Στο greek-observatory και τις Ειδήσεις Σεβόμαστε την ιδιωτικότητά σας

Εμείς και οι συνεργάτες μας αποθηκεύουμε ή/και έχουμε πρόσβαση σε πληροφορίες σε μια συσκευή, όπως cookies και επεξεργαζόμαστε προσωπικά δεδομένα, όπως μοναδικά αναγνωριστικά και τυπικές πληροφορίες που αποστέλλονται από μια συσκευή για εξατομικευμένες διαφημίσεις και περιεχόμενο, μέτρηση διαφημίσεων και περιεχομένου, καθώς και απόψεις του κοινού για την ανάπτυξη και βελτίωση προϊόντων.

Με την άδειά σας, εμείς και οι συνεργάτες μας ενδέχεται να χρησιμοποιήσουμε ακριβή δεδομένα γεωγραφικής τοποθεσίας και ταυτοποίησης μέσω σάρωσης συσκευών. Μπορείτε να κάνετε κλικ για να συναινέσετε στην επεξεργασία από εμάς και τους συνεργάτες μας όπως περιγράφεται παραπάνω. Εναλλακτικά, μπορείτε να αποκτήσετε πρόσβαση σε πιο λεπτομερείς πληροφορίες και να αλλάξετε τις προτιμήσεις σας πριν συναινέσετε ή να αρνηθείτε να συναινέσετε. Λάβετε υπόψη ότι κάποια επεξεργασία των προσωπικών σας δεδομένων ενδέχεται να μην απαιτεί τη συγκατάθεσή σας, αλλά έχετε το δικαίωμα να αρνηθείτε αυτήν την επεξεργασία. Οι προτιμήσεις σας θα ισχύουν μόνο για αυτόν τον ιστότοπο. Μπορείτε πάντα να αλλάξετε τις προτιμήσεις σας επιστρέφοντας σε αυτόν τον ιστότοπο ή επισκεπτόμενοι την πολιτική απορρήτου μας.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας.Δες περισσότερα εδώ.
ΕΚΚΛΗΣΙΑ

Τα εγκώμια του Επιτάφιου Θρήνου (βίντεο)

Η ζωή εν τάφω
κατετέθης, Χριστέ,
και αγγέλων στρατιαί εξεπλήττοντο,
συγκατάβασιν δοξάζουσαι την σην.

Η ζωή, πώς θνήσκεις;
πώς και τάφω οικείς;
του θανάτου το βασίλειον λύεις δε,
και του Άδου τους νεκρούς εξανιστάς.


Μεγαλύνομέν σε,
Ιησού βασιλεύ,
και τιμώμεν την ταφήν και τα πάθη σου,
δι’ ων έσωσας ημάς εκ της φθοράς.

Μέτρα γης ο στήσας
εν σμικρώ κατοικείς,
Ιησού παμβασιλεύ, τάφω σήμερον,
εκ μνημάτων τους θανόντας ανιστών.

Ιησού Χριστέ μου,
βασιλεύ του παντός,
τι ζητών τοις εν τω Άδη ελήλυθας,
ή το γένος απολύσαι των βροτών;

Ο δεσπότης πάντων
καθοράται νεκρός,
και εν μνήματι καινώ κατατίθεται
ο κενώσας τα μνημεία των νεκρών.


Η ζωή εν τάφω
κατετέθης Χριστέ,
και θανάτω σου τον θάνατον ώλεσας
και επήγασας τω κόσμω την ζωήν.

Μετά των κακούργων
ως κακούργος, Χριστέ,
ελογίσθης, δικαιών ημάς άπαντας
κακουργίας του αρχαίου πτερνιστού.

Ο ωραίος κάλλει
παρά πάντας βροτούς
ως ανείδεος νεκρός καταφαίνεται,
ο την φύσιν ωραΐσας του παντός.

Άδης πως υποίσει, Σώτερ,
παρουσίαν την σην
και μη θάττον συνθλασθείη σκοτούμενος,
αστραπής φωτός σου αίγλη εκτυφλωθείς;

Ιησού, γλυκύ μοι
και σωτήριον φως,
τάφω πως εν σκοτεινώ κατακέκρυψαι;
ω αφάτου και αρρήτου ανοχής!

Απορεί και φύσις
νοερά και πληθύς
η ασώματος, Χριστέ, το μυστήριον
της αφράστου και αρρήτου σου ταφής.

Ω θαυμάτων ξένων,
ω πραγμάτων καινών!
ο πνοής μοι χορηγός άπνους φέρεται
κηδευόμενος χερσί του Ιωσήφ.

Και εν τάφω έδυς
και των κόλπων, Χριστέ
των πατρώων ουδαμώς απεφοίτησας·
τούτο ξένον και παράδοξον ομού.

Αληθής και πόλου
και της γης βασιλεύς,
ει και τάφω σμικροτάτω συγκέκλεισαι,
επεγνώσθης πάση κτίσει Ιησού.

Σου τεθέντος τάφω,
πλαστουργέτα Χριστέ,
τα του άδου εσαλεύθη θεμέλια
και μνημεία ανεώχθη των βροτών.

Ο την γην κατέχων
τη δρακί νεκρωθείς,
σαρκικώς υπό της γης νυν συνέχεται,
τους νεκρούς λυτρών της άδου συνοχής.

Εκ φθοράς ανέβης
η ζωή μου, Σωτήρ,
σου θανόντος και νεκροίς προσφοιτήσαντος
και συνθλάσαντος του άδου τους μοχλούς.

Ως φωτός λυχνία
νυν η σαρξ του Θεού
υπό γην ως υπό μόδιον κρύπτεται
και διώκει τον εν άδη σκοτασμόν.

Νοερών συντρέχει
στρατιών η πληθύς
Ιωσήφ συν Νικοδήμω συστείλαι σε
τον αχώρητον εν μνήματι σμικρώ.

Νεκρωθείς βουλήσει
και τεθείς υπό γην
ζωοβρύτα Ιησού μου, εζώωσας
νεκρωθέντα παραβάσει με πικρά.

Ο χειρί σου πλάσας
τον Αδάμ, εκ της γης
δι’ αυτόν τη Φύσει γέγονας άνθρωπος
και εσταύρωσαι βουλήματι τω σω.

Ηλλοιούτο πάσα κτίσις
πάθη τω σω·
πάντα γαρ σοι, Λόγε, συνέπασχον,
συνοχέα σε γινώσκοντα παντός.

Της ζωής την πέτραν
εν κοιλίαν λαβών,
άδης ο παμφάγος εξήμεσεν,
εξ αιώνος ους κατέπιε νεκρούς.

Εν καινώ μνημείω
κατετέθης, Χριστέ,
και την φύσιν των βροτών ανεκαίνισας,
αναστάς θεοπρεπώς εκ των νεκρών.

Επί γης κατήλθες,
ίνα σώσης Αδάμ,
και εν γη μη ευρηκώς τούτον, Δέσποτα,
μέχρις άδου κατελήλυθας ζητών.

Συγκλονείται φόβω
πάσα, Λόγε, η γη,
και φωσφόρος τας ακτίνας απέκρυψε,
του μεγίστου γη κρυβέντος σου φωτός.

Ως βροτός μεν θνήσκεις
εκουσίως Σωτήρ,
ως Θεός δε τους θνητούς εξανέστησας
εκ μνημάτων και βυθού αμαρτιών.

Δακρυρρόους θρήνους
επί σε η αγνή
μητρικώς, ω Ιησού, επιρραίνουσα
ανεβόα· πώς κηδεύσω σε Υιέ;

Ώσπερ σίτου κόκκος
υποδύς κόλπους γης
τον πολύχουν αποδέδωκας άσταχυν,
αναστήσας τους βροτούς τους εξ Αδάμ.

Υπό γην εκρύβης,
ώσπερ ήλιος, νυν
και νυκτί τη του θανάτου κεκάλυψαι·
αλλ’ ανάτειλον φαιδρότερον, Σωτήρ.

Ως ηλίου δίσκον
η σελήνη, Σωτήρ
αποκρύπτει, και σε τάφος νυν έκρυψεν,
εκλιπόντα τω θανάτω σαρκικώς.

Η ζωή θανάτου
γευσαμένη, Χριστός
εκ θανάτου τους βροτούς ηλευθέρωσε
και τοις πάσι νυν δωρείται την ζωήν.

Νεκρωθέντα πάλαι
τον Αδάμ φθονερώς,
επανάγεις προς ζωήν τη νεκρώσει σου
νέος, Σώτερ, εν σαρκί φανείς Αδάμ.

Νοεραί σε τάξεις,
ηπλωμένον νεκρόν,
καθορώσαι δι’ ημάς εξεπλήττοντο,
καλυπτόμεναι ταις πτέρυξι, Σωτήρ.

Καθελών σε, Λόγε
από ξύλου νεκρόν,
εν μνημείω Ιωσήφ νυν κατέθετο.
Αλλ’ ανάστα, σώζων πάντας ως Θεός.

Των αγγέλων, Σώτερ,
χαρμονή πεφυκώς,
νυν και λύπης τούτοις γέγονας αίτιος,
καθορώμενος σαρκί άπνους νεκρός.

Υψωθέν εν ξύλω,
και τους ζώντας βροτούς
συνυψοίς· υπό την γην δε γενόμενος,
τούς κειμένους υπ’ αυτήν εξανιστάς.

Ώσπερ λέων, Σώτερ,
αφυπνώσας σαρκί,
ως τις σκύμνος ο νεκρός εξανίστασαι,
αποθέμενος το γήρας της σαρκός.

Την πλευράν ενύγης
ο πλευράν ειληφώς
του Αδάμ, εξ ης την Εύαν διέπλασας,
και εξέβλυσας κρουνούς καθαρτικούς.

Εν κρυπτώ μεν πάλαι
θύεται ο αμνός·
συ δ’ υπαίθριος τυθείς, ανεξίκακε,
πάσαν κτίσιν απεκάθηρας, Σωτήρ.

Τις εξείποι τρόπον
φρικτόν, όντως καινόν;
ο δεσπόζων γαρ της κτίσεως σήμερον
πάθος δέχεται και θνήσκει δι’ ημάς.

Ο ζωής ταμίας
πως οράται νεκρός;
εκπληττόμενοι οι άγγελοι έκραζον·
πώς δ’ εν μνήματι συγκλείεται Θεός;

Λογχονύκτου, Σώτερ,
εκ πλευράς σου ζωήν
τη ζωή, τη εκ ζωής εξωσάση με,
επιστάζεις και ζωοίς με συν αυτή.

Απλωθείς εν ξύλω
συνηγάγου βροτούς·
την πλευράν σου δε νυγείς την ζωήρρυτον,
πάσιν άφεσιν πηγάζεις, Ιησού.

Ο ευσχήμων, Σώτερ,
σχηματίζει φρικτώς
και κηδεύει ως νεκρόν ευσχημόνως σε
και θαμβείταί σου το σχήμα το φρικτόν.

Υπό γην βουλήσει
κατελθών ως θνητός,
επανάγεις από γης προς ουράνια
τους εκείθεν πεπτωκότας, Ιησού.

Καν νεκρός ωράθης,
αλλά ζων ως Θεός
νεκρωθέντας τους βροτούς ανεζώωσας,
τον εμόν απονεκρώσας νεκρωτήν.

Ω χαράς εκείνης!
ω πολλής ηδονής!
ήσπερ τους εν Άδη πεπλήρωκας,
εν πυθμέσι φως αστράψας ζοφεροίς.

Προσκυνώ το πάθος,
ανυμνώ την ταφήν,
μεγαλύνω σου το κράτος, φιλάνθρωπε,
δι’ ων λέλυμαι παθών φθοροποιών.

Κατά σου ρομφαία
εστιλβούτο, Χριστέ,
και ρομφαία ισχυρού μεν αμβλύνεται
και ρομφαία δε τροπούται της Εδέμ.

Η αμνάς τον άρνα
βλέπουσα εν σφαγή
ταις αικίσι βαλλομένη ηλάλαζε,
συγκινούσα και το ποίμνιον βοάν.

Καν ενθάπτη τάφω,
καν εις Άδου μολής,
αλλά, Σώτερ, και τους τάφους εκένωσας
και τον Άδην απεγύμνωσας Χριστέ.

Εκουσίως, Σώτερ,
κατελθών υπό γην,
νεκρωθέντας τους βροτούς ανεζώωσας
και ανήγαγες εν δόξη πατρική.

Της Τριάδος ο εις
εν σαρκί δι’ ημάς
επονείδιστον υπέμεινε θάνατον·
φρίττει ήλιος και τρέμει δε η γη.

Ως πικράς εκ κρήνης,
της Ιούδα φυλής
οι απόγονοι εν λάκκω κατέθεντο
τον τροφέα μανναδότην Ιησού.

Ο κριτής ως κρίτος
προ Πιλάτου κριτού
και παρίστατο και θάνατον άδικον
κατεκρίθη δια ξύλου σταυρικού.

Αλαζών Ισραήλ,
μιαιφόνε λαέ,
τι παθών τον Βαραββάν ηλευθέρωσας,
τον Σωτήρα δε παρέδωκας σταυρώ;

Ο χειρί σου πλάσας
τον Αδάμ εκ της γης,
δι’ αυτόν τη φύσει γέγονας άνθρωπος
και εσταύρωσαι βουλήματι τω σω.

Υπακούσας, Λόγε,
τω ιδίω Πατρί,
μέχρις άδου του δεινού καταβέβηκας
και ανέστησας, το γένος των βροτών.

Οίμοι, φως του κόσμου
οίμοι φως το εμόν!
Ιησού μου ποθεινότατε, έκραζεν
η Παρθένος θρηνωδούσα γοερώς.

Φθονουργέ, φονουργέ,
και αλάστορ λαέ,
καν σινδόνας και αυτό το σουδάριον
αισχύνθητι, αναστάντος του Χριστού.

Δολοφόνε δεύρο,
μιαρέ μαθητά,
και τον τρόπον της κακίας σου δείξόν μοι,
δι’ όν γέγονας προδότης του Χριστού.

Ως φιλάνθρωπός τις
υποκρίνει, μωρέ
και τυφλέ πανολεθρότατε άσπονδε,
ο το μύρον πεπρακώς δια τιμής.

Ουρανίου μύρου
ποίαν έσχες τιμήν;
του τιμίου τι εδέξω αντάξιον;
λύσσαν εύρες καταρώτατε Σατάν.

Ει φιλόπτωχος ει
και το μύρον λυπεί,
κενουμένου εις ψυχής ιλαστήριον,
πως χρυσώ απεμπολείς τον φωταυγή;

Ω Θεέ και λόγε,
ω χαρά η εμή,
πως ενέγκω σου ταφήν την τριήμερον;
νυν σπαράττομαι τα σπλάχνα μητρικώς.

Τις μοι δώσει ύδωρ
και δακρύων πηγάς;
η θεόνυμφος Παρθένος εκραύγαζεν,
ίνα κλαύσω τον γλυκύν μου Ιησούν;

Ω βουνοί και νάπαι
και ανθρώπων πληθύς,
κλαύσατε και πάντα θρηνήσατε
συν εμοί τη του Θεού υμών Μητρί.

Πότε ίδω, Σώτερ,
σε το άχρονον φως,
την χαράν και ηδονήν της καρδιάς μου;
η Παρθένος ανεβόα γοερώς.

Καν ως πέτρα, Σώτερ,
η ακρότομος συ
κατεδέξω την τομήν, αλλ’ επήγασας
ζων το ρείθρον ως πηγήν ων της ζωής.

Ως εν κρήνης μιάς
τον διπλούν ποταμόν
της πλευράς σου προχεούσης αρδόμενοι,
την αθάνατον καρπούμεθα ζωήν.

Θέλων ώφθης, Λόγε,
εν τω τάφω νεκρός,
αλλά ζης και τους βροτούς, ως προείρηκας,
αναστάσει σου, Σωτήρ μου, εγερείς.

Δόξα Πατρί

Ανυμνούμεν, Λόγε,
σε τον πάντων Θεόν,
συν Πατρί και τω Αγίω σου Πνεύματι,
και δοξάζομεν την θείαν σου ταφήν.

Και νυν

Μακαρίζομέν σε
Θεοτόκε αγνή,
και τιμώμεν την ταφήν την τριήμερον
του Υιού σου και Θεού ημών πιστώς.

Η ζωή εν τάφω
κατετέθης, Χριστέ,
και αγγέλων στρατιαί εξεπλήττοντο
συγκατάβασιν δοξάζουσαι την σην.

Tags
Back to top button