Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου
Ἡ Ἁγία Γραφὴ σεβόμενη τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου μᾶς θέτει ἕνα μεγάλο δίλημμα: Ἢ ἀκολουθοῦμε τὴν Μία Ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου, δηλ. τὸν Χριστὸ καὶ τὶς ἐντολές Του, ἢ τὶς ἐντολὲς/ἀπαιτήσεις τοῦ κόσμου (τὴν ἐξουσία, τὸν πλοῦτο, τὴν δόξα, τὴν ἀπόλαυση, τὸν συμβιβασμό) καὶ τοῦ ἄρχοντά του Σατανᾶ. Καὶ τὰ δύο δὲν γίνεται: «εἰ οὖν ἐν τῷ ἀδίκῳ μαμωνᾷ πιστοὶ οὐκ ἐγένεσθε, τὸ ἀληθινὸν τίς ὑμῖν πιστεύσει; καὶ εἰ ἐν τῷ ἀλλοτρίῳ πιστοὶ οὐκ ἐγένεσθε, τὸ ὑμέτερον τίς ὑμῖν δώσει; Οὐδεὶς οἰκέτης δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν· ἢ γὰρ τὸν ἕνα μισήσει καὶ τὸν ἕτερον ἀγαπήσει, ἢ ἑνὸς ἀνθέξεται καὶ τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει. οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ» (Λουκ. 16, 11-13).
Ἡ ἀπόφαση σὲ αὐτὸ τὸ δίλημμα ἐκφράζεται στὴν πράξη μὲ τὸ ἂν θὰ φυλάξουμε τὶς παρακαταθῆκες τοῦ Κυρίου, τοὐτέστιν ἂν θὰ μείνουμε πιστοὶ στὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου, ἢ ἂν θὰ ὑπακούσουμε στὶς ἐντολὲς τῶν ἀνθρώπων, τοὐτέστιν ἂν θὰ γίνουμε πλανεμένοι, ἀνήθικοι, ἀσεβεῖς, αἱρετικοὶ ἢ καὶ ἄθεοι. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τὸ ὑπενθυμίζει ξεκάθαρα, συμβουλεύοντας τὸν Τιμόθεο: «Ὦ Τιμόθεε, τὴν ἱερὰν παρακαταθήκην τῶν ἀληθειῶν τοῦ Εὐαγγελίου φύλαξε τὴν ἀκεραίαν καὶ ἀνόθευτον καὶ ἀπόφευγε τὰς ἀνιέρους ματαιολογίας καὶ ἀντιλογίας τῆς πλάνης, ἡ ὁποία φέρει τὸ πλαστὸν καὶ ψεύτικον ὄνομα τῆς γνώσεως. Αὐτὴν δὲ τὴν ψεύτικην γνῶσιν ἔχοντες μερικοὶ ὡς ἐπάγγελμά τους καὶ ἔργον τους ἐξέπεσαν ἀπὸ τὴν πίστιν καὶ ἐπλανήθησαν» (Α΄ Τιμ. 6, 20-21). Οἱ ἐντολὲς τοῦ Κυρίου, ἡ ἱερὰ Παρακαταθήκη, δὲν εἶναι κάποιο ξηρὸ καὶ ἐπιφανειακὸ γράμμα, τὸ ὁποῖο διαφυλάσσεται καταγράφοντάς το σὲ ἕνα βιβλίο, τὴν Ἁγία Γραφή γιὰ τὸ θεαθῆναι καὶ ἑρμηνεύοντάς το κατὰ τὸ δοκοῦν. Ἀντιθέτως εἶναι ἡ μοναδικὴ σωτήριος Ἀλήθεια, ἡ ὁποία παρουσίάζεται διαρκῶς ζωντανὴ ἀνὰ τοὺς αἰῶνες μέσα στὴν Μία Ἐκκλησία, «τὸν στῦλον καὶ τὸ ἑδραίωμα τῆς Ἀληθείας» (Α΄ Τιμ. 3, 15) μέσῳ τῆς συνεχοῦς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ Παρακαταθήκη αὐτὴ παραδόθηκε στοὺς Ἁγίους Πατέρες καὶ μπορεῖ νὰ τὴν παραλάβει μόνο αυτὸς ποὺ βρίσκεται σὲ κοινωνία μὲ αὐτοὺς καὶ τὴν διδασκαλία τους. Ὁ μακαριστὸς π. Ἀντώνιος Ἀλεβιζόπουλος γράφει: «Ἀντιθέτως, αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι βρίσκονται ἔξω ἀπὸ αὐτὴν τὴν κοινωνία (σσ. μὲ τοὺς Ἁγίους Πατέρες), εἶναι ἄνθρωποι ἀσεβεῖς καὶ αἱρετικοὶ καὶ δὲν κατέχουν τὴν Ἀλήθεια» (Βασικὴ Δογματικὴ Θεολογία, σελ. 189).
Αὐτοί, τοὺς ὁποίους ἀναφέρει ὁ π. Ἀντώνιος, εἶναι οἱ ἄνθρωποι ποὺ διάλεξαν νὰ ἀκολουθοῦν τὶς ἐντολὲς τοῦ κόσμου, τὶς ἐντολὲς τῶν ἀνθρώπων ἀντὶ γιὰ τὸν Χριστό. Ὁ Χριστὸς τοὺς καταδικάζει ξεκάθαρα: «Ἀνώφελα δὲ μὲ σέβονται, διότι ἀφήνουν τὴν δικήν μου ἀλήθειαν καὶ διδάσκουν ἐντολὰς καὶ διδασκαλίας ἀνθρώπων» (Ματθ. 15, 9). Εἶναι αὐτοὶ ποὺ ὑπέκυψαν στοὺς τρεῖς πειρασμοὺς τοῦ Σατανᾶ καὶ ἐπειδὴ ἡ Ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ τοὺς ἐλέγχει προσπαθοῦν, οἱ παράφρονες, νὰ τὴν διαστρεβλώσουν ἀνάλογα μὲ τὰ δικά τους συμφέροντα.
Εἶναι οἱ Οἰκουμενιστὲς οἱ ὁποῖοι ὑποταγμένοι στὰ πάθη τους καὶ στίς ἐπιθυμίες τους ἀκολούθησαν ἐντολὲς ἀνθρώπων-ψευδεπισκόπων,, τοῦ Βαρθολομαίου, τοῦ Ζηζιούλα, τοῦ Ἰγνατίου Βόλου, τοῦ Χρυσοστόμου Μεσσηνίας, τοῦ Στυλιανοῦ Αὐστραλίας, τοῦ Αὐγουστίνου Γερμανίας κλπ. καὶ κατήντησαν ἀπὸ ὀρθόδοξοι ἀντορθόδοξα χαλκεῖα κακοδοξίας, πλάνης, διαστρέβλωσης, διωγμῶν, ἐκδικήσεως καὶ πονηρίας. Εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἀνακήρυξαν τοὺς Ἁγίους «θύματα τοῦ ἀρχέκακου ὄφεως», ἀπέρριψαν τὴν διδασκαλία τους ὡς παρωχημένη καὶ μὴ διαχρονική, ἔκοψαν τὴν κοινωνία μαζί τους καί, κατὰ τὸν π. Ἀντώνιο, ἔχασαν τὴν Ἀλήθεια. Εἶναι αὐτοὶ ποὺ προκρούστεια καὶ κατὰ τὸ δοκοῦν παρερμηνεύουν τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας καὶ αὐτονομήθηκαν ἀπὸ τὴν συνέχιση τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως καὶ τὴν διαφύλαξη τῶν Ἱερῶν Κανόνων. Εἶναι αὐτοὶ ποὺ ντράπηκαν νὰ θεωροῦνται «ἑπόμενοι τοῖς Ἁγίοις Πατράσι» καὶ χρησιμοποιώντας τὴν αἴγλη τῶν πτυχίων τους καὶ τῆς κοσμικῆς τους ἀναγνώρισης ἐπέλεξαν «τὰς ἀνιέρους ματαιολογίας καὶ ἀντιλογίας τῆς πλάνης, ἡ ὁποία φέρει τὸ πλαστὸν καὶ ψεύτικον ὄνομα τῆς γνώσεως».
Εἶναι αὐτοὶ γιὰ τοὺς ὁποίους γράφει ὁ Ἀπόστολος Ἰούδας στὴν ἐπιστολή του (Ἰουδ. 1, 4-19): «διότι μὲ τρόπον δόλιον καὶ ἀπατηλὸν εἰσεχώρησαν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν μερικοὶ ἄνθρωποι, διὰ τοὺς ὁποίους ἡ Γραφὴ πρὸ πολλοῦ χρόνου εἶχε προφυτεύσει καὶ ὁρίσει, ὅτι θὰ ἔπαιρναν ἐπάνω τους αὐτὴν τὴν φοβερὰ καταδίκην. Ἀσεβεῖς αὐτοί, νοθεύουν καὶ διαστρέφουν τὴν δωρεὰν καὶ τὴν ἀλήθειαν, ποὺ μᾶς ἔχει δώσει ὁ Θεός, ζητοῦντες μὲ σοφιστικὰ καὶ πονηρὰ ἐπιχειρήματα νὰ δικαιολογήσουν τὴν φαυλότητα καὶ ἀνηθικότητα αὐτῶν καὶ ἀρνούμενοι τὸν ἕνα καὶ μόνον Δεσπότην καὶ Κύριόν μας, τὸν Ἰησοῦν Χριστόν… Ἐνθυμηθῆτε,… πῶς κατὰ τοὺς τελευταίους καιρούς, ποὺ θὰ προηγηθοῦν ἀπὸ τὴν παρουσίαν τοῦ Χριστοῦ, θὰ ὑπάρξουν ἄνθρωποι εἴρωνες καὶ χλευασταῖ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ θελήματός του, ποὺ θὰ ζοῦν καὶ θὰ συμπεριφέρονται σύμφωνα μὲ τὰς φαύλας ἐπιθυμίας των, διὰ νὰ διαπράττουν ἔτσι ἀσεβείας. Αὐτοὶ εἶναι ποὺ δημιουργοῦν διαιρέσεις εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, ἄνθρωποι ζωώδεις ποὺ κυριαρχοῦνται ἀπὸ τὰ κατώτερα ἔνστικτα καὶ οἱ ὁποῖοι οὔτε Πνεῦμα Θεοῦ ἔχουν οὔτε καὶ τὸ δικόν των πνεῦμα ἔχουν καλλιεργημένον καὶ προικισμένον μὲ τὴν θείαν χάριν.»
Αὐτοὶ διάλεξαν στὸ μεγάλο δίλημμα τῆς Πίστεως ποιόν δρόμο θὰ ἀκολουθήσουν. Ἐναπόκειται πιὰ σ’ ἐμᾶς τοὺς πιστούς, ποιά ἐπιλογή θά κάνουμε. Θὰ ἀκολουθήσουμε τὴν Μία Ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου, δηλ. τὸν Χριστὸ ὑπακούοντας στὶς ἐντολές Του καὶ στοὺς ἀληθινοὺς Ποιμένες Του (προσπαθώντας ὅσο μποροῦμε παρὰ τὶς σίγουρες ἀδυναμίες μας καὶ ἐλπίζοντας στὸ ἔλεός Του) ἢ τὶς ἐντολὲς τοῦ «κόσμου» τῶν Οἰκουμενιστῶν;