του Αντώνη Μακατούνη – από την Ορθόδοξη Αλήθεια
Έζησε τη συγκλονιστική και ανεπανάληπτη εμπειρία να κλείσει τα μάτια ενός Αγίου. Όταν ακούει το όνομα του νεοφανούς Αγίου Ιωάννου Χοζεβίτη (εκ Ρουμανίας), δεν μπορεί να συγκρατήσει τα δάκρυά του, αφού τον κατακλύζουν πολύ έντονες αναμνήσεις και μαθήματα ζωής, που, παρότι έχουν περάσει 56 ολόκληρα χρόνια, όχι μόνο δεν ξεχνά, αλλά είναι ο καθημερινός πνευματικός οδοδείκτης του για τον ενάρετο βίο που προσπαθεί να ζήσει.
Τα πολλά χρόνια που έχουν περάσει δεν έχουν αλλοιώσει στο ελάχιστο τις εμπειρίες του, τις οποίες εξιστορεί με μοναδικό τρόπο, σαν να έγιναν χθες. Ο 76χρονος πλέον π. Βασίλειος Βακράς σε μια εκ βαθέων εξομολόγηση-κατάθεση ψυχής, αναφέρει στην «Ορθόδοξη Αλήθεια» άγνωστες ιστορίες από τη συναναστροφή του με τον Ρουμάνο Αγιο Ιωάννη του Χοζεβά, τον οποίο γνώρισε σε ηλικία μόλις 12 ετών, εν έτει 1952.
«Πήγαινα τα καλοκαίρια και έμενα στο Μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου στο Χοζεβά μέσω της εκκλησιαστικής σχολής στα Ιεροσόλυμα. Εκείνος, βέβαια, δεν βρισκόταν στο μοναστήρι, αλλά ήταν ασκητής σε σκήτη. Εκκλησιαζόταν όμως μαζί μας τα Σαββατοκύριακα. Πήγαινα τακτικά στο μοναστήρι, ώσπου φτάσαμε στο 1960, οπότε είχα πάει με την προοπτική να μείνω 40 ημέρες. Ο ασκητής π. Ιωάννης δεν είχε κατέβει καθόλου για δύο χρόνια από το σπήλαιο. Κάθε Σάββατο ο Ηγούμενος της μονής έστελνε ένα ψωμάκι στους τρεις ασκητές (ένας εξ αυτών ήταν ο Αγιος Ιωάννης) και περνούσαν όλη την εβδομάδα. Τους το έδινα εγώ» λέει ο π. Βασίλειος.
«Στο τέλος του Ιουλίου εκείνου του έτους», συνεχίζει, «μου είπε: “Δεν θέλω ψωμάκι, αλλά να πεις στον γέροντα να έρθει την Τετάρτη να με κοινωνήσει και να με κηδέψει, γιατί ήρθε η ώρα να αποδημήσω προς Κύριον”. Στενοχωρήθηκα και το είπα στον Ηγούμενο γέροντα Αμφιλόχιο, που τον είδα να δακρύζει. Πήγαμε την ημέρα που μας υπέδειξε. Οταν ανεβήκαμε στη σκήτη, είδα κάτι που δεν θα ξεχάσω ποτέ: ένα κέρινο ανθρώπινο ομοίωμα γονατιστό, σε στάση προσευχής. Συγκλονιστική εικόνα, δεν ξεχνιέται. Τον άκουσα να λέει: “Γέροντα, συγχωρέστε με”. Τον κοινώνησε ο γέροντας, ενώ εγώ έβλεπα την καρδιά του Αγίου Ιωάννου να τρέμει. Σταμάτησε και άρχισε να γέρνει, ώσπου έπεσε κάτω. Γονάτισα δίπλα του, του έκλεισα τα μάτια και το στόμα. Τον βάλαμε με τον γέροντα στο μνήμα που υπήρχε στη σκήτη. Επειτα έψαξα να βρω αν υπήρχε στο σπήλαιο αναπτήρας ή κουτί με σπίρτα, διότι υπήρχαν μαρτυρίες από τον φύλακα που ήλεγχε κάποια περιοχή απέναντι από τα ασκητήρια ότι είχε πολύ φως στο σπήλαιο κάποιες νύχτες. Δεν βρήκα τίποτα. Κατάλαβα ότι ήταν το φως του Αγίου την ώρα της προσευχής».
Ο Άγιος Ιωάννης γεννήθηκε το 1913 στον νομό Βοτοσανίου της Ρουμανίας. Από πολύ μικρός είδε το σκληρό πρόσωπο της ζωής, αφού ορφάνεψε. Στα 20 χρόνια του μπήκε ως δόκιμος στη Μονή Νεάμτς, στη Ρουμανία, όπου έμεινε για τρία χρόνια, ενώ στις 8 Απριλίου 1936 εκάρη μοναχός και από Ηλίας έλαβε το όνομα Ιωάννης. Το 1936 επισκέφθηκε τους Αγίους Τόπους και εισήλθε στην αδελφότητα του Αγίου Σάββα, όπου ασκήτεψε 10 χρόνια και απέκτησε το χάρισμα των δακρύων και της αδιάλειπτης προσευχής. Το 1947 χειροτονήθηκε διάκονος και ιερέας, και έγινε Ηγούμενος της ρουμανικής σκήτης του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου στον Ιορδάνη.
Έπειτα από πέντε χρόνια σκληρής άσκησης αναχώρησε μαζί με τον υποτακτικό του Ιωαννίκιο στο σπήλαιο της Αγίας Άννης στη Χοζεβά, κοντά στη Μονή του Αγίου Γεωργίου του Χοζεβίτου. Εκεί ασκήτεψε επτά χρόνια και κοιμήθηκε στις 5 Αυγούστου 1960.
ΣΤΗ ΣΑΜΟ
Ο π. Βασίλειος συνεχίζει τη διακονία του στον Ιερό Ναό Ζωοδόχου Πηγής, στο χωριό Μύλοι της Σάμου, που βρίσκεται πολύ κοντά στην ιστορική Μονή της Μεγάλης Παναγιάς. «Είμαι στο χωριό επί 42 χρόνια. Θέλω να αναφέρω κάτι που θα βοηθήσει τους αναγνώστες πνευματικά. Τους λέω ότι είχαμε, έχουμε και θα έχουμε πρόσωπα Αγίων. Μπορεί να είναι αφανείς και να μην τους ξέρουμε, αλλά πάντοτε η αγιοσύνη ειδικά σε αυτά τα μέρη, στους Αγίους Τόπους, υπάρχει! Πρόσφατα γνώρισα έναν Ρουμάνο ασκητή στο ασκητήριο της Αγίας Αννης. Τον ξεχώρισα» λέει και προσθέτει: «Στα Ιεροσόλυμα είχαν συγγράψει τον βίο του Αγίου Ιωάννου, αλλά δεν μπορούσαν να βρουν τον τρόπο της κοιμήσεώς του, για να το ολοκληρώσουν. Παρότι το είχα εκμυστηρευτεί σε κάποιους από το 1969 που βρίσκομαι στην Ελλάδα, μόλις πριν από τρία χρόνια το ανέφερα και σε έναν ιερομόναχο (σ.σ.: στον π. Πολύκαρπο) από την Πάτμο, που είχε έρθει στη Σάμο και βάπτισε τον εγγονό μου. Εκείνος πήγε πριν από δύο χρόνια στα Ιεροσόλυμα και το γνωστοποίησε, όταν έμαθε για την εκκρεμότητα του βιβλίου. Ετσι, με κάλεσαν και κατέθεσα τη μαρτυρία μου. Για μένα είναι ένα θαύμα» καταλήγει ο π. Βασίλειος.
«Ανοίγοντας τον τάφο έπειτα από είκοσι χρόνια, η ευωδία από τα ρούχα του δεν περιγράφεται. Κι ήταν πάντα ρακένδυτος»
Είκοσι χρόνια αργότερα, ανοίγοντας τον τάφο του, βρέθηκαν άφθαρτα τα λείψανά του μαζί με τα ρούχα του, που ανέδιδαν ευωδία, και μεταφέρθηκαν στην εν λόγω μονή, στο παρεκκλήσι του Αγίου Στεφάνου, όπου βρίσκονται έως και σήμερα. Αγιοκατατάχθηκε από το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων την τελευταία ημέρα του Ιανουαρίου του τρέχοντος έτους, ενώ αξιοσημείωτο είναι ότι το Πατριαρχείο Ρουμανίας τον είχε αγιοκατατάξει εδώ και πολλά χρόνια, στις 20 Ιουνίου 1992. Χαρακτηριζόταν από τη ρακένδυτη ενδυμασία του, αλλά και τη σκληρή άσκηση που υπέβαλλε με αδυσώπητο τρόπο στον εαυτό του.
«Δεν ήταν ενδυμασία εκείνη που είχε, ο Θεός να την κάνει. Πώς μπορούσε αυτός ο Αγιος άνθρωπος σε εκείνη τη σπηλιά, σε εκείνο το χάλι… Ηταν μόλις 47 χρονών και φαινόταν τουλάχιστον 75. Είχε και προβλήματα με την υγεία του. Λίγες ημέρες μετά την κοίμησή του, όταν πήγαμε για τρισάγιο, υπήρχε μια ευωδία σε απόσταση 500 μέτρων, που δεν περιγράφεται. Για μένα είναι το “σπίτι” μου, αφού έκατσα 18 χρόνια σε όλα τα προσκυνήματα» προσθέτει ο π. Βασίλειος Βακράς. Και καταλήγει: «Δεν μίλαγε πολύ ο Αγιος, διακρινόταν για τη σιωπή του. Στην εκκλησία την ώρα των ακολουθιών δεν σήκωνε καθόλου κεφάλι, ήταν πολύ ταπεινός, παρότι έψαλλε σαν αηδόνι. Μέρα νύχτα είμαι μαζί του».