Η ανεργία στην Ελλάδα αποτελεί μεγάλο θέμα που προσπαθεί να λύσει η Ελληνική Κυβέρνηση και διαρκώς γίνονται προσπάθειες για να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας.
Τη δημιουργία μίας σύγχρονης αγοράς εργασίας ώστε να μειωθεί ο δείκτης ανεργίας, προκρίνει ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ), στο εβδομαδιαίο δελτίο για την πορεία της οικονομίας.
Αναλυτικότερα σημειώνεται πως «τώρα που προεξοφλείται ευρέως η ανάκαμψη της οικονομίας, ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα είναι η μείωση της υψηλής ανεργίας. Στο τέλος του 2016, από το σύνολο των 1.124.000 ανέργων, οι 807.000 είναι μακροχρόνια άνεργοι (χωρίς δουλειά για πάνω από ένα χρόνο), από τους οποίους οι 300.000 περίπου είναι άνω των 45 ετών και οι 170.000 περίπου είναι μεταξύ 20 και 29 ετών.
Η μείωση της ανεργίας θα είναι βασανιστικά αργή εάν δεν δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για να κινητοποιηθεί η ιδιωτική οικονομία σε μια μαζική αναπτυξιακή εξόρμηση, πέραν της μέγιστης δραστηριοποίησης του κράτους μέσω ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης, οι οποίες να είναι αποτελεσματικές.
Σημειώνεται ότι η επίδραση υψηλών και βιώσιμων ρυθμών ανάπτυξης στην αύξηση της απασχόλησης θα είναι αποτελεσματικότερη αν διατηρήσουμε τους κανόνες που έχουν τεθεί σε εφαρμογή στην αγορά εργασίας τα τελευταία χρόνια που έχουν σαν αποτέλεσμα να μειώσουν την αναντιστοιχία της προσφοράς προς τη ζήτηση εργασίας, όπως αποτυπώνονται στο ποσοστό των κενών, ως προς το σύνολο των κενών και των κατειλημμένων, θέσεων εργασίας.
Όσο περισσότερο ενισχύονται οι προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης, και όσο περισσότερο ευέλικτη είναι η αγορά εργασίας, τόσο περισσότερο αυξάνονται και οι «κενές» θέσεις εργασίας (θέσεις που έχουν πρόσφατα δημιουργηθεί ή δεν είναι κατειλημμένες, ή πρόκειται να κενωθούν προσεχώς, και τις οποίες ο εργοδότης προτίθεται να καλύψει με νέες προσλήψεις).
Υπολογίζεται ότι για κάθε κενή θέση εργασίας αντιστοιχούν σήμερα περισσότεροι από 50 άνεργοι στην Ελλάδα και λιγότεροι από 10 άνεργοι στην ΕΕ-28, που εξηγεί και την μετακίνηση Ελλήνων εργαζομένων προς την Ευρώπη. Τα τελευταία τρία χρόνια μέχρι το Δεκέμβριο του 2016, που το ποσοστό της ανεργίας μειώθηκε κατά 3,9 π.μ. περίπου, έχει μειωθεί κυρίως ο παρανομαστής δηλαδή ο ενεργός πληθυσμός, καθώς το ποσοστό των κενών θέσεων εργασίας έχει παραμείνει σχεδόν στάσιμο, κυρίως λόγω των μεγάλων αβεβαιοτήτων που εμποδίζουν την ανάληψη επενδυτικών πρωτοβουλιών από τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας. Μια τέτοια κατάσταση μπορεί να προοιωνίζεται κάποια επιβράδυνση στο ρυθμό μείωσης της ανεργίας. Καθίσταται, λοιπόν, επιτακτική η ανάγκη αναπτυξιακής ώθησης, με άρση όλων εκείνων των παραγόντων που την περιορίζουν, και, ιδίως, η ανάγκη αποκατάστασης της εμπιστοσύνης στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
Το τελευταίο, πάνω απ’ όλα προϋποθέτει την απαγκίστρωση από την αέναη διαπραγμάτευση με τους δανειστές και την επικέντρωση στην υλοποίηση του προγράμματος, που περιέχει όλες εκείνες τις διαρθρωτικές αλλαγές που θα καταστήσουν την ελληνική οικονομία ανταγωνιστική. Αυτό είναι το πλαίσιο που όχι μόνο προστατεύει την απασχόληση όσων έχουν δουλειά, αλλά δίνει και κίνητρο στις επιχειρήσεις να απορροφήσουν και όσους δεν έχουν δουλειά.
Η βελτίωση της πορείας της οικονομίας το πρώτο τρίμηνο του 2017 αποτυπώνεται και στην περαιτέρω υποχώρηση του ποσοστού ανεργίας, το οποίο μειώθηκε στο 22,5% τον Μάρτιο του 2017, ενώ οι μισθοί σε σταθερές τιμές εμφάνισαν πτώση το 1ο τρίμηνο του 2017 (-0,4%) για πρώτη φορά από το 2ο τρίμηνο του 2014, κυρίως λόγω της ανόδου των τιμών (+1,4% το 1ο τρίμηνο του 2017), καθώς σε τρέχουσες τιμές παρουσίασαν άνοδο (+1%) για έκτο συνεχόμενο τρίμηνο. Παράλληλα, η βιομηχανική παραγωγή και οι εξαγωγές έχασαν μέρος της δυναμικής τους τον Απρίλιο (-1,6% η παραγωγή στη μεταποίηση πλην πετρελαιοειδών και -4% οι εξαγωγές αγαθών πλην καυσίμων και πλοίων έπειτα από άνοδο +4,9% και +6,2% αντίστοιχα το 1ο τρίμηνο του 2017), καθώς η καθυστέρηση της 2ης αξιολόγησης επιδρά αρνητικά στο οικονομικό κλίμα»