερινός ἄνθρωπος ἐκφράζεται, ὡς ψυχολογικό ὑποκείμενο, μέ τήν ἀτομική του φωνή· δέν ἀντηχεῖ στόν λόγο του τό πνεῦμα τῆς ὁμάδος. Ἡ Ἐκκλησία μας γνώριζε ἀνέκαθεν τά ὅρια τοῦ ἀτομικοῦ λόγου -καί τοῦ πιό ποιητικοῦ- γι’ αὐτό καί δέν περιέλαβε στήν ὑμνολογία οὔτε ἕνα στιχούργημα τοῦ Γρηγορίου Ναζιανζηνοῦ, οὔτε ἕναν ὕμνο τοῦ Συμεῶνος Νέου Θεολόγου, παρά τό γεγονός ὅτι ἀμφότερους τούς τοποθετεῖ στήν κορυφή τῶν ἁγίων της. Δέν ἔπασχαν βέβαια οἱ δύο θεολόγοι τόν ἀποκλεισμό τοῦ συγχρόνου ἄνθρωπου, μιλοῦσαν ὅμως ἐξ ἰδίων.

Ἄλλο ἡ ἐσωτερική ζωή καί ἡ ἔκφρασι τοῦ κάθε ἑνός καί ἄλλο ἕνα λατρευτικό σύμβολο· ἄλλο ἡ ἐξωτερίκευσι ἑνός βιώματος καί ἄλλο ἡ συγκέντρωσι τῶν ψυχῶν εἰς τό αὐτό σημεῖο. Τό σημεῖο τοῦτο χάνει τήν ἐνοποιό του δύναμι γινόμενο ἰδέα – στήν περίπτωσι, αἴφνης, τῶν μεταγλωττισμένων ὕμνων ἤ τῶν ἀλήστου μνήμης «θρησκευτικῶν» τραγουδιῶν τοῦ τύπου Ὁ Χριστός ἀρχηγός μας καί στρατιῶτες ἐμεῖς.

Ἐάν τό λατρευτικό σύμβολο ἦταν ἰδεολογικό, δέν θά ὑπῆρχε λειτουργική ἔκφρασι, δεδομένου ὅτι τό περιεχόμενο τῶν ὕμνων θά ἦταν διακεκριμένο ἀπό τήν μορφή καί γι’ αὐτό μεταδόσιμο μόνο του. Ἡ λειτουργική τέχνη δέν φιλοτεχνεῖ ἕνα σύμβολο τοῦ κόσμου γιά νά τόν εἰκονίση καί νά τόν ἀντιπαραθέση ὡς ἀντικειμενική ὑπόστασι στόν νοῦ· θεωρώντας τόν κόσμο συμβολικά, κατοχυρώνει τήν ἐσωτερική του συγκρότησι ἀνάγοντας τά πάντα στό πνευματικό του κέντρο.

Ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει καί οἱ φυσικές ἀκόμη ἰδιότητες τῶν ὄντων δέν ἰσχύουν παρά ἐφ’ ὅσον τά ὄντα προσλάβουν τήν σημασία τῆς πνευματικῆς τάξεως καί τῆς ἱεραρχίας τοῦ κόσμου, ἡ ὁποία καθορίζει ἔτσι συμβολικά καί αὐτή τήν λειτουργικότητά τους. Φαίνεται, νομίζω, ἡ ἐξαιρετική σπουδαιότης τοῦ τυπικοῦ γιά τήν ἱεροτελεστία: Δέν εἶναι ἄχρηστη ἐπένδυσι ἀλλά ὀργανική ἄρθρωσι τοῦ λατρευτικοῦ συμβολισμοῦ, περιφρουρητικὴ τῆς αὐθυπαρξίας του.

Ὅταν λοιπόν ὁ συμβολισμός αὐτός ἐκπίπτη σέ παράστασι τῆς «ἀπομυθευμένης» πραγματικότητος χάνει τήν αὐθυπαρξία του, ἡ πνευματική τάξι πού χάραζε ἐκ τῶν ἔνδον τά ὅρια τῆς πράξεως καταρρέει καί ὁ ἄνθρωπος ὁρμᾶ πλέον ἀχαλίνωτα στό κυνήγι τῆς δικῆς του ἐπαρκείας – τήν θανάσιμη χίμαιρα τῆς ἀπόλυτης δυνάμεως. Τό συμβολικό μορφώνει τό φανταστικό, ἐνῶ τό φανταστικό μόνο του ὑπάρχει καί ἀναπαράγεται σάν τό ἀρχέγονο χάος.

Ὁ μεταφραστής τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὕμνων συναντᾶ ἀνυπέρβλητα ἐμπόδια προκειμένου νά ἀποδώση τόν λειτουργικό συμβολισμό. Ἐνῶ τό ἀρχαῖο ἰδίωμα ὑψώνει τά λόγια τῆς λατρείας σέ σύμβολο θεϊκῆς πνοῆς καί περαιτέρω καθολικῆς ἀληθείας τῆς πίστεως, ἡ μετάφρασι τά σχετικοποιεῖ, εἰσάγοντας μέ τήν δηλωτική πλευρά τοῦ ἐνεργοῦ λόγου τό ἀτομικό αἴσθημα. Χαρακτηριστικό τῶν νεωτέρων γλωσσῶν -κυρίως τῆς Δύσεως- εἶναι ὅτι ἀποτελοῦν μέσον ἐπικοινωνίας καί ἐκφράσεως ἀτόμων.

Ὅσο παλαιότερος ὁ λόγος τόσο πιό πλατύ τό αἴσθημα. Τό ἀτομικό αἴσθημα ἐντυπώνεται σέ εἰκόνες• ὁ συλλογικός μύθος ἐκφράζεται μέ σύμβολα. Ἐξ’ οὗ ἡ ἀποτυχία δοκίμων κατά τά ἄλλα ποιητῶν μας, ὅταν ἐπεχείρησαν νά «μεταγράψουν» στήν νεοελληνική κάποια πολύ προσφορώτερα, ἐν σχέσει πρός τούς ὕμνους, βιβλικά κείμενα. Τούς διέφευγε ὅτι ἀνασχημάτιζαν μέν ἔννοιες καί λέξεις, δέν δημιουργοῦσαν ὅμως σύμβολα κοινῆς λατρείας καί πίστεως.

Ὡς ἀτομική ἀλήθεια τό ἱερό καταντᾶ παγερό καί ἀναξιόπιστο κατάπλασμα ἐπειδή ἀντικαθιστᾶ τό πνεῦμα τῆς ζωντανῆς πίστεως μέ τήν -ποιητική ἤ μή ἀδιάφορο- λογική τῶν ἰδεῶν. Ἡ ὀμορφιά τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὕμνων ἀναδύεται ὡς ὀσμή εὐωδίας πνευματικῆς ἀπό τήν λειτουργική τους διάστασι, ὄχι ἀπό τήν οἱανδήποτε «λογοτεχνική» τους ἀξία καί ἀρετή.

Καί ὅσον ἀφορᾶ εἰς τά καθ’ ἡμᾶς, ὑπό τό πρῖσμα ὅλων τῶν ἀνωτέρω, ἡ μεταγλώττισι τῆς ὑμνογραφίας στερεῖται θετικοῦ νοήματος• ὅσον ἀφορᾶ ὅμως τήν ἀπόδοσι τῶν ἱερῶν κειμένων καί μάλιστα τῶν ὕμνων τῆς μίας, ἁγίας καί καθολικῆς Ἐκκλησίας μας σέ ξένες γλῶσσες, γιά νά εὐτυχήση, ὀφείλει νά διασώζη καί νά ἀκτινοβολῆ τό λειτουργικό τους κάλλος. Τοῦτο δέν εἶναι ἀνέφικτο, ὑπό τόν ὅρο ὅτι θά ὑπάρχη σταθερή ἀναφορά πάντα στό ἑλληνικό πρωτότυπο, ἐνδεχομένη ἀπώλεια τοῦ ὁποίου συνεπάγεται καίριον τραυματισμό τῆς Ὀρθοδοξίας.

Τό σύμβολο κατακτᾶται καί μπορεῖ νά ἀνανοηματίζεται, ὅταν τό ἐσωτερικεύουμε καί ὄχι ὅταν ἀναγνωρίζουμε τό ἐννοιολογικό του περιεχόμενο. Στήν δεύτερη περίπτωσι εἶναι σημεῖο• στήν πρώτη ἀναδεικνύεται πηγή σημασίας. Λατρευτικῶς τό σύμβολο βιώνεται μέ τήν ψαλμωδία, ἡ ὁποία δίνει στόν λόγο ἔντασι, τόν στρέφει πρός τό βάθος καί τόν κάνει ἐγκάρδιο.

Τό σύμβολο δέν ἐγγίζει τίς ψυχές ξεχωριστά, ἀλλά τίς παίρνει ἐπάνω του μέ τήν σύν-κίνησι ὅλων. Πᾶσα πνοή αἰνεσάτω τόν Κύριον. Τήν ὁμαδική θέασι τοῦ κέντρου τῆς ζωῆς διά τῆς πνευματικῆς αἰσθήσεως ἐξασφαλίζει ἡ παράδοσι. Ἡ παράδοσι δέν μᾶς καθηλώνει στό παρελθόν, μᾶς γυρνᾶ μέσα· δέν γεννᾶ αἴσθημα, μᾶς ὁδηγεῖ στό αἴσθημα καί ὑπ’ αὐτή τήν ἔννοια μᾶς συγκινεῖ, μᾶς ἑνώνει μυστικά μέ ζώντας καί τεθνεώτας.

Σκοπός τῆς Θείας Λειτουργίας δέν εἶναι νά κατανοηθῆ τό σύμβολο, εἶναι ν’ ἀνοίξη ἡ ψυχή μας, ὁπότε θέμα μεταφράσεως οὔτε γιά τούς ὕμνους οὔτε γιά τά ὑπόλοιπα μέρη της τίθεται. Δέν ἰσχύει γιά τήν γλώσσα μας ὅ,τι διά τίς ἄλλες καί ὁ λόγος εἶναι ἁπλός: ἡ νεοελληνική δέν ἀποτελεῖ ξένο σῶμα ἐν σχέσει πρός τήν ἀρχαία ρίζα της, ὅπως ἡ γαλλική, αἴφνης, ἐν σχέσει πρός τήν ἑλληνική.

Δέν συγκροτεῖ ἑπομένως σέ κάθε ἡλικία της αὐτοτελές γλωσσικό σύνολο, διακεκριμένο σαφῶς ἀπό τό ἄμεσο καί τό ἀπώτερο παρελθόν του, εἰς τρόπον ὥστε διατηρεῖ στό ἑκάστοτε παρόν πολιούς τύπους γιά νά ἐνεργοποιῆ βαθύτερα κοιτάσματα τοῦ πνευματικοῦ μας βίου -ἐν προκειμένῳ τόν κόσμο τῆς λατρείας-, πού πρέπει νά μήν θίγωνται ἀπό τήν ρευστότητα τοῦ κοινοῦ λόγου.

Ἀντί τοῦ ρηχοῦ λοιπόν «ἐκσυγχρονισμοῦ» ἐπιβάλλεται ἀκραιφνής τήρησι τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ τυπικοῦ, δημιουργία ὅσο τό δυνατόν κατανυκτικώτερης λειτουργικῆς ἀτμόσφαιρας καί μεστό κήρυγμα, πού ἐξιστορικεύει ἑρμηνευτικά τόν εὐχαριστιακό συμβολισμό. Ἀπεργαζόμενος τήν ἑνότητα καρδιᾶς καί διανοίας, ὁ συμβολισμός τοῦτος ἀναφαίνεται οὐσιαστική προϋπόθεσι τῆς προσευχῆς ὅλων, χωρίς τήν ὁποία κοινωνία τῶν μυστηρίων δέν ὑφίσταται. Ἐκεῖνο πού κατ’ ἐξοχήν ἐμποδίζει τόν σύγχρονο ἄνθρωπο νά προσευχηθῆ, νά ἀναβιβάση τόν νοῦ στόν Θεό καί νά Τοῦ μιλήση, δέν εἶναι ὁ μερισμός τῆς καρδιᾶς καί τῆς διανοίας;

Ἀντί νά μονιμοποιοῦμε τόν ἐσωτερικό διχασμό τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου ἐν ὀνόματι κάποιου ἀπερίσκεπτου ἐκσυγχρονισμοῦ, πρέπει νά ἀποκαταστήσωμε τήν χαμένη πνευματική του ἑνότητα. Μετακομίζοντας τό νόημα σέ ἕνα λόγο «σύγχρονο», χωρίς νά ἀντιλαμβανώμαστε τί ἀκριβῶς θά πῆ αὐτό, πλήττομε τό ἐνοποιό σύμβολο καί διασκορπίζομε τούς ψυχισμούς, ἐνισχύοντας τήν ἐξωτερική συνοχή τῆς λογικῆς καί τῶν τεχνικῶν μέσων.

Ὄχι ὅτι ἀπό τό σύμπαν τῆς λογικῆς ἀπουσιάζει τό συμβολικό ἑδραίωμα – κάθε ἄλλο! Ὑπάρχει ἁπλῶς ὡς δεισιδαιμονία τοῦ πρακτικοῦ ἀποτελέσματος, πού ἐγκυμονεῖ ὅμως γιά τόν πολιτισμό μεγάλους κινδύνους, διότι ἐπιτρέπει ἕναν κατευθυνόμενο συμβολισμό, οἰκοδομούμενο στόν σκοτεινό καί ἀποκλειστικό μηχανισμό τῆς ἐπιθυμίας καί τῆς ἀνάγκης.

Πρῶτα, τό συμβολικό στερέωμα ἐμόρφωνε τήν ἰδιοπροσωπία κάθε ἐθνικῆς ὀντότητος καί ἐξασφάλιζε τήν συνύπαρξι ὅλων, δίκην διαφορετικῶν γαλαξιῶν• τώρα, ἡ πολυμορφία ἀπωθεῖται διακριτικά ἤ βάναυσα, πάντως μεθοδικά, ὑπέρ ἑνός καί μόνου παγκοσμίου συστήματος, τό ὁποῖο παραλλάσσει μέν στόν χρόνο ὡς σύνολο, ἀρνεῖται ἐν τούτοις νά δεχθῆ τήν οἱανδήποτε ἐξαίρεσι στούς κόλπους του.

Καθώς ὅμως τά ὅρια τῶν ἀναγκῶν εἶναι ἐντελῶς αὐθαίρετα, ὁ δέ πολιτισμός πού ὑπάρχει γιά νά τίς ἱκανοποιῆ διέπεται ἀπό βαθύτατη ἀνασφάλεια, καί ἐξ ὁρισμοῦ τείνει μέ τά ἔργα του πρός τήν ἀμορφία καί τήν ἀποσύνθεσι, ἡ ὀρθόδοξη Ἀνατολή ἔχει σοβαρώτατους λόγους νά ἀντιπαραθέτη στόν τεχνοκρατικό ἐπεκτατισμό τῆς Δύσεως τόν θεούμενο ἄνθρωπο, ὡς ζωντανό σύμβολο ἑνός βίου πνευματικοῦ, τέλος τοῦ ὁποίου δέν εἶναι νά συμμορφωθοῦμε στά κελεύσματα τῆς ὅποιας «ἀνάγκης», ἄλλα νά μεταμορφωθοῦμε ψυχή τε καί σώματι, νά πληρωθοῦμε ἐκτός αὐτῆς.

Στήν ὅλη ἀργολογία περί ἐκδημοτικισμοῦ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὑμνογραφίας, ὅπως στό σύνολο τῶν προωθούμενων ἀπό ποικίλες πλευρές «ἐκσυγχρονισμῶν» τοῦ τόπου, ὑφέρπει ἡ σκοπιμότης νά ἐνσωματωθοῦμε, ἐπί τέλους, στήν Δύσι, ἀσχέτως ἐάν τοῦτο συνεπάγεται νά χάσωμε τό πρόσωπό μας καί ἀκυρώνει αὐτή τήν ἐπιζητούμενη ἐνσωμάτωσι, ἀφοῦ προϋποθέτει ἕνα ἱστορικό κουρέλι.

Χωρίς ὀντότητα κανένας λαός δέν ἀντέχει στούς κλυδωνισμούς τῶν σκληρῶν ἀναπροσαρμογῶν πού ἐπιβάλλει μία οἰκουμενική συγκυρία σάν τήν παροῦσα. Ὑπ’ αὐτό τό πρῖσμα ἔχει ὑψίστη σημασία νά διαφυλάξωμε ἄθικτο τόν πνευματικό μας θησαυρό, ἀρχίζοντας ἀπό τήν παραδόσιμη λατρεία τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ὀφείλει μάλιστα, ἀντί ἄλλης κατηχήσεως, νά ἐνθαρρύνη ἐμπράκτως τίς σπουδές τῆς ἀρχαίας μας γλώσσας καί παραλλήλως νά καλλιεργήση τήν λειτουργική μέ τήν δημοτική μουσική καί χορό, ἐν ἐπιγνώσει ὅτι μόνο ἡ θέρμη τῶν ψυχῶν θά σώση τήν Πίστι.

Ὡς πυρήνας τοῦ ἐθνικοῦ πνεύματος ζωῆς, ὡς διαπλαστική δύναμις ἀνθρώπων, ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἀπείρως πλουσιώτερη ἀπό ὅλα μαζί τά σύγχρονα καί τά μελλοντικά μηχανήματα, ἀπό αὐτήν μπορεῖ τό Γένος νά περιμένη οὐσιαστική ἠθική ἐνίσχυσι στήν μάχη ἐπιβιώσεως πού δίνει, ἐγκαταλελειμμένο ἐν ψυχρῷ ἀπό τήν ἰδιοτελῆ πνευματική καί πολιτική του ἡγεσία. Ἡ προαιώνια ρίζα δέν μᾶς χρειάζεται ἰδεολογικά• μᾶς χρειάζεται ὡς αὐθεντική πνευματική συγκρότησι καί ἐσωτερική ἑδραία βάσι, ἄνευ τῶν ὁποίων σέ μιὰ ἰσχυρή ἱστορική πίεσι εἶναι ἀναπόφευκτο νά καταρρεύσωμε. Ποιό μπορεῖ νά εἶναι τό μέλλον τῆς ἀνθρωπότητας, ὅταν ὁ λαός ποὺ ἀνέβασε τό πνεῦμα στά οὐράνια γίνη μουσειακό ἀντικείμενο;

Ράμφος Στέλιος

Tags
Back to top button