
Σαν σήμερα, το 480 π.Χ., ένα γεγονός που άλλαξε ανεξίτηλα την πορεία της Ιστορίας εκτυλίχθηκε στα στενά των Θερμοπυλών. Εκεί, όπου το βουνό σμίγει με τη θάλασσα, ο βασιλιάς Λεωνίδας ηγήθηκε των 300 θρυλικών Σπαρτιατών, ενώ στο πλευρό τους στάθηκαν οι 700 ατρόμητοι Θεσπιείς υπό τον Δημόφιλο, αποφασισμένοι να υψώσουν τείχος από δόρατα απέναντι στην αχανή στρατιά του Ξέρξη, που υπολογίζεται από 70.000 έως και 300.000 πολεμιστές.
Για τρεις ημέρες, οι Έλληνες αντιστάθηκαν με πείσμα. Τα δόρατα και οι ασπίδες τους αποκρούσαν τα συνεχή κύματα των Περσών, που μάταια προσπαθούσαν να σπάσουν την άμυνα του στενού περάσματος. Λέγεται πως ο ίδιος ο Ξέρξης σηκώθηκε τρεις φορές από τον θρόνο του για να παρακολουθήσει με τα μάτια του την παράτολμη αντίσταση αυτών των «υπερβόρειων βαρβάρων». Από τη μάχη αυτή έμεινε στην αιωνιότητα η φράση του Λεωνίδα «Μολών λαβέ» («Έλα να τα πάρεις»), απάντηση στην απαίτηση των Περσών να παραδώσουν τα όπλα.
Η προδοσία όμως δεν άργησε να φανεί. Ο Εφιάλτης, ένας ντόπιος κάτοικος, αποκάλυψε στους Πέρσες το μονοπάτι της Ανοπαίας ατραπού, επιτρέποντάς τους να κυκλώσουν τους Έλληνες. Ο Λεωνίδας αρνήθηκε να εγκαταλείψει. Έμεινε με τους 300 του, τους 700 Θεσπιείς και 400 Θηβαίους – με τους τελευταίους να παραδίδονται, ενώ οι Θεσπιείς διάλεξαν τον ένδοξο θάνατο δίπλα στον Δημόφιλο, χωρίς καμία δεύτερη σκέψη.
Η τελευταία ημέρα ήταν σφαγή. Ο Λεωνίδας έπεσε από βέλη και γύρω από το σώμα του δόθηκε άγρια μάχη. Οι Έλληνες πολέμησαν με δόρατα, ξίφη, ακόμα και με γυμνά χέρια, όταν πια δεν είχαν όπλα. Οι Σπαρτιάτες και οι Θεσπιείς εξοντώθηκαν μέχρις εσχάτων, αφήνοντας πίσω τους μια θυσία που θα γινόταν αιώνιο σύμβολο.
Στον λόφο του Κολωνού, εκεί όπου έπεσαν, γράφτηκε το επιτύμβιο επίγραμμα του Σιμωνίδη:
«Ω ξειν’, αγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ότι τήδε κείμεθα τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι»
(«Ξένε, πες στους Λακεδαιμονίους ότι εδώ κείτονται, πιστοί στις εντολές τους»).