Σήμερα έβαλαν βουλή οι άνομοι Εβραίοι, άνομοι, παράνομοι και τρισκαταραμένοι…
Το ευρύτατα διαδεδομένο σ’ όλο τον ελληνικό χώρο Μοιρολόι ή Καταλόι της Παναγιάς είναι ένα μεσαιωνικό μακροσκελές ομοιοκατάληκτο στιχούργημα λόγιας προέλευσης, αλλά εντυπωσιακά πλατιάς λαϊκής αποδοχής. Επηρεασμένο από τις σχετικές περικοπές των Ευαγγελίων και την υμνογραφία της Εκκλησίας αποτελεί έναν ανθρωποκεντρικό αφηγηματικό θρήνο για τη μαρτυρική πορεία του Χριστού προς τον σταυρικό θάνατό Του, ιδωμένη μέσα από τα μάτια και τα συναισθήματα της τραγικής του μάνας.
Τραγουδισμένο από τις γυναίκες γύρω από τον “τάφο” του Χριστού, κατά το ήθος και το ύφος των οικείων τους κοσμικών μοιρολογιών, εκφράζει τη συμπόνοια, την ταύτισή τους με τη μητρική, ανθρώπινη πλευρά της Παναγιάς. Ωστόσο ο τρόπος της τελετουργικής του επιτέλεσης αποκαλύπτει τις προχριστιανικές ρίζες του εθίμου. Αν και υπάρχουν κατά τόπους διαφορές, σε επί μέρους στοιχεία του τραγουδιού ή στη μελωδική του εκφορά, η δομή και η φόρμα του Μοιρολογιού καθώς και η λειτουργία του παρουσιάζουν εντυπωσιακές ομοιότητες από την Κάτω Ιταλία μέχρι τον Πόντο και την Κύπρο.
Η συνέχεια της αφηγηματικής ροής, όπως προκύπτει μέσα από την αλληλοδιαδοχή των αποσπασμάτων διαφορετικής προέλευσης που αποτολμήσαμε, το κάνει εμφανές….
Σήμερα μαύρος ουρανός σήμερα μαύρη μέρα, σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπιούνται. Σήμερα έβαλαν βουλή οι άνομοι Εβραίοι, άνομοι, παράνομοι και τρισκαταραμένοι, για να σταυρώσουν το Χριστό των Πάντων Βασιλέα. Χαλκιά, Χαλκιά, φκιάσε καρφιά, φκιάσε τρία περόνια. Κι αυτός ο τρισκατάρατος στάνει και φκιάνει πέντε. Εσύ Χαλκιά, που τ’άφτιακες εσύ να τα διατάξεις. Εγώ, εγώ που τ’άφτιακα εγώ θα τα διατάξω. Τα δυο’βαλα στα πόδια του, τ’άλλα τα δυο στα χέρια, Το πέμπτο το φαρμακερό βάζω μέσ’την καρδιά του. Η Παναγιά σαν τ’άκουσε βαριά ελιποθύμα Ζητά μαχαίρι να σφαγεί γκρεμό να παει να πέσει. Ζητά φωτιά να γκρεμιστεί για τον μονογενή της. Μαρία η Μαγδαληνή και του Χριστού η μητέρα Μαρία η Μαγδαληνή και του Χριστού η μητέρα Παίρνουνε το στρατί στρατί, στρατί το μονοπάτι και το πρωί τους έβγαλε μες του ληστού τη πόρτα. Άνοιξε πόρτα του ληστού και πόρτα του Πιλάτου.
Η πόρτα απο το φόβο της άνοιξε μοναχή της Κοιτά δεξιά, κοιτά ζερβά τίποτε δεν εβλέπει Κοιτά και δεξιότερα, βλέπει τον Ιωάννη. Ιωάννη Πρόδρομε και βαπτιστή του γιου μου Μην είδες τον Μονογενή και σε διδάσκαλο σου; Κοίταξε Εκείνον τον χλωμό, τον παραπονεμένο, όπου φορεί ποκάμισο, στο αίμα βουτηγμένο. Αυτός είναι ο Μονογενής και με διδάσκαλος μου. Ο Φώτης Κόντογλου σε κείμενό του με τίτλο “Σήμερον κρεμάται” (περιλαμβάνεται στο βιβλίο ΑΝΕΣΤΗ ΧΡΙΣΤΟΣ – Η δοκιμασία του λογικού, Εκδόσεις Αρμός 2001, σελ. 90-92), παραθέτει αυτούσια την πιο γνωστή και διαδεδομένη παραλλαγή του Μοιρολογιού της Παναγίας : Σήμερον μαύρος ουρανός, σήμερον μαύρη μέρα, σήμερον εσταυρώσανε, τον πάντων βασιλέα.
Σήμερον όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται. Σήμερον έβαλαν βουλήν οι άνομοι Εβραίοι, οι άνομοι και τα σκυλιά οι τρισκαταραμένοι. Σαν κλέφτη τον επιάσανε και σαν φονιά τον πάνε και στου Πιλάτου τις αυλές εκεί τον τυραγνάνε. Κι’ η Παναγιά η δέσποινα κ’ οι άλλες οι γυναίκες έπιασαν το στρατί στρατί, στρατί το μονοπάτι. Το μονοπάτι τς’ έβγαλε μεσ’ στου ληστή την πόρτα. Τηρά δεξιά, τηρά ζερβά, κανέναν δεν γνωρίζει. Τηρά και δεξιώτερα βλέπει τον Άγιο Γιάννη -Άγιε μου Γιάννη Πρόδρομε και βαπτιστή του γυιού μου μην είδες τον υιγιόκα μου και σένα δάσκαλό σου; -Δεν έχω γλώσσα να σου πω γλώσσα να σου μιλήσω, δεν έχω χεροπάλαμο, για να σού τονε δείξω. Βλέπεις εκείνον τον γυμνό, τον παραπονεμένο, οπού φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτημένο; Οπούναι τα ματάκια του ραμμένα με μετάξι, κι οπού φορεί στην κεφαλή αγκάθινο στεφάνι; Εκείνος είναι ο γυιόκας σου και μένα δάσκαλός μου….