Μια νέα μελέτη ρίχνει φως στο μυστήριο του πώς ορισμένα δηλητηριώδη πτηνά και βάτραχοι δεν πεθαίνουν από τις δικές τους τοξίνες.
Στο πλαίσιο έρευνας, οι επιστήμονες μελέτησαν το πουλί Pitohui, ένα ενδημικό είδος της Νέας Γουινέας και τον δηλητηριώδη χρυσό βάτραχο (Phyllobates terribilis), που βρέθηκε στην Κολομβία.
Και τα δύο είναι δηλητηριώδη ζώα, τα οποία αποκτούν την τοξίνη τους τρώγοντας έντομα που την περιέχουν.
Πρόκειται για την βατραχοτοξίνη (BTX), μια ουσία εκατοντάδες φορές πιο τοξική από το κυάνιο, αναφέρει το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια.
Γυναίκα ξερίζωσε τις βλεφαρίδες της με εξάρτημα μακιγιάζ - Η προειδοποίησή της μέσω TikTok - Sputnik Ελλάδα, 1920, 15.10.2021
Αλλά αν αυτό το δηλητήριο είναι τόσο θανατηφόρο, γιατί τα εν λόγω πουλιά και αμφίβια δεν πεθαίνουν όταν το καταπιούν;
Η ικανότητα αυτών των ζώων να αποφεύγουν να δηλητηριαστούν είναι ένα μυστήριο που προβληματίζει τους επιστήμονες για μεγάλο χρονικό διάστημα, δήλωσε ο Fayal Abderemane-Ali, ένας από τους συγγραφείς της μελέτης.
Για να κατανοήσουν καλύτερα πώς λειτουργεί η αντοχή στις τοξίνες αυτών των ζώων, οι ερευνητές συνέκριναν τη δραστηριότητα του BTX με τη σαξιτοξίνη (STX), μια άλλη εξαιρετικά τοξική ουσία που έχει μελετηθεί εκτενώς.
Το STX παράγεται από ορισμένα μικροφύκη και έχει χρησιμοποιηθεί ακόμη και σε απαγορευμένα πλέον χημικά όπλα. Επί του παρόντος δεν υπάρχει αντίδοτο για δηλητηρίαση από BTX ή STX.
Και οι δύο νευροτοξίνες επηρεάζουν τις ίδιες δομές στην κυτταρική μεμβράνη, πρωτεΐνες που ονομάζονται κανάλια νατρίου.
Αυτές οι μικρές σήραγγες είναι συνήθως κλειστές, αλλά ανοίγουν για να επιτρέψουν τη ροή του νατρίου στο κύτταρο.
Η STX και πολλές άλλες νευροτοξίνες δρουν σαν φελλός, εμποδίζοντας αυτά τα κανάλια. Το BTX, από την πλευρά του, κάνει το αντίθετο, δηλαδή διατηρεί το κανάλι ανοιχτό.
«Αυτές οι ενώσεις είναι πολύ επικίνδυνες επειδή αυτά τα ανοιχτά κανάλια επηρεάζουν τα ηλεκτρικά σήματα στην καρδιά και το νευρικό σύστημα, προκαλώντας θανατηφόρες αρρυθμίες και παράλυση» ανέφερε λεπτομερώς ο Dan Minor Junior, ένας από τους συγγραφείς της μελέτης, που επικαλείται το UCSF.
Στην επιστημονική κοινότητα θεωρούνταν ευρέως ότι τα ζώα αυτά έχουν κάποιες μεταλλάξεις στα κανάλια νατρίου, γεγονός που θα τους απέτρεπε να δηλητηριαστούν από τις τοξίνες.
Η μελέτη διαπίστωσε, ωστόσο, ότι αυτό δεν ισχύει για τα είδη Pitohui και P. terribliis.
Οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι αυτά τα ζώα έχουν πιθανότατα έναν αυτόματο μηχανισμό απόκρισης στα δηλητήρια.
Εκτιμούν ότι πρόκειται για μόρια που μπορούν να λειτουργήσουν ως «σφουγγάρια τοξινών» και να μπορούν να απορροφούν αυτές τις ουσίες. Οι επιστήμονες ελπίζουν ότι τα ευρήματά τους μπορούν να χρησιμοποιηθούν στο μέλλον στην ανάπτυξη φαρμακευτικών θεραπειών για ανθρώπους.
«Κάθε ζώο έχει αναπτύξει τις δικές του λύσεις στα ίδια προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι. Όταν μελετάμε μεταλλάξεις που έχουν συμβεί σε άλλα ζώα, μελετούμε επίσης νέες λύσεις που οι άνθρωποι μπορούν να χρησιμοποιήσουν στην ιατρική» δήλωσε ο Jack Dumbacher, ένας από τους συγγραφείς της μελέτης.