Στο greek-observatory και τις Ειδήσεις Σεβόμαστε την ιδιωτικότητά σας

Εμείς και οι συνεργάτες μας αποθηκεύουμε ή/και έχουμε πρόσβαση σε πληροφορίες σε μια συσκευή, όπως cookies και επεξεργαζόμαστε προσωπικά δεδομένα, όπως μοναδικά αναγνωριστικά και τυπικές πληροφορίες που αποστέλλονται από μια συσκευή για εξατομικευμένες διαφημίσεις και περιεχόμενο, μέτρηση διαφημίσεων και περιεχομένου, καθώς και απόψεις του κοινού για την ανάπτυξη και βελτίωση προϊόντων.

Με την άδειά σας, εμείς και οι συνεργάτες μας ενδέχεται να χρησιμοποιήσουμε ακριβή δεδομένα γεωγραφικής τοποθεσίας και ταυτοποίησης μέσω σάρωσης συσκευών. Μπορείτε να κάνετε κλικ για να συναινέσετε στην επεξεργασία από εμάς και τους συνεργάτες μας όπως περιγράφεται παραπάνω. Εναλλακτικά, μπορείτε να αποκτήσετε πρόσβαση σε πιο λεπτομερείς πληροφορίες και να αλλάξετε τις προτιμήσεις σας πριν συναινέσετε ή να αρνηθείτε να συναινέσετε. Λάβετε υπόψη ότι κάποια επεξεργασία των προσωπικών σας δεδομένων ενδέχεται να μην απαιτεί τη συγκατάθεσή σας, αλλά έχετε το δικαίωμα να αρνηθείτε αυτήν την επεξεργασία. Οι προτιμήσεις σας θα ισχύουν μόνο για αυτόν τον ιστότοπο. Μπορείτε πάντα να αλλάξετε τις προτιμήσεις σας επιστρέφοντας σε αυτόν τον ιστότοπο ή επισκεπτόμενοι την πολιτική απορρήτου μας.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας.Δες περισσότερα εδώ.
ΕΚΚΛΗΣΙΑ

Προφητεῖαι περὶ τῶν Παθῶν καὶ τῆς Ἀναστάσεως

Ἅγιος Νεκτάριος (Ἐπίσκοπος Πενταπόλεως)
Ὡς διέγραψαν τὰς τοῦ Μεσαίου ἀρετὰς αἱ προφητεῖαι, οὕτω καὶ τὰ πάθη καὶ τὸν θάνατον αὐτοῦ· ἔμελλεν νὰ αὐξήσῃ ὡς τρυφερὸν βαλαστάριον ἐν γῇ ἀνύδρῳ, εἰσελάσῃ εἰς Ἱερουσαλὴμ ἐν μετριόφρονι θριάμβῳ ὀχούμενος ἐπὶ πώλου ὄνου, προδοθῇ καὶ πραθῇ ἐπὶ τριάκοντα
ἀργυρίοις· νὰ μαστιγωθῇ, κολαφισθῇ, ἐμπτυσθῇ καὶ χλευασθῇ, τρηθῇ τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας, ἀλλὰ μὴ κατεαγῇ τὰ ὀστᾶ· λογχευθῇ τὴν πλευράν, ποτισθῇ ὄξος μετὰ χολῆς· ἔμελλον νὰ διανεμηθῶσι τὰ ἱμάτια αὐτοῦ καὶ κληρώσωνται τὴν περιβολὴν αὐτοῦ· ἔμελλε νὰ ἀποθάνῃ καὶ
ταφῇ, ἀλλὰ μὴ ἐγκαταλειφθῇ ἡ ψυχὴ αὐτοῦ ἐν διαφθορᾷ.
Ταῦτα πάντα προελέχθησαν καὶ ἀπήντησαν πληρωθέντα ἐπὶ λέξεως, καθ’ ἃ ἐπροφητεύθη.


Ἠσ. νγ’. 1,2,3

Ησ. 53,1 Κύριε, τίς ἐπίστευσε τῇ ἀκοῇ ἡμῶν; καὶ ὁ βραχίων Κυρίου τίνι ἀπεκαλύφθη;
Ησ. 53,1 Κύριε, ποιός ἐπίστευσεν εἰς αὐτά, ποὺ ἡμεῖς ἠκούσαμεν ἀπό σὲ καὶ ἐκηρύξαμεν στοὺς ἀνθρώπους; Ἡ δύναμις τοῦ Κυρίου εἰς ποῖον ἐφανερώθη καὶ ἔγινεν πιστευτή καὶ παραδεκτή;

Ησ. 53,2 ἀνηγγείλαμεν ὡς παιδίον ἐναντίον αὐτοῦ, ὡς ῥίζα ἐν γῇ διψώσῃ. οὐκ ἔστιν εἶδος αὐτῷ οὐδὲ δόξα· καὶ εἴδομεν αὐτόν, καὶ οὐκ εἶχεν εἶδος οὐδὲ κάλλος·
Ησ. 53,2 Ἀνηγγείλαμεν αὐτόν ὡσάν μικρόν καὶ ἄσημον παιδίον ἐνώπιον τοῦ λαοῦ, σὰν ρίζαν εἰς γῆν διψασμένην καὶ ξηράν. Δὲν εἶχεν ὡραίαν, ἔνδοξον καὶ ἑλκυστικήν τὴν ἐμφάνισιν. Δὲν εἶχεν ὡραιότητα καὶ λαμπρότητα προσώπου. Τὸν εἴδομεν καὶ δὲν εἶχε πρόσωπον ἐμφανίσιμον, οὔτε κάλλος.

Ησ. 53,3 ἀλλὰ τὸ εἶδος αὐτοῦ ἄτιμον καὶ ἐκλεῖπον παρὰ πάντας τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων· ἄνθρωπος ἐν πληγῇ ὢν καὶ εἰδὼς φέρειν μαλακίαν, ὅτι ἀπέστραπται τὸ πρόσωπον αὐτοῦ, ἠτιμάσθη καὶ οὐκ ἐλογίσθη.
Ησ. 53,3 Ἀλλὰ τὸ πρόσωπόν του ἦτο καταφρονημένον, χωρίς τιμήν καὶ δόξαν. Ὑπελείπετο ὡς πρὸς τὴν ὡραιότητα καὶ τὴν εὐπρεπῆ ἐμφάνισιν μεταξύ ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Αὐτός ἦτο ἄνθρωπος πληγωμένος, ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος γνωρίζει νὰ βαστάζη καὶ νὰ ὑπομένη ταλαιπωρίας καὶ πόνους. Ἀντικείμενον ἀποστροφῆς ἔγινε τὸ πρόσωπον του, ἐδέχθη ἐξευτελισμούς καὶ ταπεινώσεις ἐκ μέρους τῶν ἀνθρώπων. Τὸν ἐλογάριασαν σὰν νὰ μὴ ὑπῆρχεν.


Ζαχαρ. θ’. 9

Ζαχ 9.9 Χαῖρε σφόδρα, θύγατερ Σιών, κήρυσσε, θύγατερ Ἱερουσαλήμ. Ἰδοὺ ὁ βασιλεύς σου ἔρχεταί σου δίκαιος, καὶ σώζων αὐτὸς πραΰς καὶ ἐπιβεβηκὼς ἐπὶ ὑποζύγιον καὶ πῶλον νέον.
Ζαχ. 9,9 Χαῖρε λοιπόν παρά πολύ, κόρη μου Σιών, διαλάλησε Ἱερουσαλήμ ἰδού ὁ βασιλεύς σου ἔρχεται εἰς σὲ δίκαιος, λυτρωτής και σωτήρ, πρᾶος, καθήμενος ἐπάνω εἰς ἕνα ὑποζύγιον, εἰς ἕνα νεαρόν πωλάριον.

Ζαχαρ. ια΄. 12,13

Ζαχ. 11,12 καὶ ἔστησαν τὸν μισθόν μου τριάκοντα ἀργυροῦς.
Ζαχ. 11,12 Ὥρισαν λοιπόν καὶ ἐπλήρωσαν τὸν μισθόν μου, ἕνα εὐτελές πόσον, τριάκοντα ἀργυροῦς σίκλους.

Ζαχ. 11,13 καὶ ἔλαβον τοὺς τριάκοντα ἀργυροῦς καὶ ἐνέβαλον αὐτοὺς εἰς τὸν οἶκον Κυρίου εἰς τὸ χωνευτήριον.
Ζαχ. 11,13 Ἔλαβα πράγματι τοὺς τριάκοντα ἀργυροῦς σίκλους, τοὺς ἔρριψα στὸν οἶκον τοῦ Κυρίου στὸ χωνευτήριον.

Ψαλ. 21,7-9

Ψαλ. 21,7 ἐγὼ δέ εἰμι σκώληξ καὶ οὐκ ἄνθρωπος, ὄνειδος ἀνθρώπων καὶ ἐξουθένημα λαοῦ.
Ψαλ. 21,7 Ἐγώ ὅμως εἶμαι ἄθλιος ὡσάν ἕνας σκώληξ, δὲν εἶμαι κἄν ἄνθρωπος. Ἔγινα χλευασμός καὶ περίγελως τῶν ἀνθρώπων. Σὰν μία τιποτένια ὕπαρξις θεωροῦμαι ἀπό τὸν λαόν.

Ψαλ. 21,8 πάντες οἱ θεωροῦντές με ἐξεμυκτήρισάν με, ἐλάλησαν ἐν χείλεσιν, ἐκίνησαν κεφαλήν·
Ψαλ. 21,8 Ὅλοι ὅσοι μὲ βλέπουν μὲ ἐμπαίζουν καὶ μὲ σαρκάζουν• μὲ ὑβρίζουν καὶ μὲ βλασφημοῦν, κινοῦν εἰρωνικῶς καὶ ἀπειλητικῶς τὴν κεφαλήν των λέγοντες•

Ψαλ. 21,9 ἤλπισεν ἐπὶ Κύριον, ῥυσάσθω αὐτόν· σωσάτω αὐτόν, ὅτι θέλει αὐτόν.
Ψαλ. 21,9 ἰσχυρίζεται ὅτι ἔχει στηρίξει τὰς ἐλπίδας του στὸν Κύριον. Ἄν αὐτό εἶναι ἀληθινόν, ἄς τὸν σώση ὁ Θεός ἀπό τὸν θάνατον. Ἄς τὸν σώση, διότι αὐτός ἰσχυρίζετο, ὅτι ὁ Κυριος τὸν θέλει, ὅτι ὁ Κυριος τὸν ἀγαπᾶ ἰδιαιτέρως”.

Ψαλ. 21,15-19

Ψαλ. 21,15 ἐγενήθη ἡ καρδία μου ὡσεὶ κηρὸς τηκόμενος ἐν μέσῳ τῆς κοιλίας μου·
Ψαλ. 21,15 Ἡ καρδία μου μέσα στὸ στῆθος μου εἶναι ὡσάν κερί, τὸ ὁποῖον λυώνει ἀπό τὴν φωτιάν.

Ψαλ. 21,16 ἐξηράνθη ὡσεὶ ὄστρακον ἡ ἰσχύς μου, καὶ ἡ γλῶσσά μου κεκόλληται τῷ λάρυγγί μου, καὶ εἰς χοῦν θανάτου κατήγαγές με.
Ψαλ. 21,16 Σὰν πήλινο σκεῦος, τὸ ὁποῖον χωρίς νερό ξηραίνεται στὸν φλογερόν ἥλιον, ἔτσι ἐξηράνθη καὶ ἐξέλιπεν ἡ δύναμίς μου. Ἡ γλῶσσα μου ἀπό τὴν δίψαν, ποὺ μὲ κατακαίει καὶ τὴν ἀγωνίαν, ἐκόλλησεν στὸν λάρυγγά μου. Καὶ σύ, Κύριε, φαίνεται σὰν νὰ μὲ ἄφησες, νὰ φθάσω στὸ χώμα τοῦ βαθέος τάφου.

Ψαλ. 21,17 ὅτι ἐκύκλωσάν με κύνες πολλοί, συναγωγὴ πονηρευομένων περιέσχον με, ὤρυξαν χεῖράς μου καὶ πόδας.
Ψαλ. 21,17 Διότι ἰδού, οἱ ἐχθροί μου σὰν ἀγέλη ἀγρίων κυνῶν μὲ ἔχουν περικυκλώσει. Ὁ συρφετός αὐτός τῶν κακούργων ἀνθρώπων σὰν μὲ φοβερά καρφιά ἔχουν διατρυπήσει τὰ χέρια μου καὶ τὰ πόδια μου.

Ψαλ. 21,18 ἐξηρίθμησαν πάντα τὰ ὀστᾶ μου, αὐτοὶ δὲ κατενόησαν καὶ ἐπεῖδόν με.
Ψαλ. 21,18 Ἀπό τὴν ἐξάντλησιν καὶ τὴν ἀδυναμίαν, εἰς τὴν ὁποίαν ἔχω καταντήσει, ἠμποροῦν ὅλοι νὰ διακρίνουν καὶ νὰ μετροῦν τὰ ὀστᾶ τοῦ σώματός μου. Οἱ ἐχθροί μου μὲ χαιρεκακίαν πολλήν κατέστησαν τὸν πόνον μου καὶ τὸν σπαραγμόν μου.

Ψαλ. 21,19 διεμερίσαντο τὰ ἱμάτιά μου ἑαυτοῖς καὶ ἐπὶ τὸν ἱματισμόν μου ἔβαλον κλῆρον.
Ψαλ. 21,19 Ἐμοιράσθησαν μεταξύ των τὰ ἐνδύματά μου καὶ διὰ τὸ ἀκριβώτερον ἔνδυμά μου- τὸν ἄρραφον χιτώνα- ἔβαλαν κλῆρον, ποιός θὰ τὸ πάρη.

Ψαλμ. ξη’. 8-13,20-22, 30

Ψαλ. 68,8 ὅτι ἕνεκά σου ὑπήνεγκα ὀνειδισμόν, ἐκάλυψεν ἐντροπὴ τὸ πρόσωπόν μου.
Ψαλ. 68,8 Μὴ μὲ ἐγκαταλείψης Κύριε, διότι ἐγώ πρὸς χάριν σου ὑπομένω ἐμπαιγμούς καὶ ὕβρεις. Τὸ πρόσωπόν μου ἐπλημμύρισεν ἀπό ἐντροπήν, ἔγινε κατακόκκινον.

Ψαλ. 68,9 ἀπηλλοτριωμένος ἐγενήθην τοῖς ἀδελφοῖς μου καὶ ξένος τοῖς υἱοῖς τῆς μητρός μου,
Ψαλ. 68,9 Ξένος καὶ ἀγνώριστος κατήντησα μεταξύ τῶν ἀδελφῶν μου. Ἄγνωστος καὶ ξένος καὶ εἰς αὐτούς ἀκόμη τοὺς ὁμομητρίους ἀδελφούς μου.

Ψαλ. 68,10 ὅτι ὁ ζῆλος τοῦ οἴκου σου κατέφαγέ με, καὶ οἱ ὀνειδισμοὶ τῶν ὀνειδιζόντων σε ἐπέπεσον ἐπ᾿ ἐμέ.
Ψαλ. 68,10 Πάσχω δὲ ὅλα αὐτά, διότι ὁ φλογερός ζῆλος ὑπέρ τοῦ ναοῦ σου ὡς πῦρ μὲ ἔχει καταφλέξει• Αἱ ἀναίσχυντοι ὕβρεις, αἱ ὁποῖαι ἐκτοξεύονται ἐναντίον σου ἀπό τοὺς ἀσεβεῖς ἀνθρώπους, πίπτουν ὅλαι βαρεῖαι ἐπάνω μου.

Ψαλ. 68,11 καὶ συνεκάλυψα ἐν νηστείᾳ τὴν ψυχήν μου, καὶ ἐγενήθη εἰς ὀνειδισμοὺς ἐμοί·
Ψαλ. 68,11 Διὰ τὴν ἀσέβειάν των αὐτήν ἐπόνεσα βαθύτατα. Ἐταπείνωσα μὲ ἀσιτίαν τὴν ζωήν μου καὶ ἀντί τὸ πένθος μου δι’ αὐτούς νὰ τοὺς συγκινήση, ἔγινεν ἐξ ἀντιθέτου αἰτία ὀνειδισμῶν ἐναντίον μου.

Ψαλ. 68,12 καὶ ἐθέμην τὸ ἔνδυμά μου σάκκον, καὶ ἐγενόμην αὐτοῖς εἰς παραβολήν.
Ψαλ. 68,12 Ἀντί τοῦ συνήθους ἐνδύματος ἐφόρεσα τρίχινον σάκκον θλίψεως καὶ μετανοίας. Κατήντησα δι’ αὐτούς παροιμιῶδες πρόσωπον διακωμωδήσεως καὶ ὕβρεων.

Ψαλ. 68,13 κατ᾿ ἐμοῦ ἠδολέσχουν οἱ καθήμενοι ἐν πύλαις, καὶ εἰς ἐμὲ ἔψαλλον οἱ πίνοντες οἶνον.
Ψαλ. 68,13 Ἐναντίον μου ἐφλυαροῦσαν οἱ ἀργόσχολοι πρὸ τῶν πυλῶν τῶν τειχῶν. Καὶ εἰς βάρος μου ἐτραγουδοῦσαν οἱ μέθυσοι πίνοντες τὸν οἶνον.

Ψαλ. 68,20 σὺ γὰρ γινώσκεις τὸν ὀνειδισμόν μου καὶ τὴν αἰσχύνην μου καὶ τὴν ἐντροπήν μου· ἐναντίον σου πάντες οἱ θλίβοντές με.
Ψαλ. 68,20 Γρήγορα ἔλα εἰς βοήθειάν μου, Κύριε, διότι σὺ γνωρίζεις τοὺς ἐμπαιγμούς των, ποὺ ἐξαπολύουν ἐναντίον μου, τὴν αἰσχυνην καὶ τὴν ἐντροπήν μου ἐξ αἰτίας των. Ἐνώπιόν σου, Κύριε, εὑρίσκονται ὅλοι αὐτοί ποὺ μὲ θλίβουν καὶ τῶν ὁποίων ἡ κακία δέν σοῦ διαφεύγει.

Ψαλ. 68,21 ὀνειδισμὸν προσεδόκησεν ἡ ψυχή μου καὶ ταλαιπωρίαν, καὶ ὑπέμεινα συλλυπούμενον, καὶ οὐχ ὑπῆρξε, καὶ παρακαλοῦντας, καὶ οὐχ εὗρον.
Ψαλ. 68,21 Ὅπου καὶ ἄν στραφῆ ἡ πονεμένη μου ψυχή, δὲν περιμένει τίποτε ἄλλο παρά ὕβρεις καὶ ταλαιπωρίαν. Ἐπερίμενα νὰ εὐρεθῆ κάποιος, νὰ μὲ συμπονέση καὶ κανείς δὲν παρουσιάσθηκε. Ἀνεζήτησα κάποιον νὰ μὲ παρηγορήση, καὶ δὲν εὑρῆκα κανένα.

Ψαλ. 68,22 καὶ ἔδωκαν εἰς τὸ βρῶμά μου χολὴν καὶ εἰς τὴν δίψαν μου ἐπότισάν με ὄξος.
Ψαλ. 68,22 Ὅταν δὲ ἐπείνασα μοῦ ἔδωκαν ἀντί φαγητοῦ χολήν, καὶ ὅταν ἐδίψησα, μοῦ ἔδωκαν νὰ πιῶ ξίδι.

Ψαλ. 68,30 πτωχὸς καὶ ἀλγῶν εἰμι ἐγώ· ἡ σωτηρία σου, ὁ Θεός, ἀντιλάβοιτό μου.
Ψαλ. 68,30 Ἐγώ εἶμαι πτωχός καὶ ἀβοήθητος γεμάτος πόνους καὶ ὀδύνας. Ἡ σωτηρία σου, ὦ Θεέ μου, εἴθε νὰ μὲ στηρίξη καὶ μὲ βοηθήση.

Ὠσηέ. ιγ’. 14

Ωσ. 13,14 ποῦ ἡ δίκη σου, θάνατε; ποῦ τὸ κέντρον σου, ᾅδη;
Ωσ. 13,14 ποῦ εἶναι ἡ καταδίκη σου, ὦ θάνατε, ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων; Ποῦ εἶναι τὸ δηλητηριῶδες κεντρί σου, ὦ ἅδη;

Κορινθ. Α’. ιε. 55.

Α Κορ. 15,55 ποῦ σου, θάνατε, τὸ κέντρον; ποῦ σου, ᾅδη, τὸ νῖκος;
Α Κορ. 15,55 Ποῦ εἶναι, θάνατε, τὸ φαρμακερό κεντρί σου; Ἅδη, ποῦ εἶναι ἡ νίκη σου;

Ἠσ. νβ’. 13,14

Ησ. 52,13 ᾿Ἰδοὺ συνήσει ὁ παῖς μου καὶ ὑψωθήσεται καὶ δοξασθήσεται καὶ μετεωρισθήσεται σφόδρα.
Ησ. 52,13 Ἰδού, ὁ παῖς μου, ὁ Μεσσίας, θὰ γεμίση ἀπό σοφίαν καὶ σύνεσιν, διὰ νὰ ἐννοήση πλήρως καὶ ἐκπληρώση τὴν ἀποστολήν του. Θὰ ὑψωθῆ, θὰ δοξασθῆ, θὰ μεγαλυνθηθῆ στὸν ὑπέρτατον βαθμόν.

Ησ. 52,14 ὃν τρόπον ἐκστήσονται ἐπὶ σὲ πολλοὶ – οὕτως ἀδοξήσει ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων τὸ εἶδός σου καὶ ἡ δόξα σου ἀπὸ υἱῶν ἀνθρώπων
Ησ. 52,14 Ὅπως θὰ μείνουν κατάπληκτοι πολλοί ἐμπρός εἰς τὰ φοβερά παθήματά σου, τόσον πολύ θὰ χάση ἡ μορφή σου τὴν λάμψιν τῆς ὡραιότητάς σου μεταξύ τῶν ἀνθρώπων καὶ τόσον πολύ θὰ διασυρθῆ καὶ θὰ πέση ἡ ὑπόληψίς σου ἀπό τοὺς υἱούς τῶν ἀνθρώπων

Ἠσ. νγ’. 3-9, 12

Ησ. 53,3 ἀλλὰ τὸ εἶδος αὐτοῦ ἄτιμον καὶ ἐκλεῖπον παρὰ πάντας τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων· ἄνθρωπος ἐν πληγῇ ὢν καὶ εἰδὼς φέρειν μαλακίαν, ὅτι ἀπέστραπται τὸ πρόσωπον αὐτοῦ, ἠτιμάσθη καὶ οὐκ ἐλογίσθη.
Ησ. 53,3 Ἀλλὰ τὸ πρόσωπόν του ἦτο καταφρονημένον, χωρίς τιμήν καὶ δόξαν. Ὑπελείπετο ὡς πρὸς τὴν ὡραιότητα καὶ τὴν εὐπρεπῆ ἐμφάνισιν μεταξύ ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Αὐτός ἦτο ἄνθρωπος πληγωμένος, ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος γνωρίζει νὰ βαστάζη καὶ νὰ ὑπομένη ταλαιπωρίας καὶ πόνους. Ἀντικείμενον ἀποστροφῆς ἔγινε τὸ πρόσωπόν του, ἐδέχθη ἐξευτελισμούς καὶ ταπεινώσεις ἐκ μέρους τῶν ἀνθρώπων. Τὸν ἐλογάριασαν σὰν νὰ μὴ ὑπῆρχεν.

Ησ. 53,4 οὗτος τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει καὶ περὶ ἡμῶν ὀδυνᾶται, καὶ ἡμεῖς ἐλογισάμεθα αὐτὸν εἶναι ἐν πόνῳ καὶ ἐν πληγῇ ὑπὸ Θεοῦ καὶ ἐν κακώσει.
Ησ. 53,4 Αὐτός ὅμως φέρει ἐπάνω του τὸ βαρύ φορτίον τῶν ἁμαρτιῶν μας. Ἐβυθίσθη στὸν πόνον καὶ τὴν ὀδύνην, καὶ ἡμεῖς ἐν τῇ πλάνῃ μας ἐνομίσαμεν, ὅτι αὐτός εὑρίσκετο εἰς τὴν ὀδυνηράν αὐτήν πληγήν καὶ συμφοράν, ἐπειδή ἐτιμωρεῖτο ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ δι’ ἰδικάς του ἁμαρτίας.

Ησ. 53,5 αὐτὸς δὲ ἐτραυματίσθη διὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν καὶ μεμαλάκισται διὰ τὰς ἀνομίας ἡμῶν· παιδεία εἰρήνης ἡμῶν ἐπ᾿ αὐτόν. τῷ μώλωπι αὐτοῦ ἡμεῖς ἰάθημεν.
Ησ. 53,5 Αὐτός ὅμως ἐτραυματίσθη διὰ τὰς ἰδικάς μας ἁμαρτίας, ἐταλαιπωρήθη καὶ ὑπέφερε διὰ τὰς ἀνομίας μας. Παιδευτική τιμωρία ἔπεσεν ἐπάνω του διὰ τὴν ἰδικήν μας εἰρήνην καὶ σωτηρίαν. Χάρις δὲ εἰς τὴν πληγήν ἐκείνου ἡμεῖς ἐθεραπεύθημεν.

Ησ. 53,6 πάντες ὡς πρόβατα ἐπλανήθημεν, ἄνθρωπος τῇ ὁδῷ αὐτοῦ ἐπλανήθη· καὶ Κύριος παρέδωκεν αὐτὸν ταῖς ἁμαρτίαις ἡμῶν.
Ησ. 53,6 Ὅλοι ὡσάν πρόβατα εἴχαμεν πλανηθῆ. Κάθε ἄνθρωπος στὸν δρόμον καὶ τὸν τρόπον τῆς ζωῆς του ἐπλανήθη. Διὰ τὰς ἰδικάς μας ἁμαρτίας ὁ Κυριος παρέδωκεν αὑτόν εἰς παθήματα καὶ θάνατον.

Ησ. 53,7 καὶ αὐτὸς διὰ τὸ κεκακῶσθαι οὐκ ἀνοίγει τὸ στόμα αὐτοῦ· ὡς πρόβατον ἐπὶ σφαγὴν ἤχθη καὶ ὡς ἀμνὸς ἐναντίον τοῦ κείροντος αὐτὸν ἄφωνος, οὕτως οὐκ ἀνοίγει τὸ στόμα.
Ησ. 53,7 Καὶ αὐτός, παρ’ ὅλας τὰς κακώσεις ποὺ ὑπέστη, δὲν ἤνοιξε τὸ στόμα αὐτοῦ• ὡσαν ἄφωνον πρόβατον ὡδηγήθη πρὸς σφαγήν. Ὡς ἀμνός ἄφωνος ἐνώπιον ἐκείνου, ὁ ὁποῖος τὸν κουρεύει, ἔτσι πορεύεται χωρίς νὰ ἀνοίγη τὸ στόμα του.

Ησ. 53,8 ἐν τῇ ταπεινώσει ἡ κρίσις αὐτοῦ ἤρθη· τὴν δὲ γενεὰν αὐτοῦ τίς διηγήσεται; ὅτι αἴρεται ἀπὸ τῆς γῆς ἡ ζωὴ αὐτοῦ, ἀπὸ τῶν ἀνομιῶν τοῦ λαοῦ μου ἤχθη εἰς θάνατον.
Ησ. 53,8 Μέσα εἰς τὴν ταπείνωσιν καὶ τὸν ἐξευτελισμόν, ποὺ ἐβυθίσθη, παρεγνωρίσθη καὶ κατεπατήθη τὸ δίκαιόν του ἐν τῆ κρίσει. Ὕστερα δὲ ἀπό τὰ παθήματά του καὶ τὸν ἄδικον θάνατόν του, ποιός θὰ ὑπάρξη καὶ ποιός θὰ τολμήση νὰ διηγηθῆ τὴν γενεάν αὐτοῦ; Διότι ἀφηρέθη βιαίως καὶ ἀδίκως ἀπό τὴν γῆν ἡ ζωή αὐτοῦ. Ἀλλὰ ὠδηγήθη εἰς θάνατον ἕνεκα τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ λαοῦ μου.

Ησ. 53,9 καὶ δώσω τοὺς πονηροὺς ἀντὶ τῆς ταφῆς αὐτοῦ καὶ τοὺς πλουσίους ἀντὶ τοῦ θανάτου αὐτοῦ· ὅτι ἀνομίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ.
Ησ. 53,9 Ἐγώ δὲ εἰς ἐκδίκησιν τοῦ ἀδίκου θανάτου καὶ τῆς ταφῆς του, θὰ τιμωρήσω καὶ θὰ παραδώσω εἰς θάνατον τοὺς κακούς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὸν θάνατον αὐτοῦ θὰ παραδώσω τοὺς πονηρούς πλουσίους καὶ ἄρχοντας. Διότι ὁ παῖς μου αὐτός δὲν διέπραξε καμμίαν παρανομίαν, οὔτε εὑρέθη ποτέ δόλος καὶ ψεῦδος στὸ στόμα του.

Ησ. 53,12 διὰ τοῦτο αὐτὸς κληρονομήσει πολλοὺς καὶ τῶν ἰσχυρῶν μεριεῖ σκῦλα, ἀνθ᾿ ὧν παρεδόθη εἰς θάνατον ἡ ψυχὴ αὐτοῦ, καὶ ἐν τοῖς ἀνόμοις ἐλογίσθη· καὶ αὐτὸς ἁμαρτίας πολλῶν ἀνήνεγκε καὶ διὰ τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν παρεδόθη.
Ησ. 53,12 Διὰ τοῦτο αὐτός θὰ πάρη ὡς ἰδικήν του πνευματικήν κληρονομίαν πολλούς• καὶ ἀπό τοὺς ἰσχυρούς θὰ πάρη καὶ θὰ διαμοιράση λάφυρα, διότι ἑκουσίως παρεδόθη στὸν λυτρωτικόν δι’ ἡμᾶς θάνατον ἡ ζωή του. Κατετάχθη δὲ μεταξύ τῶν παρανόμων καὶ ὡς τοιοῦτος ἐθεωρήθη. Αὐτός ὅμως διὰ τῆς σταυρικῆς του θυσίας ἐπῆρεν ἐπάνω του τὰς ἀμαρτίας πολλῶν καὶ παρεδόθη στὸν σταυρικόν θάνατον διὰ τὰς ἁμαρτίας των.

Ψαλμ. ιε΄. 9-10

Ψαλ. 15,9 διὰ τοῦτο ηὐφράνθη ἡ καρδία μου, καὶ ἠγαλλιάσατο ἡ γλῶσσά μου, ἔτι δὲ καὶ ἡ σάρξ μου κατασκηνώσει ἐπ᾿ ἐλπίδι,
Ψαλ. 15,9 Διὰ τοῦτο ἀκριβῶς καὶ εὐφράνθη ἡ καρδία μου, ἡ δὲ γλώσσα μου ἐλάλησε λόγους ἀγαλλιάσεως, ἀκόμη δὲ καὶ τὸ σῶμα μου, ὅταν ἀποθάνω, θὰ ἀποτεθῆ στὸν τάφον μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως.

Ψαλ. 15,10 ὅτι οὐκ ἐγκαταλείψεις τὴν ψυχήν μου εἰς ᾅδην, οὐδὲ δώσεις τὸν ὅσιόν σου ἰδεῖν διαφθοράν.
Ψαλ. 15,10 Διότι σὺ ὁ Θεός μου δὲν θὰ ἐγκαταλείψης τὴν ψυχήν μου στὸν ἅδην, ὥστε νὰ φυλακισθῆ διὰ παντός εἰς αὐτόν, οὔτε θὰ ἐπιτρέψης, ἐγώ ἀφωσιωμένος εἰς σὲ νὰ δοκιμάσω τὴν φθοράν καὶ ἀποσύνθεσιν τοῦ τάφου. Θὰ μὲ ἀναστήσης.

Ταῦτα τὰ μὲν ὑπὲρ τὰ χίλια, τὰ δὲ ὑπὲρ τὰ ἑπτακόσια ἔτη πρὸ τῆς χριστιανικῆς ἐποχῆς γεγραμμένα, ἔκτοτε μέχρι δεῦρο τὰς Ἰουδαϊκὰς καὶ Χριστιανικὰς Ἱερὰς Γραφὰς ἀπαρτίζοντα, εἰσὶ προφητεῖαι διαγράφουσαι, ὡσεὶ ἦσαν αὐτόχρημα ἱστορία τῶν γεγονότων πρὸ ποδῶν τοῦ Σταυροῦ γραφεῖσαι, τὰ πάθη καὶ τὸν θάνατον τοῦ Χριστοῦ, τὸ ταπεινόφρον, τὸ πρᾶον, τὴν θλῖψιν καὶ ἀγωνίαν Αὐτοῦ· ὅτι ἀπεδοκιμάσθη καὶ ἀπερρίφθη ὑπὸ τῶν Ἰουδαίων ὅτι οὐδένα ἔπειθε λέγων ὅτι καταπέπτωκεν ὑπὸ ἀλγεινῆς λύπης· ὅτι ἦτο ἄτιμον καὶ ἄδοξον τὸ πρόσωπον Αὐτοῦ παρὰ πάντας τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων, καὶ ὅτι ταῦτα πάντα ὑπέστη σιγῶν, καὶ μόνον ὑπὲρ τῶν παρανόμων ἀρᾶς φωνήν, «πάτερ, ἀφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι». (Λούκ. κγ’ 34)· εἰσὶν ἐπὶ λέξεως προλεχθέντα, ἀλλ’ ἐπίσης καὶ γεγονότα. Καὶ μόνη δὲ ἡ τῶν ἐν ταῖς Ἰουδαϊκαῖς Γραφαῖς προφητειῶν τούτων περὶ τῆς ταπεινότητας τῶν παθῶν καὶ τῆς ἐκκοπῆς ἔκβασις δείκνυσιν, ὅτι οὗτος ἦν ὁ προσδοκώμενος Μεσσίας- αὐτὸ δὲ τὸ τοῦ Σταυροῦ σκάνδαλον πανδήμως μαρτυρεῖ περὶ τοῦ Ἰησοῦ· «Ὅτι οὕτω γέγραπται καὶ οὕτως ἔδει παθεῖν τὸν Χριστόν», ὅστις τὴν ὑπὲρ ἡμῶν πληρώσας οἰκονομίαν, ἔργῳ ἐξεπλήρωσεν, ὅσα πάλαι ὁ Θεὸς διὰ τῶν προφητῶν προανήγγειλε τοῖς ἀνθρώποις.

Οἱ Ἰουδαῖοι, οἱ ἄγρυπνοι φύλακες τῶν Γραφῶν, ἔσονται οἱ αἰώνιοι μάρτυρες τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἀληθείας τῶν περὶ Μεσσίου προφητειῶν, καίτοι ἤκιστα πιστοὶ καὶ ἐχθροὶ ἄσπονδοι τοῦ Μεσσίου.
(Ἡ ἀπόδοση καὶ ἑρμηνεία τῶν πρωτοτύπων κειμένων εἶναι τοῦ Ἰωάννου Κολιτσάρα)

Tags
Back to top button