Στο greek-observatory και τις Ειδήσεις Σεβόμαστε την ιδιωτικότητά σας

Εμείς και οι συνεργάτες μας αποθηκεύουμε ή/και έχουμε πρόσβαση σε πληροφορίες σε μια συσκευή, όπως cookies και επεξεργαζόμαστε προσωπικά δεδομένα, όπως μοναδικά αναγνωριστικά και τυπικές πληροφορίες που αποστέλλονται από μια συσκευή για εξατομικευμένες διαφημίσεις και περιεχόμενο, μέτρηση διαφημίσεων και περιεχομένου, καθώς και απόψεις του κοινού για την ανάπτυξη και βελτίωση προϊόντων.

Με την άδειά σας, εμείς και οι συνεργάτες μας ενδέχεται να χρησιμοποιήσουμε ακριβή δεδομένα γεωγραφικής τοποθεσίας και ταυτοποίησης μέσω σάρωσης συσκευών. Μπορείτε να κάνετε κλικ για να συναινέσετε στην επεξεργασία από εμάς και τους συνεργάτες μας όπως περιγράφεται παραπάνω. Εναλλακτικά, μπορείτε να αποκτήσετε πρόσβαση σε πιο λεπτομερείς πληροφορίες και να αλλάξετε τις προτιμήσεις σας πριν συναινέσετε ή να αρνηθείτε να συναινέσετε. Λάβετε υπόψη ότι κάποια επεξεργασία των προσωπικών σας δεδομένων ενδέχεται να μην απαιτεί τη συγκατάθεσή σας, αλλά έχετε το δικαίωμα να αρνηθείτε αυτήν την επεξεργασία. Οι προτιμήσεις σας θα ισχύουν μόνο για αυτόν τον ιστότοπο. Μπορείτε πάντα να αλλάξετε τις προτιμήσεις σας επιστρέφοντας σε αυτόν τον ιστότοπο ή επισκεπτόμενοι την πολιτική απορρήτου μας.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας.Δες περισσότερα εδώ.
ΕΚΚΛΗΣΙΑ

Τὸ Προπατορικὸ Ἁμάρτημα κατὰ τὴν Ὀρθόδοξη παράδοση

Μαρτζέλος Γεώργιος


Εἰσαγωγὴ
Ἡ διδασκαλία γιὰ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα, ὅπως διαμορφώθηκε στὴν ὀρθόδοξη παράδοση ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες Πατέρες, διαφέρει αἰσθητὰ ἀπὸ τὴν ἀντίστοιχη διδασκαλία τῶν λατίνων Πατέρων καὶ ἰδιαίτερά του ἱεροῦ Αὐγουστίνου.

Κι’ αὐτὸ εἶναι εὐνόητο, γιατί οἱ προϋποθέσεις ποὺ ὑπῆρχαν στὶς δύο παραδόσεις γιὰ τὸ θεολογικὸ προβληματισμὸ σχετικὰ μὲ τὸ ἐν λόγω ζήτημα, καθὼς καὶ οἱ προκλήσεις ποὺ συνετέλεσαν στὴν ἀνάπτυξη καὶ διαμόρφωση τῆς σχετικῆς διδασκαλίας ἦταν διαφορετικὲς σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση.

Ἐκτός τοῦ ὅ,τι οἱ λατίνοι Πατέρες εἶχαν κατὰ τὴν ἀνάπτυξη τῆς διδασκαλίας τους δικανικὲς καὶ ὄχι ὀντολογικὲς προϋποθέσεις, ὅπως οἱ Ἕλληνες Πατέρες, δὲν ὑπῆρξε στὴν Ἀνατολὴ ἀνάλογη πρόκληση μ’ αὐτὴν ποὺ εἶχαν νὰ ἀντιμετωπίσουν οἱ λατίνοι Πατέρες στὴ Δύση, καὶ κυρίως ὁ ἱερὸς Αὐγουστίνος, ἐξ ἀφορμῆς τῆς αἵρεσης τοῦ Πελαγιανισμοῦ. Ἂν καὶ ἡ αἵρεση αὐτὴ καταδικάστηκε στὴν Ἀνατολὴ καὶ μάλιστα σὲ οἰκουμενικὸ ἐπίπεδο κατὰ τὴ σύνοδο τῆς Ἐφέσου (431), δὲν ἀπασχόλησε εὐρύτερα τὴ θεολογικὴ σκέψη τῶν Ἑλλήνων Πατέρων, ἡ ὁποία εἶχε ἀπορροφηθεῖ γιὰ ἀρκετοὺς αἰῶνες κυρίως ἀπὸ τὸν χριστολογικὸ προβληματισμό.

Ὡστόσο οἱ Ἕλληνες Πατέρες δὲν ἀδιαφόρησαν γιὰ τὴν οὐσία καὶ τὶς συνέπειες τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος· μόνο ποὺ ἀσχολήθηκαν μὲ τὰ ζητήματα αὐτὰ ὄχι αὐτοτελῶς καὶ συστηματικά, ἀλλὰ μέσα στὰ πλαίσια τῆς προσπάθειάς τους νὰ ἀντιμετωπίσουν τὶς ποικίλες αἱρέσεις ποὺ παραχάραζαν οὐσιαστικὰ τὴ σωτηριολογικὴ διδασκαλία καὶ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τὸ Γνωστικισμό, τὸ Μανιχαϊσμό, τὸν Ἀρειανισμό, τὸν Ἀπολιναρισμό, τὸ Νεστοριανισμό, τὸ Μονοφυσιτισμὸ καὶ τὸ Μονοθελητισμό, μὲ στόχο νὰ προβάλουν ἔναντι τῶν αἱρέσεων αὐτῶν τόσο τὸ σωτηριῶδες ἔργο τοῦ Χριστοῦ ὅσο καὶ τὴν πραγματικότητα τῆς σωτηρίας καὶ θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτὴ ἡ πατερικὴ διδασκαλία γιὰ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα δὲν ἀποτελεῖ στὴν ὀρθόδοξη παράδοση μία αὐτόνομη καὶ συστηματικὴ δογματικὴ διδασκαλία ποὺ ἀντιμετωπίζει μία μεμονωμένη καὶ ἀνεξάρτητη σωτηριολογικὴ πρόκληση, ἀλλὰ μία διδασκαλία ποὺ συνδέεται ἄρρηκτα καὶ λειτουργικὰ μὲ τὸν κορμὸ τῆς ὀρθόδοξης δογματικῆς διδασκαλίας καὶ ἰδιαίτερα τῆς Κοσμολογίας, τῆς Ἀνθρωπολογίας, τῆς Χριστολογίας καὶ τῆς Σωτηριολογίας.


Βεβαίως, λόγω τῆς ποικιλίας τῶν αἱρετικῶν προκλήσεων, ποὺ ἐμφανίζονται μάλιστα κατὰ διαφορετικὲς χρονικὲς περιόδους, καθὼς καὶ τῆς ἔλλειψης συστηματικῆς ἀνάπτυξης τῆς ἐν λόγω διδασκαλίας, παρατηροῦνται πολλὲς φορὲς μεταξὺ τῶν Ἑλλήνων Πατέρων διαφοροποιήσεις σὲ ὁρισμένες πτυχές της. Πρέπει ὅμως νὰ ὑπογραμμίσουμε ὅτι στὰ βασικὰ σημεῖα τῆς διδασκαλίας αὐτῆς ὑπάρχει ἕνα consensus patrum στὴν ὀρθόδοξη παράδοση, πράγμα ποὺ ὀφείλεται κατὰ βάση στὶς κοινὲς θεολογικὲς προϋποθέσεις τῶν Ἑλλήνων Πατέρων.

Πρὶν λοιπὸν ὑπεισέλθουμε στὴν καθαυτὸ ἐξέταση τοῦ θέματός μας, ἂς δοῦμε κατ’ ἀρχὴν μὲ κάθε δυνατὴ συντομία ποιὲς εἶναι αὐτὲς οἱ κοινὲς θεολογικὲς προϋποθέσεις, ποὺ συνετέλεσαν καθοριστικὰ στὴν ἀνάπτυξη καὶ διαμόρφωση τῆς διδασκαλίας τῶν ἐπιμέρους πτυχῶν τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος στὴν ὀρθόδοξη παράδοση.

1. Θεολογικὲς προϋποθέσεις
Πρώτη βασικὴ προϋπόθεση εἶναι ἡ ἔννοια, μὲ τὴν ὁποία οἱ Ἕλληνες Πατέρες ἀντιλαμβάνονται τὴ σχέση μεταξὺ Θεοῦ καὶ κόσμου. Κατ’ αὐτοὺς μόνο ὁ Θεὸς εἶναι κατὰ φύσιν ἄκτιστος, ἄτρεπτος καὶ ἀθάνατος, ἐνῶ ὁ κόσμος εἶναι κτιστὸς καὶ τρεπτός, προελθὼν στὸ εἶναι «ἐξ οὐκ ὄντων» διὰ τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ. Ἤδη ἡ προέλευσή του ἀπὸ τὸ μὴ ὂν στὸ εἶναι συνιστᾶ τροπὴ καὶ ἀλλοίωση, πράγμα ποὺ τὸν κάνει νὰ ρέπει διαρκῶς στὸ μηδέν, ἀπ’ τὸ ὁποῖο προῆλθε. Γιὰ τὸ λόγο αὐτό, προκειμένου νὰ παραμείνει στὸ εἶναι, εἶναι ἀναγκαία ἡ ἐξάρτησή του ἀπὸ τὴ συνεκτικὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Διαφορετικὰ θὰ ἐπιστρέψει καὶ πάλι στὸ μηδὲν καὶ τὴν ἀνυπαρξία.

Μὲ ἄλλα λόγια ὁ κτιστὸς κόσμος δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει μόνος του, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν κατ’ ἐνέργειαν σχέση του μὲ τὸ Θεό. Ἡ διακοπὴ τῆς σχέσης καὶ κοινωνίας του μὲ τὸ Θεὸ ὁδηγεῖ νομοτελειακὰ στὸ μηδὲν καὶ στὸ θάνατο. Ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτὴ καὶ ὁ ἄνθρωπος ὡς κτιστὸς εἶναι καθ’ ἑαυτὸν τρεπτὸς καὶ θνητός. Γιὰ νὰ ἐπιτύχει τὴν ἀθανασία, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ φυσικὴ ἰδιότητα μόνο τοῦ ἀκτίστου Θεοῦ, πρέπει νὰ βρίσκεται σὲ διαρκῆ κοινωνία καὶ σχέση μαζί του. Τόσο ὁ θάνατος ὅσο καὶ ἡ ἀθανασία εἶναι δυὸ δυνατότητες ποὺ ἀνοίγονται μπροστά του, ἐξαρτώμενες ἀποκλειστικὰ ἀπὸ τὴ σχέση του μὲ τὸ Θεό. Ἡ σχέση του μὲ τὸ Θεὸ ἢ ἡ διακοπὴ της εἶναι ποὺ καθορίζει ἂν θὰ ὁδηγηθεῖ στὴν ἀθανασία ἢ θὰ ἐκπέσει στὸ θάνατο.

Ἐν προκειμένω πρέπει νὰ διευκρινίσουμε ὅτι ὅταν οἱ Ἕλληνες Πατέρες κάνουν λόγο γιὰ τὸ θάνατο καὶ τὴν ἀθανασία δὲν ἀντιλαμβάνονται τὶς καταστάσεις αὐτὲς μόνο ὑπὸ τὴ βιολογική, ἀλλὰ καὶ ὑπὸ τὴν πνευματικὴ ἔννοια. Θάνατος δὲν σημαίνει γι’ αὐτοὺς μόνο χωρισμὸ τοῦ σώματος ἀπὸ τὴν ψυχή, ἀλλὰ καὶ χωρισμὸ τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ Θεὸ ποὺ συνιστᾶ τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς. Τὸ ἴδιο καὶ ἡ ἀθανασία. δὲν νοεῖται μόνο ὡς ἐπιβίωση τοῦ ἀνθρώπου ὡς ψυχοσωματικῆς ὀντότητας, ἀλλὰ καὶ ὡς ζωοποίηση τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὴ ζωοποιὸ ἐνέργεια τοῦ Ἁγ. Πνεύματος.

Δεύτερη βασικὴ προϋπόθεση, ποὺ συνδέεται μὲ τὴν προηγούμενη, εἶναι ὅτι ἡ ἁμαρτία κατὰ τὴν ὀρθόδοξη παράδοση δὲν νοεῖται ἁπλῶς ὡς παράβαση μιᾶς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ ἢ πολὺ περισσότερο ὡς προσβολὴ τῆς θείας δικαιοσύνης, ἀλλὰ ὡς μία νοσηρὴ ψυχοσωματικὴ κατάσταση ποὺ προῆλθε ἀπὸ τὴ διακοπὴ τῆς κοινωνίας καὶ σχέσης μὲ τὸ Θεὸ καὶ ὁδηγεῖ ὡς ἐκ τούτου ἀναπόφευκτα στὸ θάνατο. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἁμαρτία καὶ θάνατος εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένα καὶ πολλὲς φορὲς ταυτίζονται στὴν ὀρθόδοξη παράδοση.

Ὅπως ἐπισημαίνει χαρακτηριστικὰ ὁ Γρηγόριος Νύσσης, ἐκφράζοντας ἐν προκειμένω τὴν ὁμόφωνη ἀντίληψη καὶ τῶν ἄλλων δύο Καππαδοκῶν Πατέρων, «Ἁμαρτία δὲ ἐστιν ἡ τοῦ Θεοῦ ἀλλοτρίωσις, ὃς ἐστιν ἡ ἀληθινὴ τε καὶ μόνη ζωή». Μὲ ἄλλα λόγια ἡ ἁμαρτία κατὰ τὴν ὀρθόδοξη παράδοση δὲν ἀποτελεῖ ἁπλῶς ἕνα νομικὸ γεγονὸς ποὺ διαταράσσει τὴ θεία δικαιϊκὴ τάξη καὶ συνεπάγεται ὡς ἐκ τούτου τὴν τιμωρία τοῦ Θεοῦ στὸν παραβάτη ἄνθρωπο, ἀλλὰ κυρίως καὶ κατ’ ἐξοχὴν ἕνα ὑπαρξιακὸ γεγονὸς ποὺ διαταράσσει τὴν ὀντολογικὴ σχέση μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου, μὲ ἀποτέλεσμα τὴ διακοπὴ τῆς σχέσης αὐτῆς μὲ τὸ Θεό, πράγμα ποὺ ὁδηγεῖ ἀναπόφευκτα τὸν ἄνθρωπο στὴν ἀρρώστια, τὴ φθορὰ καὶ τὸ θάνατο.

Ὑπὸ τὴν ἔννοια αὐτὴ ὁ θάνατος δὲν νοεῖται ὡς τιμωρία ποὺ ἐπιβάλλεται ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸ Θεό, ἀλλὰ ὡς φυσικὴ συνέπεια τῆς ἁμαρτίας ποὺ συνιστᾶ, ὅπως εἴπαμε, διακοπὴ τῆς κοινωνίας μὲ τὸ Θεό. Ὁ Θεὸς ὡς πηγὴ παντὸς ἀγαθοῦ δὲν μπορεῖ νὰ θεωρεῖται αἴτιος τοῦ θανάτου. Ὅπως πολὺ χαρακτηριστικὰ τονίζει ὁ ἅγ. Εἰρηναῖος, «Ὅσα τὴν πρὸς Θεὸν τηρεῖ φιλίαν, τούτοις τὴν ἰδίαν παρέχει κοινωνίαν. Κοινωνία δὲ Θεοῦ, ζωὴ καὶ φῶς καὶ ἀπόλαυσις τῶν παρ’ αὐτοῦ ἀγαθῶν. Ὅσα ἀφίστανται κατὰ τὴν γνώμην αὐτῶν τοῦ Θεοῦ, τούτοις τὸν ἀπ’ αὐτοῦ χωρισμὸν ἐπάγει. Χωρισμὸς δὲ Θεοῦ, θάνατος· καὶ χωρισμὸς φωτός, σκότος· καὶ χωρισμὸς Θεοῦ, ἀποβολὴ πάντων τῶν παρ’ αὐτοῦ ἀγαθῶν». Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἀκριβῶς καὶ ἡ σωτηρία δὲν νοεῖται στὴν ὀρθόδοξη παράδοση ὡς ἀποκατάσταση μιᾶς δικαιϊκῆς σχέσης μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου, ἀλλὰ ὡς θεραπεία καὶ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὴν κυριαρχία τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου.

2. Ἀρχέγονη κατάσταση καὶ πτώση τοῦ ἀνθρώπου
Παρὰ τὸ διαφορετικὸ τρόπο, μὲ τὸν ὁποῖο ὁρισμένες φορὲς οἱ Ἕλληνες Πατέρες περιγράφουν τὴν ἀρχέγονη κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου, ὑπάρχουν ἐν προκειμένῳ πλεῖστα ὅσα κοινὰ σημεῖα μεταξύ τους ποὺ ἀποτελοῦν τὴν ἀφετηρία καὶ τὴ βάση γιὰ τὴν ὀρθόδοξη κατανόηση καὶ ἑρμηνεία τοῦ γεγονότος τῆς πτώσης.

Πρὶν ἀπὸ τὴν πτώση του ὁ ἄνθρωπος δημιουργημένος κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ, βρισκόταν, ὅπως τονίζουν, σὲ κοινωνία μὲ τὰ πρόσωπα τῆς Ἁγ. Τριάδος. Κοσμημένος μὲ τὴν χάρη τοῦ Ἁγ. Πνεύματος ἦταν μέτοχος τῆς θείας δόξας καὶ γνώστης τῶν θείων ἀληθειῶν. Ὁ βίος του ἦταν ἀμέριμνος, ἀτάραχος καὶ ἀπαθής, καὶ ὁ ἴδιος βρισκόταν σὲ πλήρη ἁρμονία μὲ ὁλόκληρη τὴ δημιουργία, χωρὶς νὰ διατρέχει τὸν κίνδυνο διατάραξης τῆς σχέσης του μ’ αὐτὴν ἢ πολὺ περισσότερο νὰ κινδυνεύει ἀπ’ αὐτήν. Δὲν ὑπῆρχε σ’ αὐτὸν ὁ φόβος τοῦ θανάτου καὶ ἡ σαρκικὴ ἐπιθυμία. Ὡστόσο, ὡς κτιστὸς καὶ τρεπτὸς ποὺ ἦταν κατὰ τὴ φύση του, δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ εἶναι φύσει ἀθάνατος καὶ ἀπόλυτα τέλειος. Ἄλλωστε, ἂν δημιουργοῦνταν ἐξ ἀρχῆς τέλειος, θὰ εἶχε στερηθεῖ τὸ οὐσιωδέστερο χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τῆς ὑπάρξεώς του, τὴν ἐλευθερία τῆς βουλήσεώς του. Κάτι τέτοιο ὅμως θὰ ἦταν ἄκρως ἀντιφατικὸ μὲ τὴν ἔννοια τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου, γιατί κατὰ τοὺς Ἕλληνες Πατέρες ἡ ἐλευθερία τῆς βουλήσεως ἢ μὲ ἄλλα λόγια τὸ αὐτεξούσιο, ποὺ τὸ θεωροῦν ὡς ἄρρηκτα συνδεδεμένο μὲ τὸ λογικό, εἶναι αὐτὸ ποὺ συνιστᾶ τὴν οὐσία τοῦ ἀνθρώπου.

Σκοπὸς λοιπὸν τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου κατ’ αὐτοὺς ἦταν νὰ μπορέσει ὁ ἄνθρωπος ὡς λογικὸ καὶ αὐτεξούσιο ὂν σὲ κοινωνία μὲ τὸν ἐν Τριάδι Θεὸ νὰ ἐπιτύχει τὴν ἀθανασία καὶ τὴ θέωση μέσω τῆς ἠθικῆς καὶ πνευματικῆς τελειώσεώς του. Αὐτὸ ἄλλωστε εἶναι καὶ τὸ βαθύτερο νόημα τῆς διακρίσεως μεταξύ τοῦ «κατ’ εἰκόνα» καὶ τοῦ «καθ’ ὁμοίωσιν» κατὰ τὴ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου στὴν πατερικὴ παράδοση. Τὸ «κατ’ εἰκόνα» ἀναφέρεται σύμφωνα μὲ τὴν πλειονότητα τῶν Ἑλλήνων Πατέρων στὸ λογικὸ καὶ στὸ αὐτεξούσιο, μὲ τὸ ὁποῖο προικίστηκε ὁ ἄνθρωπος κατὰ τὴ δημιουργία του, ἐνῶ τὸ «καθ’ ὁμοίωσιν» ἀναφέρεται στὴ δυνατότητα τῆς ὁμοίωσής του μὲ τὸ Θεό, δηλ. τῆς θέωσής του, ὕστερα ἀπὸ μία ἐλεύθερη πορεία πνευματικῆς ὡριμάνσεως καὶ ἠθικῆς προόδου μὲ τὴ συνεργία τοῦ Ἁγ. Πνεύματος. Κατ’ αὐτὴ λοιπὸν τὴν ἠθικοπνευματικὴ πορεία ἀπὸ τὸ «κατ’ εἰκόνα» στὸ «καθ’ ὁμοίωσιν» ἐπισυνέβη κατὰ τὴν ὀρθόδοξη παράδοση ἡ πτώση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία, καίτοι ἀνέτρεψε τὸ ἀρχικὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ καὶ συνιστᾶ ὁπωσδήποτε γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἕνα τραγικὸ γεγονός, δὲν ἀποτελεῖ γι’ αὐτὴν παρὰ μόνο ἕνα ἐπεισόδιο μέσα στὴν ὅλη ἱστορία τῆς Θείας Οἰκονομίας καὶ τίποτε περισσότερο.

Ἂς δοῦμε ὅμως πῶς νοεῖται κατ’ αὐτὴν τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα ὡς ἐπεισοδιακὸ γεγονὸς καὶ κυρίως ποιὲς εἶναι οἱ τραγικὲς συνέπειές του γιὰ τὸν πεπτωκότα ἄνθρωπο. Ἄλλωστε, ὅπως παρατήρησαν εὔστοχα καὶ ρωμαιοκαθολικοὶ θεολόγοι, σ’ αὐτὲς ἐπιμένουν καὶ γι’ αὐτὲς ἐνδιαφέρονται περισσότερο οἱ Ἕλληνες Πατέρες, προκειμένου νὰ ἀναπτύξουν τὴ διδασκαλία τους γιὰ τὸ σωτηριῶδες ἔργο τοῦ Χριστοῦ.

Ἐνῶ ὁ Θεὸς ἔθεσε, ὅπως εἴπαμε, ὡς σκοπὸ τῆς ὑπάρξεώς τοῦ ἀνθρώπου ἤδη ἀπ’ ἀρχῆς τῆς δημιουργίας του τὴν ἠθικοπνευματικὴ του τελείωση καὶ τὴ θέωσή του, πράγμα ποὺ θὰ ἐπιτυγχανόταν μέσω τῆς κοινωνίας του μὲ τὸ Θεὸ καὶ τῆς ὑπακοῆς στὶς ἐντολές του, ὁ ἄνθρωπος, παρασυρθεὶς ἀπὸ τὸ διάβολο ποὺ κινήθηκε ἀπὸ φθόνο ἀπέναντί του, θέλησε νὰ φτάσει στὴν «ἰσοθεΐα» καὶ τὴ θέωση μὲ δικό του τρόπο, παρακάμπτοντας τὸ θεῖο σχέδιο καὶ παραβαίνοντας τὴν ἐντολὴ τοῦ δημιουργοῦ του. Ἔτσι ἑρμηνεύεται βασικὰ στὴν ὀρθόδοξη παράδοση ἡ βιβλικὴ διήγηση σχετικὰ μὲ τὴν παράβαση ἐκ μέρους τῶν πρωτοπλάστων τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ νὰ μὴ φᾶνε ἀπὸ τὸν καρπὸ τοῦ δένδρου τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ.

Μοναδικὴ ἐξαίρεση φαίνεται νὰ ἀποτελεῖ ἐν προκειμένῳ ἡ ἄποψη τοῦ Κλήμεντος τοῦ Ἀλεξανδρέως, ὁ ὁποῖος, χρησιμοποιώντας τὴν ἀλληγορικὴ μέθοδο ἑρμηνείας τῆς Ἁγ. Γραφῆς, ταυτίζει τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα μὲ τὴν σύναψη πρόωρων καὶ ὡς ἐκ τούτου παράνομων σαρκικῶν σχέσεων μεταξύ τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας.

Ὡστόσο οἱ Ἕλληνες Πατέρες, ἀντιμετωπίζοντας προφανῶς ἐγκρατιτικὲς ἀντιλήψεις πλατωνικῆς, γνωστικῆς καὶ μανιχαϊκὴς προελεύσεως καὶ στηριζόμενοι ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο στὴ βιβλικὴ διήγηση τῆς Γενέσεως, ἀπορρίπτουν πλήρως καὶ κατηγορηματικὰ τὴν οἱαδήποτε ταύτιση τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος μὲ τὴ σύναψη σαρκικῶν σχέσεων ἐκ μέρους τῶν πρωτοπλάστων. Ἐντοπίζοντας τὴν αἰτία τῆς πτώσης ὄχι μόνο στὴν ἡδυπάθεια ἀλλὰ καὶ στὴν κενοδοξία τοῦ ἀνθρώπου, τονίζουν κατ’ ἐξοχὴν τὴν πνευματικὴ διάσταση τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, θεωρώντας το κατ’ οὐσίαν ὡς μία πράξη ἀνυπακοῆς καὶ ἀνταρσίας τοῦ ἀνθρώπου ἀπέναντι στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.

Μὲ τὴν ἀνυπακοὴ του αὐτὴ ὁ ἄνθρωπος, ὅπως τονίζουν, διέρρηξε τὴ σχέση καὶ τὴν κοινωνία του μὲ τὸ Θεό, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ στερηθεῖ τὴ ζωοποιὸ ἐνέργεια τοῦ Ἁγ. Πνεύματος καὶ νὰ περιπέσει ἔτσι στὴν κυριαρχία τοῦ διαβόλου, τῆς ἁμαρτίας, τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου. Ἔχασε τὴν ἁγιότητα καὶ τὴν παιδικὴ ἀθωότητά του, σκοτίστηκε ὁ νοῦς του, ἀμαυρώθηκε τὸ «κατ’ εἰκόνα», δηλ. τὸ λογικὸ καὶ τὸ αὐτεξούσιό του, καὶ φυγαδεύθηκε ἡ γνώση ποὺ εἶχε γιὰ τὸ Θεὸ. Ἡ δημιουργία ἔγινε πλέον ἐχθρικὴ ἀπέναντί του, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ αἰσθάνεται ἔντονα ἀπ’ αὐτὴν τὴν ἀπειλὴ τοῦ θανάτου. Ἄνθρωπος καὶ δημιουργία βρέθηκαν πλέον σὲ μία ἀνταγωνιστικὴ καὶ ἐχθρικὴ σχέση μεταξύ τους, μὲ στόχο τὴν ἀπὸ μέρους του ἐξουδετέρωση καὶ ὑπέρβαση τῆς ἀπειλῆς τοῦ θανάτου ποὺ προερχόταν ἀπ’ αὐτὴν. Ἔτσι νοεῖται μέσα στὴν ὀρθόδοξη παράδοση ὅτι μετὰ τὴν πτώση ὄχι μόνο ὁ ἄνθρωπος, ἀλλὰ ὁλόκληρη ἡ δημιουργία «συστενάζει καὶ συνοδύνει» μαζί του (Ρωμ. 8, 22) καὶ ὅτι «τῇ… ματαιότητι ἡ κτίσις ὑπετάγη, οὐχ ἑκοῦσα, ἀλλὰ διὰ τὸν ὑποτάξαντα» (Ρωμ. 8, 20). Ἡ διατάραξη τῆς οἰκολογικῆς ἰσορροπίας καὶ ἡ ἐμφάνιση τοῦ οἰκολογικοῦ προβλήματος ποὺ ἀντιμετωπίζουμε ἰδιαίτερα στὴν ἐποχὴ μᾶς ἔχουν ἐν προκειμένῳ ἀναμφίβολα τὶς ρίζες τους στὴν πτώση τοῦ ἀνθρώπου στὴν ἁμαρτία, τὴ φθορὰ καὶ τὸ θάνατο.

Στὸ σημεῖο αὐτὸ πρέπει νὰ ὑπογραμμίσουμε ὅτι ἡ πτώση τοῦ ἀνθρώπου στὴ φθορὰ καὶ τὸ θάνατο γιὰ τοὺς Ἕλληνες Πατέρες, ποὺ στηρίζονται ἐν προκειμένῳ στὴν Ἁγ. Γραφὴ, δὲν ἀποτελεῖ ποινὴ ποὺ ἐπιβλήθηκε ἀπὸ τὸ Θεό, ἀλλὰ φυσικὴ συνέπεια τῆς προπατορικῆς ἁμαρτίας, μὲ τὴν ὁποία διακόπηκε ἡ ὑπαρξιακὴ κοινωνία καὶ σχέση του μὲ τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς. Ἐξάλλου τὸ βιβλικὸ χωρίο «ᾗ δ’ ἂν ἡμέρα φάγητε ἀπ’ αὐτοῦ θανάτῳ ἀποθανεῖσθε» (Γέν. 2, 17) δὲν νοεῖται στὴν ὀρθόδοξη παράδοση ὡς ἀπειλὴ τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν ποινὴ ποὺ θὰ ἐπέβαλε στοὺς πρωτοπλάστους, ἂν παρέβαιναν τὸ θέλημά του, ἀλλὰ ὡς φιλάνθρωπη προειδοποίηση, μὲ σκοπὸ τὴν προφύλαξή τους ἀπὸ τὸν κίνδυνο ποὺ ἐγκυμονοῦσε ἡ παράβαση τῆς θείας ἐντολῆς. Μάλιστα ἀκόμη καὶ αὐτὸς ὁ θάνατος ἐπετράπη ἀπὸ τὸ Θεὸ γιὰ λόγους φιλανθρωπίας, «ἵνα μὴ ἀθάνατον γένηται τὸ κακόν». Ἔτσι τὸ λογικὸ καὶ αὐτεξούσιο δημιούργημα τοῦ Θεοῦ ποὺ πλάστηκε γιὰ τὴν ἀθανασία καὶ τὴ θέωση βρέθηκε ξαφνικὰ ἐξαιτίας τῆς παρακοῆς του καὶ τῆς κακῆς χρήσης τῆς ἐλευθερίας του ὑπὸ τὸ κράτος τοῦ διαβόλου, τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου.

Ἡ προπατορικὴ ἁμαρτία, καίτοι κατὰ τοὺς Ἕλληνες Πατέρες δὲν ὑπῆρξε μία πράξη ἀναγκαιότητας ἐκ μέρους τῆς τρεπτῆς φύσης τοῦ Ἀδάμ, ἀλλὰ μία πράξη τῆς ἐλεύθερης ἐπιλογῆς του, δὲν περιορίστηκε ἁπλῶς καὶ μόνο σὲ βουλητικὸ ἐπίπεδο. ἐπεκτάθηκε καὶ στὸν ὀντολογικὸ φορέα τῆς βούλησης ποὺ εἶναι ἡ φύση. Μὲ τὴν προπατορικὴ ἁμαρτία ἡ ἀνθρώπινη φύση ἀρρώστησε στὸ πρόσωπο τοῦ Ἀδάμ, διαβρώθηκε ὀντολογικά, καὶ ἀποκομμένη ἀπὸ τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς κατέληξε ἀναπόφευκτα στὴ φθορὰ καὶ τὸ θάνατο. Αὐτὴν ἀκριβῶς τὴ νοσηρὴ κατάσταση τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου, στὴν ὁποία ξέπεσε ὁ Ἀδάμ, τὴ θεωροῦν οἱ Ἕλληνες Πατέρες ὡς κατάσταση ἁμαρτωλή, ὄχι μόνο γιατί ἡ φθορὰ καὶ ὁ θάνατος ἀποτελοῦν τὸν καρπὸ τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ κυρίως γιατί συνιστοῦν τὴν πηγὴ καὶ τὴν αἰτία γενέσεως τῆς ἁμαρτίας στὴ μεταπτωτικὴ ζωή του. Μὲ τὴν πτώση του στὴ φθορὰ καὶ τὸ θάνατο, ὑποστηρίζουν, εἰσέβαλαν πλέον δυναμικὰ τὰ πάθη, οἱ σαρκικὲς ἡδονὲς καὶ γενικότερα ἡ ἁμαρτία στὴ ζωή του . Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς ἁμαρτία, φθορὰ καὶ θάνατος εἶναι, ὅπως εἴδαμε, γι’ αὐτοὺς ἄρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους. Ἂν καὶ στὴν αἰτιώδη σχέση μεταξύ τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς ἀρρωστημένης καὶ θνητῆς ἀνθρώπινης φύσης θὰ ἀναφερθοῦμε ἀναλυτικότερα στὴ συνέχεια, πρέπει νὰ τονίσουμε ἐδῶ ξεκάθαρα ὅτι οἱ Ἕλληνες Πατέρες θεωροῦν τὴ θνητότητα τῆς ἀνθρώπινης φύσης ὄχι μόνο ὡς τὸ ἀποτέλεσμα ἀλλὰ καὶ ὡς τὴν αἰτία καὶ τὴ ρίζα τῆς ἁμαρτίας. Καὶ αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ πατερικὴ ἀντίληψη ἀποτελεῖ τὸ κλειδὶ γιὰ τὴν κατανόηση ὄχι μόνο τῆς σημασίας τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος στὴν ὀρθόδοξη παράδοση, καὶ ἰδιαίτερα τοῦ τραγικοῦ καὶ ἐπεισοδιακοῦ χαρακτήρα του, ἀλλὰ καὶ γενικότερα τῆς ὀρθόδοξης ἀνθρωπολογίας καὶ σωτηριολογίας.

3. Ἡ μετάδοση τῶν συνεπειῶν τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος
Μὲ βάση τὰ δεδομένα αὐτὰ γιὰ τὶς συνέπειες τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος ἡ ἀπάντηση τῶν Ἑλλήνων Πατέρων στὸ ἐρώτημα πῶς μὲ τὴν πτώση τοῦ Ἀδὰμ μεταδόθηκε ἡ ἁμαρτία σ’ ὁλόκληρο τὸ ἀνθρώπινο γένος, ἔτσι ὥστε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νὰ καταστοῦν καὶ νὰ θεωροῦνται ἁμαρτωλοί, σύμφωνα μὲ ὅσα γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν Πρὸς Ρωμαίους Ἐπιστολή του, διαφέρει αἰσθητὰ ἀπὸ τὴ δυτικὴ καὶ ἰδιαίτερα τὴν αὐγουστίνεια θεώρηση.

Ὁμόφωνα ἡ ἑλληνικὴ πατερικὴ παράδοση σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν ἱερὸ Αὐγουστίνο ὑπογραμμίζει ὅτι ἐκεῖνο ποὺ κληρονομοῦν οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἀδὰμ δὲν εἶναι ἡ προσωπική του ἁμαρτία καὶ ἡ ἐνοχὴ του γι’ αὐτήν, ἀλλὰ ἡ ἀρρωστημένη καὶ θνητὴ φύση του. Ἡ προσωπικὴ ἁμαρτία καὶ ἐνοχὴ τοῦ Ἀδὰμ βαρύνει μόνο τὸν ἴδιο· ὄχι τοὺς ἀπογόνους του. Τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Ἀδὰμ ἐξ αἰτίας τῆς προσωπικῆς ἁμαρτίας του, παρατηρεῖ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, κατέστη θνητὸς καὶ ὡς ἐκ τούτου καθίστανται θνητοὶ καὶ οἱ ἀπόγονοί του εἶναι κατανοητὸ καὶ εὔλογο.

Τὸ νὰ καταστεῖ ὅμως ἁμαρτωλὸς κάποιος ἄλλος ἐξαιτίας τῆς παρακοῆς τοῦ Ἀδάμ, αὐτὸ θὰ ἦταν ἄδικο καὶ παράλογο. Γι’ αὐτὸ ὁ ἱερὸς πατήρ, ἐκφράζοντας ὁμόφωνα τὴν ἑλληνικὴ πατερικὴ παράδοση, θεωρεῖ ὅτι ἡ ὑποταγὴ στὴν ἁμαρτία τῶν ἀπογόνων του Ἀδὰμ καὶ ὁ χαρακτηρισμός τους ὡς ἁμαρτωλῶν νοεῖται ἀποκλειστικὰ ὡς ὑποταγή τους στὸ θάνατο. Κι’ αὐτὸ γιατί ὁ θάνατος, ὅπως εἴδαμε παραπάνω, ἀποτελεῖ γενικὰ γιὰ τὴν ὀρθόδοξη παράδοση ὄχι μόνο τὸ ἀποτέλεσμα, ἀλλὰ καὶ τὴν πηγὴ καὶ αἰτία τῆς ἁμαρτίας. Εὔλογα λοιπὸν κατὰ τὴν ἑλληνικὴ πατερικὴ παράδοση οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἀδὰμ χαρακτηρίζονται ἁμαρτωλοὶ ἀπὸ τὸν ἀπόστολο Παῦλο, ὄχι γιατί θεωροῦνται ὅτι συμμετέχουν στὴν προσωπικὴ ἁμαρτία καὶ ἐνοχὴ τοῦ Ἀδάμ, ἀλλὰ γιατί κληρονομοῦν ἀπ’ αὐτὸν τὴν ἀρρωστημένη καὶ θνητὴ φύση τους, ἀπ’ τὴν ὁποία γεννιέται ἀναπόφευκτα ἡ ἁμαρτία.

Εἶναι πολὺ χαρακτηριστικό, ὅπως ἐπισημαίνει ἤδη ὁ J. Meyendorff, ὅτι δύο Ἕλληνες Πατέρες τοῦ Ε΄ αἰ., καὶ μάλιστα σύγχρονοι τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου, ὁ Κύριλλος Ἀλεξανδρείας καὶ ὁ Θεοδώρητος Κύρου, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἀνῆκαν σὲ διαφορετικὲς ἑρμηνευτικὲς σχολὲς καὶ σὲ ἀντίθετα στρατόπεδα κατὰ τὶς χριστολογικὲς διαμάχες τῆς ἐποχῆς τους, παρουσιάζουν στὸ σημεῖο αὐτὸ ἕνα ἐντυπωσιακὸ consensus σχετικὰ μὲ τὴν ἁμαρτία τοῦ Ἀδὰμ καὶ τὶς συνέπειές της γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος.

Πράγματι. ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴ διαφορετικὴ ἑρμηνεία ποὺ κάνουν στὴ φράση «ἐφ’ ᾦ πάντες ἥμαρτον» τοῦ πολυσυζητημένου παύλειου χωρίου Ρωμ. 5, 12, καὶ οἱ δύο τους συμφωνοῦν ἀπόλυτα ὅτι ἡ ἁμαρτία γεννιέται γιὰ τοὺς ἀπογόνους του Ἀδὰμ ἀπὸ τὴ φθαρτὴ καὶ θνητὴ φύση ποὺ κληρονόμησαν ἀπ’ τὸν προπάτορά τους . Αὐτὴ εἶναι ἡ θεολογικὴ προϋπόθεση, μὲ βάση τὴν ὁποία κυρίως ὁ Κύριλλος Ἀλεξανδρείας ἐξηγεῖ μὲ ἐμπεριστατωμένο καὶ ἀναλυτικὸ τρόπο πῶς συνέβη καὶ «διὰ τῆς παρακοῆς τοῦ ἑνὸς ἀνθρώπου ἁμαρτωλοὶ κατεστάθησαν οἱ πολλοὶ» κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο (Ρωμ. 5, 19). Κατεστάθησαν, ὅπως ἐπισημαίνει, ἁμαρτωλοὶ ὄχι ὡς συμπαραβάτες τοῦ Ἀδὰμ καὶ κληρονόμοι τῆς ἐνοχῆς του, ἀλλὰ ὡς κληρονόμοι τῆς ἀρρωστημένης καὶ θνητῆς φύσης του, ἀπ’ τὴν ὁποία παράγονται νομοτελειακὰ οἱ προσωπικές τους ἁμαρτίες.

Εἶναι πολὺ ἐνδιαφέροντα καὶ ἀντιπροσωπευτικὰ γιὰ τὴν ὀρθόδοξη παράδοση τὰ ὅσα γράφει γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ στὸ Ὑπόμνημά του στὴν Πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολή: «Ἀλλ’ εἶποι τὶς ἄν. Ναὶ παρώλισθεν ὁ Ἀδάμ, καὶ τῆς θείας ἀλογήσας ἐντολῆς, φθορὰ καὶ θανάτῳ κατεδικάζετο. εἴτα πῶς ἁμαρτωλοὶ δι’ αὐτὸν κατεστάθησαν οἱ πολλοί; Τί πρὸς ἡμᾶς τὰ ἐκείνου πταίσματα; πῶς δὲ ὅλως οἱ μήπω γεγενημένοι καταδεδικάσμεθα σὺν αὐτῷ,…; Τὶς οὖν ἂν γένοιτο πρὸς ἡμᾶς τῆς ἀπολογίας ὁ τρόπος;… Ἁμαρτωλοὶ δὲ γεγόναμεν διὰ τῆς παρακοῆς τοῦ Ἀδὰμ διὰ τοιόνδε τρόπον. Πεποίητο μὲν γὰρ ἐπὶ ἀφθαρσίᾳ καὶ ζωῇ, ἦν δὲ αὐτῷ καὶ ὁ βίος ἁγιοπρεπὴς ἐν τῷ παραδείσῳ τῆς τρυφῆς, ὅλος ἦν καὶ διὰ παντὸς ἐν θεοπτίαις ὁ νοῦς, ἐν εὐδείᾳ δὲ καὶ γαλήνῃ τὸ σῶμα, κατηρεμούσης ἁπάσης αἰσχρᾶς ἡδονῆς· οὐ γὰρ ἦν ἐκτόπων κινημάτων θόρυβος ἐν αὐτῷ. Ἐπειδὴ δὲ πέπτωκεν ὑφ’ ἁμαρτίαν, καὶ κατώλισθεν εἰς φθοράν, ἐντεῦθεν εἰσέδραμον τὴν τῆς σαρκὸς φύσιν ἡδοναὶ τε καὶ ἀκαθαρσίαι, ἀνέφυ δὲ καὶ ὁ ἐν τοῖς μέλεσιν ἡμῶν ἀγριαίνων νόμος. Νενόσηκεν οὖν ἡ φύσις τὴν ἁμαρτίαν διὰ τῆς παρακοῆς τοῦ ἑνός, τουτέστιν Ἀδάμ· οὕτως ἁμαρτωλοὶ κατεστάθησαν οἱ πολλοί, οὐχ ὡς τῷ Ἀδὰμ συμπαραβεβηκότες, οὐ γὰρ ἦσαν πώποτε, ἀλλ’ ὡς τῆς ἐκείνου φύσεως ὄντες τῆς ὑπὸ νόμον πεσούσης τὸν τῆς ἁμαρτίας».

Κατόπιν τούτων τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα κατὰ τὴν ὀρθόδοξη παράδοση, ἂν καὶ ὑπῆρξε καρπὸς τῆς ἐλεύθερης βούλησης τοῦ Ἀδάμ, εἶχε ὀδυνηρὲς καὶ ἀναπότρεπτες συνέπειες γιὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση. Ἡ ἁμαρτία πλέον μὲ τὴν παρακοὴ τοῦ Ἀδὰμ πέρασε ἀπὸ τὴ βούληση, ποὺ θεωρεῖται ὡς «σύνδρομο» τῆς φύσης, στὴν ἴδια τὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου· ὄχι ὡς ἐνοχὴ ἀλλὰ ὡς νοσηρὴ κατάσταση ποὺ ἔχει μολύνει ὡς ἐπιδημία ὁλόκληρο τὸ ἀνθρώπινο γένος.

Ἡ σύνδεση τῆς ἁμαρτίας μὲ τὴ φύση καὶ ὄχι ἁπλῶς μὲ τὴ βούληση τοῦ μεταπτωτικοῦ ἀνθρώπου δὲν ὑπογραμμίζει μόνο τὶς ὀντολογικὲς προϋποθέσεις, μὲ τὶς ὁποῖες οἱ Ἕλληνες Πατέρες ἀντιλαμβάνονται τὴν ἔννοια καὶ τὴ σημασία τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, ἀλλὰ ἀποκαλύπτει καὶ τὸ φιλοσοφικὸ καὶ ψυχαναλυτικὸ βάθος τῆς σκέψης καὶ τοῦ ὅλου προβληματισμοῦ τους σχετικὰ μὲ τὴ γένεση τῆς ἁμαρτίας.

Συνδέοντας συγκεκριμένα ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος τὴ γένεση τῆς ἁμαρτίας μὲ τὴ θνητότητα τῆς ἀνθρώπινης φύσης, παρατηρεῖ προσφυῶς ὅτι μαζὶ μὲ τὸ θάνατο, ποὺ ἀκολούθησε τὴν πτώση τοῦ Ἀδάμ, εἰσέβαλε μέσα στὴν ἀνθρώπινη φύση «καὶ ὁ τῶν παθῶν … ὄχλος. Ὅτε γὰρ θνητὸν ἐγένετο τὸ σῶμα, ἐδέξατο καὶ ἐπιθυμίαν ἀναγκαίως λοιπόν, καὶ ὀργὴν καὶ λύπην καὶ τὰ ἄλλα πάντα», τὰ ὁποῖα βεβαίως καθεαυτά, ὅπως ἐπισημαίνει ὁ ἱερὸς Πατήρ, δὲν συνιστοῦν τὴν οὐσία τῆς ἁμαρτίας, μεταβάλλονται ὅμως σὲ ἁμαρτία λόγω τῆς ἄμετρης καὶ ἀχαλίνωτης συμπεριφορᾶς τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία προφανῶς ὀφείλεται στὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ὅπως τονίζει ὁ ἴδιος, τὰ «πάντα ὑφίσταται ὑπὲρ τοῦ μὴ ἀποθανεῖν».

Προεκτείνοντας στὸ σημεῖο αὐτὸ ὁ Θεοδώρητος τὴ σκέψη τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου ὑπογραμμίζει ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύση μετὰ τὴν πτώση διέπεται ἀπὸ τὸ ἔνστικτο τῆς αὐτοσυντήρησης καὶ ἔχει ὡς ἐκ τούτου ποικίλες ἀνάγκες, ἀπὸ τὴν ἐγωϊστικὴ ἱκανοποίηση τῶν ὁποίων γεννιέται σὲ προσωπικὸ ἐπίπεδο ἡ ἁμαρτία. Ἔτσι μάλιστα κατανοεῖται κατ’ αὐτὸν τὸ πῶς «ἐβασίλευσεν ἡ ἁμαρτία ἐν τῷ θανάτῶ» σύμφωνα μὲ τὴν παύλεια διατύπωση (Ρωμ. 5, 21).

Ἡ σκέψη τοῦ Θεοδωρήτου ἐν προκειμένω, παρατηρεῖ ὁ J. Meyendorff, συνδέεται ἐντυπωσιακὰ μὲ ὁρισμένες σύγχρονες ἀντιλήψεις, ὅπως αὐτὲς τοῦ M. Heidegger, ἀναφορικὰ μὲ τὴ σχέση ποὺ ὑπάρχει μεταξύ τοῦ θανάτου καὶ τοῦ ἐνστίκτου αὐτοσυντήρησης.

Ἐξάλλου δὲν εἶναι καθόλου τυχαῖο τὸ γεγονὸς ὅτι στὴν ὀρθόδοξη παράδοση οἱ τρεῖς ἁμαρτητικὲς ψυχικὲς ροπές, ἡ φιληδονία, ἡ φιλοδοξία καὶ ἡ φιλαργυρία, ποὺ ἀποτελοῦν τὴ συνισταμένη τῆς ἀνθρώπινης ἁμαρτωλότητας, θεωροῦνται ὡς φίλαυτη καὶ ἐγωϊστικὴ ἀντίδραση τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου ἔναντι τῆς ἀπειλῆς τοῦ θανάτου. Ὁ ἐγωϊσμὸς καὶ ἡ φιλαυτία ποὺ ἐκδηλώνονται μὲ τὶς τρεῖς αὐτὲς ἁμαρτητικὲς ροπές, ἀποτελοῦν μέσα στὰ πλαίσια τῆς πτώσης τὴ μόνη δυνατότητα ψυχικῆς ἐξισορρόπησης τοῦ ἀνθρώπου μπροστὰ στὴν ἀπειλὴ τοῦ θανάτου. Ἡ ὀρθόδοξη αὐτὴ πατερικὴ ἀντίληψη ἔχει, ὅπως ἀντιλαμβανόμαστε, τεράστια ψυχαναλυτικὴ σημασία, γιατί διαφωτίζει καὶ ἑρμηνεύει πλήρως τὶς ψυχικὲς διεργασίες τοῦ πεπτωκότος, δηλ. τοῦ ἐμπειρικοῦ, ἀνθρώπου μὲ βάση ὄχι μόνο μία, ἀλλὰ καὶ τὶς τρεῖς αὐτὲς βασικὲς ἁμαρτητικὲς ροπὲς ποὺ συγκλίνουν οὐσιαστικὰ στὴν ἐγωϊστικὴ ἱκανοποίηση καὶ αὐτοκατάφασή του. Ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτὴ παρέχει, πιστεύουμε, μία πιὸ ὁλοκληρωμένη εἰκόνα τῶν βασικῶν ψυχικῶν ροπῶν καὶ διεργασιῶν καὶ ὑπερέχει ὡς ἐκ τούτου κατὰ πολὺ ἔναντι τῶν ψυχαναλυτικῶν θεωριῶν τοῦ S. Freud, τοῦ A. Adler καὶ τοῦ C. G. Jung, ποὺ δὲν συνιστοῦν παρὰ μονομερεῖς προσπάθειες στηριζόμενες σὲ μία μόνο ἀπὸ τὶς παραπάνω ψυχικὲς ροπὲς γιὰ τὴν ἑρμηνεία τοῦ ἀνθρώπινου ψυχισμοῦ.

Ὡστόσο πρέπει νὰ τονίσουμε ὅτι ἡ θεώρηση τῆς μεταπτωτικῆς ἀνθρώπινης φύσης ὡς αἰτίας τῆς ἁμαρτίας δὲν σημαίνει γιὰ τὴν ὀρθόδοξη παράδοση τὴν ἀνευθυνότητα τῶν ἀπογόνων του Ἀδὰμ γιὰ τὶς ἁμαρτίες ποὺ διαπράττουν. Κι’ αὐτὸ γιατί ἡ ἁμαρτία πηγάζει βέβαια ἀπὸ τὴ φθαρτὴ καὶ θνητὴ ἀνθρώπινη φύση, ἐκδηλώνεται ὅμως μὲ τὴν ἐλεύθερη συγκατάθεση τῆς ἀνθρώπινης βούλησης. Χωρὶς αὐτὴν δὲν ὑπάρχει γιὰ τοὺς Ἕλληνες Πατέρες σὲ προσωπικὸ ἐπίπεδο οὔτε ἁμαρτία οὔτε εὐθύνη γιὰ τὴ διάπραξή της. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ τόσο ὁ Κύριλλος Ἀλεξανδρείας ὅσο καὶ ὁ Θεοδώρητος Κύρου, μὲ τὸ δικό του τρόπο ὁ καθένας, ὑπογραμμίζουν ὁμόφωνα ὅτι ὁ προσωπικὸς θάνατος τῶν ἀπογόνων τοῦ Ἀδὰμ δὲν ὀφείλεται ἄμεσα στὴν ἁμαρτία τοῦ προπάτορά τους, ἀλλὰ στὴν προσωπική τους ἁμαρτία ποὺ γεννιέται μέσα ἀπὸ τὴ φθαρτὴ καὶ θνητὴ φύση τους.

4. Ἡ ἄρση τῶν συνεπειῶν τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος
Ἡ πτώση τοῦ Ἀδὰμ στὴν ἁμαρτία, τὴ φθορὰ καὶ τὸ θάνατο ὁδήγησε κατὰ τοὺς Ἕλληνες Πατέρες ὁλόκληρο τὸ ἀνθρώπινο γένος σ’ ἕνα φαῦλο κύκλο, ἀπ’ τὸν ὁποῖο δὲν μποροῦσε νὰ ἀπαλλαγεῖ: Ἡ προπατορικὴ ἁμαρτία ἐπέφερε στὴν ἀνθρωπότητα ὡς ἄμεση συνέπεια τὴ νοσηρὴ κατάσταση τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου καὶ ἡ κατάσταση αὐτὴ μὲ τὴ σειρὰ της γεννοῦσε καὶ πάλι τὴν ἁμαρτία ποὺ εἶχε ὡς συνέπεια τὴ φθορὰ καὶ τὸ θάνατο κ.ο.κ. Σ’ αὐτὸ τὸν φαῦλο κύκλο συνίσταται κατὰ τοὺς Ἕλληνες Πατέρες ἡ οὐσία τὴ τραγωδίας τοῦ μεταπτωτικοῦ ἀνθρώπου.

Ὁ μεταπτωτικὸς ἄνθρωπος δὲν μποροῦσε νὰ πετύχει μὲ τὶς δικές του δυνάμεις τὴν ἀπαλλαγή του ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, τὴν ἠθικοπνευματικὴ του τελείωση καὶ τὴν ἀποκατάσταση τῆς σχέσης του μὲ τὸ Θεό, ὅσο βρισκόταν ὑπὸ τὸ κράτος τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου. Ἔπρεπε νὰ καταργηθεῖ ὁ θάνατος, γιὰ νὰ μπορέσει ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὴν αἰτία τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ ὑπάρξει θεραπεία τῆς ἀρρωστημένης φύσης του. Αὐτὸ ἀκριβῶς, ὅπως τονίζουν ὁμόφωνα οἱ Ἕλληνες Πατέρες, ἀνέλαβε μὲ τὸ σωτηριῶδες ἔργο του ὁ ἐνανθρωπήσας Λόγος τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὸ σταυρικό του θάνατο καὶ τὴν ἀνάστασή του νίκησε καὶ κατήργησε τὸ θάνατο ποὺ ἀποτελεῖ τὴν πηγὴ καὶ τὴν αἰτία τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς ἐξουσίας τοῦ διαβόλου στὴν ἀνθρωπότητα. Ὁ φόβος τοῦ θανάτου ποὺ κρατοῦσε τοὺς ἀνθρώπους ὑποδουλωμένους στὴν ἁμαρτία καὶ τὸ διάβολο χάνει πλέον τὴ δύναμή του μὲ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι ἀπελευθερώνεται καὶ σώζεται πραγματικὰ ὁ ἄνθρωπος, γιατί, ὅπως παρατηρεῖ εὔστοχα ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, «Ὁ τὸν θάνατον μὴ δεδοικὼς ἔξω τῆς τυραννίδος ἐστὶ τοῦ διαβόλου».

Ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτὴ ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ θεωρεῖται στὴν ὀρθόδοξη παράδοση ὡς τὸ κατ’ ἐξοχὴν σωτηριῶδες γεγονὸς στὴ ἱστορία τῆς Θείας Οἰκονομίας. Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε καὶ γιορτάζεται στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μὲ ἰδιαίτερη λαμπρότητα, ὡς γεγονός, μὲ τὸ ὁποῖο ἐπιτυγχάνεται ἡ ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴ μονοκρατορία τοῦ θανάτου, καὶ ἡ παροχὴ μιᾶς καινούργιας ζωῆς ἀπαλλαγμένης ἀπὸ τὴν ἐξουσία τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ διαβόλου. «Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος», «Θανάτου ἐορτάζομεν νέκρωσιν, Ἅδου τὴν καθαίρεσιν, ἄλλης βιοτῆς, τῆς αἰωνίου, ἀπαρχήν», ψάλλουν οἱ πιστοὶ κατὰ τὴν ἡμέρα τοῦ Πάσχα. Πρόκειται δηλ. γιὰ ἕνα γεγονός, μὲ τὸ ὁποῖο συντελεῖται ἐν Χριστῷ τὸ πέρασμα (ἑβραϊκά: πάσχα) τοῦ ἀνθρώπου ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν. Καὶ αὐτὸ τὸ πέρασμα ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωὴν εἶναι ποὺ συνιστᾶ κατὰ τὴν ὀρθόδοξη παράδοση τὴν ἔννοια καὶ τὴν οὐσία τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου.

Στὸ σημεῖο αὐτὸ πρέπει ὅμως νὰ τονίσουμε ὅτι ἡ σωτηριώδης αὐτὴ σημασία τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ δὲν περιορίζεται ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο στὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ ἐπεκτείνεται διὰ μέσου αὐτοῦ σὲ ὁλόκληρη τὴν κτίση, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀποκαθίσταται ἡ διασαλευθεῖσα μεταξύ τους σχέση. Ἄνθρωπος καὶ κτίση πλέον σχετίζονται μεταξύ τους καὶ λειτουργοῦν ἁρμονικά, ἀπαλλαγμένοι ἀπὸ τὴ φθοροποιὸ δύναμη τοῦ θανάτου μέσα στὸ φῶς τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἀκριβῶς ὑπογραμμίζει μὲ πολὺ γλαφυρὸ τρόπο ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ὅταν διακηρύττει σὲ ἕνα τροπάριο τοῦ Κανόνα του στὸ Πάσχα: «Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανὸς τε καὶ γῆ καὶ τὰ καταχθόνια. ἐορταζέτω γοῦν πᾶσα κτίσις τὴν ἔγερσιν Χριστοῦ, ἐν ᾗ ἐστερέωται».

Μὲ βάση τὰ δεδομένα αὐτὰ γίνεται πλέον εὔκολα κατανοητὸ γιατί, παρὰ τὴν τραγικότητα τοῦ γεγονότος τῆς πτώσης, ἤδη ἀπὸ τὴν ἀρχὴ κάναμε λόγο γιὰ τὸν ἐπεισοδιακὸ χαρακτήρα τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος στὴν ὀρθόδοξη παράδοση. Ὁ Χριστὸς ὡς νέος Ἀδὰμ ἀνοίγει μὲ τὴν ἀνάστασή του νέες ὀντολογικὲς προοπτικὲς ὄχι μόνο γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος, ἀλλὰ γιὰ ὁλόκληρη τὴν κτίση. Ἀπαλλαγμένος ἀπὸ τὴν ἐξουσία τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου μπορεῖ πλέον ὁ ἄνθρωπος νὰ πετύχει τὸ σκοπό, γιὰ τὸν ὁποῖο δημιουργήθηκε, νὰ κερδίσει δηλ. τὴν ἀφθαρσία, τὴν ἀθανασία καὶ τὴ θέωση. Ἐκεῖνο μόνο ποὺ χρειάζεται σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν παλαιὸ Ἀδὰμ εἶναι νὰ ἐπιδείξει πίστη καὶ ὑπακοὴ στὸ Χριστό, τηρώντας τὶς ἐντολές του καὶ μετέχοντας ὑπαρξιακὰ στὸ θάνατο καὶ τὴν ἀνάστασή του. Καὶ ἐδῶ ἀκριβῶς ἀναδεικνύεται ἡ ἰδιαίτερη σημασία τοῦ μυστηρίου τοῦ Βαπτίσματος στὴν ὀρθόδοξη παράδοση.

Μὲ τὸ Βάπτισμα ὁ πιστὸς συνθάπτεται μὲ τὸ Χριστό, ἀπεκδυόμενος τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο τῆς ἁμαρτίας, τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου, καὶ συνανίσταται μαζί του, ἐνδυόμενος τὸ νέο ἄνθρωπο, «τὸν ἀνακαινούμενον εἰς ἐπίγνωσιν κατ’ εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν» . Συμμετέχοντας ἔτσι ὑπαρξιακὰ καὶ μυστηριακὰ στὸ θάνατο καὶ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ξαναγεννιέται πνευματικὰ σὲ μία καινούργια ζωὴ ἀπαλλαγμένη ἀπὸ τὸ φόβο τοῦ θανάτου καὶ τὴν ἐξουσία τῆς ἁμαρτίας. Τὸ Βάπτισμα ἀποτελεῖ γιὰ τὸ χριστιανὸ τὴν ἀπαρχὴ τῆς νέας ἐν Χριστῷ ζωῆς, ἡ ὁποία αὐξάνεται καὶ συντηρεῖται μὲ τὰ ἄλλα δύο σημαντικὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, τὸ Χρίσμα καὶ τὴ Θεία Εὐχαριστία.

Μὲ βάση τὰ δεδομένα αὐτὰ γίνεται σαφὲς ὅτι τὸ Βάπτισμα στὴν ὀρθόδοξη παράδοση δὲν ἀποσκοπεῖ ἁπλῶς καὶ μόνο στὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, ἡ ὁποία ἀσφαλῶς ἀποτελεῖ μία ἀπὸ τὶς βασικὲς δωρεὲς τοῦ Βαπτίσματος, ἀλλὰ δὲν ἐξαντλεῖ τὸν πλοῦτο τῶν σωτηριωδῶν δωρεῶν του.

Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν παροχὴ τῆς ἄφεσης τῶν ἁμαρτιῶν οἱ Ἕλληνες Πατέρες ὁμόφωνα τονίζουν ὅτι μὲ τὸ Βάπτισμα ἀνακαινίζεται ὀντολογικὰ ἡ παλαιωθεῖσα ἀπὸ τὴν ἁμαρτία φύση τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὁ χριστιανὸς καθιστάμενος μέτοχος τοῦ θανάτου καὶ τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ λαμβάνει τὴ νέα ὑπόστασή του, γίνεται κοινωνὸς τῶν δωρεῶν τοῦ Ἁγ. Πνεύματος καὶ κατὰ χάριν υἱὸς καὶ κληρονόμος τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι μόνο αἴρονται οἱ συνέπειες τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος.

Μὲ ἄλλα λόγια τὸ ζήτημα γιὰ τὴν ἄρση τῶν συνεπειῶν τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος σύμφωνα μὲ τὴν ὀρθόδοξη παράδοση δὲν εἶναι ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν ἀλλὰ ἡ ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸ κράτος τοῦ διαβόλου καὶ τοῦ θανάτου καὶ ἡ θεραπεία καὶ ἀνακαίνιση τῆς ἀρρωστημένης πεπτωκυίας φύσης του. Γενικότερα ἄλλωστε τὸ σωτηριῶδες ἔργο τοῦ Χριστοῦ δὲν κατανοεῖται στὴν ὀρθόδοξη παράδοση μὲ βάση τὸ δικανικὸ σχῆμα «ἁμαρτία – ἄφεση», ἀλλὰ μὲ βάση τὸ ὀντολογικὸ σχῆμα «θάνατος – ζωὴ» ἢ «ἀσθένεια – θεραπεία». Καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ πέρασμα ἀπὸ τὸ θάνατο στὴ ζωὴ ἢ ἀπὸ τὴν ἀρρώστια στὴ θεραπεία εἶναι ποὺ συντελεῖται μὲ τὸ Βάπτισμα.

Αὐτὸς μάλιστα εἶναι ὁ λόγος ποὺ ἡ Ἐκκλησία, ὅπως ἐπισημαίνει ὁ Θεοδώρητος Κύρου, δέχεται τὸ νηπιοβαπτισμό, παρόλο ποὺ τὰ νήπια δὲν ἔχουν διαπράξει προσωπικὲς ἁμαρτίες. Ἂν σκοπὸς τοῦ Βαπτίσματος ἦταν ἁπλῶς καὶ μόνο ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, ὁ νηπιοβαπτισμὸς δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ ἔχει θέση στὴν Ἐκκλησία. Ἐξάλλου, ὅπως τονίζει ἐν προκειμένῳ ὁ Νικόλαος Καβάσιλας (14ος αἰ.), τὸ Βάπτισμα ὡς γέννηση στὴ νέα ἐν Χριστῷ ζωὴ συνιστᾶ δῶρο τοῦ Θεοῦ, καὶ ὡς ἐκ τούτου δὲν προϋποθέτει τὴ βουλητικὴ συμμετοχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ὅπως ὁ Θεὸς μᾶς δημιουργεῖ χωρὶς τὴ θέλησή μας, ἔτσι καὶ μᾶς ἀναδημιουργεῖ ἐν Χριστῷ χωρὶς τὴ δική μας βουλητικὴ συνέργεια. Ἴσως δὲν ὑπάρχει στὴν ὀρθόδοξη παράδοση περιεκτικότερη καὶ πιὸ ξεκάθαρη πατερικὴ θέση ἀπ’ αὐτὴν ποὺ νὰ ἀποτελεῖ τὸ θεολογικὸ ὑπόβαθρο τοῦ νηπιοβαπτισμοῦ.

Συμπέρασμα
Ὕστερα ἀπὸ ὅσα εἴπαμε ἔγινε σαφὲς ὅτι ἡ ὀρθόδοξη παράδοση, θεωρώντας τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα ἐπὶ τὴ βάσει ὀντολογικῶν καὶ ὄχι δικανικῶν προϋποθέσεων, ὅπως ἡ δυτικὴ παράδοση καὶ ἰδιαίτερα ὁ ἱερὸς Αὐγουστίνος, καίτοι τὸ ἀντιλαμβάνεται ὡς τραγικὸ ἐπεισόδιο μέσα στὴν ὅλη ἱστορία τῆς Θείας Οἰκονομίας, δὲν προβληματίζεται καθόλου γιὰ τὴν ἐνοχὴ ποὺ τυχὸν αὐτὸ συνεπάγεται καὶ τὴν ἐξάλειψή της, ἀλλὰ ἐνδιαφέρεται κυρίως καὶ κατ’ ἐξοχὴν γιὰ τὶς συνέπειές του στὴν ἀνθρώπινη φύση, καθὼς καὶ γιὰ τὴν ἄρση τῶν συνεπειῶν αὐτῶν μὲ τὸ σωτηριῶδες ἔργο τοῦ Χριστοῦ. Κι’ αὐτὸ γιατί ἐκεῖνο ποὺ κληρονομεῖται κατ’ αὐτὴν στοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἀδὰμ δὲν εἶναι ἡ ἁμαρτία καὶ ἡ ἐνοχὴ τοῦ προπάτορά τους, ἀλλὰ οἱ ὀντολογικὲς συνέπειες τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, δηλ. ἡ φθορὰ καὶ ὁ θάνατος τῆς ἀνθρώπινης φύσης, ἀπ’ ὅπου, ὅπως εἴδαμε, γεννιέται σὲ προσωπικὸ ἐπίπεδο ἡ ἁμαρτία.
Ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτὴ ἡ κατάργηση τοῦ θανάτου γιὰ τὴν ἄρση τῶν συνεπειῶν τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος καὶ τὴν ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ἀπὸ τὸ κράτος τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ διαβόλου εἶναι κατὰ τὴν ὀρθόδοξη παράδοση μονόδρομος.

Καὶ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ δρόμο ἦλθε νὰ ἀνοίξει μὲ τὸ θάνατο καὶ τὴν ἀνάστασή του ὁ Χριστός, καταργώντας τὸ θάνατο καὶ τὴν ἐξουσία του καὶ ἐγκαινιάζοντας τὴ νέα ζωὴ τῆς ἀφθαρσίας καὶ ἀθανασίας γιὰ ὁλόκληρη τὴν ἀνθρωπότητα. Γιὰ νὰ μπορέσει ὅμως ὁ ἄνθρωπος νὰ βαδίσει αὐτὸ τὸ δρόμο, πρέπει νὰ συνταφεῖ καὶ νὰ συναναστηθεῖ μὲ τὸ Χριστό, πράγμα ποὺ συντελεῖται ὑπαρξιακὰ καὶ μυστηριακὰ μὲ τὸ Βάπτισμα. Αὐτὸ ἀποτελεῖ τὴν πύλη τῆς εἰσόδου σ’ αὐτὴ τὴν καινούργια ζωὴ μακριὰ ἀπὸ τὸ θάνατο, τὴν ἁμαρτία καὶ τὸ διάβολο. Ἔτσι μόνο κατὰ τὴν ὀρθόδοξη παράδοση ὄχι μόνο ἀποκαθίσταται τὸ ἀνθρώπινο γένος στὸ ἀρχαῖο του κάλλος, ἀλλὰ καθίσταται καὶ ἱκανὸ νὰ ἐκπληρώσει τὸν πρωταρχικὸ σκοπό, γιὰ τὸν ὁποῖο δημιουργήθηκε, τὴ θέωσή του.

Tags
Back to top button