ΟΙ ΧΡΟΝΙΚΟΓΡΑΦΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ ΤΗΣ ΑΛΩΣΗΣ
Από πού όμως αντλούμε πληροφορίες για την άλωση της Κωνσταντινούπολης; Οι χρονικογράφοι, που υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες της πολιορκίας, είναι: ο Γεώργιος Φραντζής, ο επίσκοπος Λεονάρδος της Χίου, ο καρδινάλιος Ισίδωρος, ο Βενετσιάνος Νικολό Μπάρμπαρο, ο Φλωρεντίνος Ιάκωβος Τεντάρντι, ο σερβικής καταγωγής γενίτσαρος Μιχαήλ Κονσταντίνοβιτς, κι ο Ιταλός Πούσκουλους.
Οι πιο σημαντικοί ιστορικοί της εποχής εκείνης, που δεν βρέθηκαν στην πολιορκία και την άλωση της Πόλης αλλά έγραψαν γι’ αυτή, είναι: ο Μιχαήλ Δούκας, ο Νικόλαος Χαλκοκονδύλης, ο Κριτόβουλος, ο Τζόρτζι Ντόλφιν,ο άγνωστος συγγραφέας του Βαρβερινού Κώδικα καθώς και ο έμμετρος «Θρήνος της Κωνσταντινουπόλεως», τον δημιουργό του οποίου δεν γνωρίζουμε.
Οι πληροφορίες που μας δίνουν όλοι αυτοί, είναι συχνά αντιφατικές, με αποτέλεσμα να επιτείνεται η σύγχυση για κάποια γεγονότα. Ο Φραντζής, ήταν φίλος και σύμβουλος του αυτοκράτορα και προσπαθεί να μην εκθέσει καθόλου του Κωνσταντίνο. Ο Δούκας, που ήταν ενωτικός, εκθειάζει τον Ιουστινιάνη και προσπαθεί να μειώσει τον αυτοκράτορα. Ο Κριτόβουλος, ήταν «Γραικύλος», όπως λέει ο Ι.Κορδάτος. Όχι μόνο αφιέρωσε την ιστορία του στον Μωάμεθ, αποκαλώντας τον «μέγιστον αυτοκράτορα και βασιλέα βασιλέων», αλλά εστιάζει περισσότερο στις επιτυχίες των Τούρκων!
Ο Χαλκοκονδύλης, έγραψε γενικά την ιστορία της τουρκικής αυτοκρατορίας και σ’ αυτή δεν αναφέρει πολλά στοιχεία για την άλωση της Κωνσταντινούπολης.
Αντίθετα, οι Δυτικοί που έγραψαν για την άλωση της Κωνσταντινούπολης, εκθειάζουν τον Πάπα και κατηγορούν τους Βυζαντινούς που δεν δέχτηκαν την «ένωση» των δύο Εκκλησιών.
Σ’ αυτή την κατηγορία ανήκουν ο επίσκοπος Χίου Λεονάρδος, ο καρδινάλιος Ισίδωρος και ο Ιταλός Πούσκουλος.
Μια ακόμα μαρτυρία, η πλέον αξιόπιστη, είναι του Βενετού Νικολό Μπάρμπαρο (Nicolo Barbaro). Το «Ημερολόγιό» του, είναι πολύτιμη πηγή πληροφοριών, κυρίως για τη χρονολογική σειρά των γεγονότων.
Μια άλλη ιστορία, γράφτηκε από τον ρωσικής καταγωγής Νέστορα Ισκαντέρ, ο οποίος πολέμησε με τους Τούρκους και χρησιμοποίησε την αρχαία σλαβική γλώσσα.
Από τουρκικής πλευράς, όσοι ιστορικοί έγραψαν για την άλωση της Κωνσταντινούπολης, αρκούνται σε διθύραμβους για τον Μωάμεθ και παραποίηση των γεγονότων.
Ξεχωρίζουν μόνο, τα όσα γράφει ο χρονογράφος Εβλιγιά Τσελεμπή. Ίσως, γράφει ο Ι. Καρδάτος τα τουρκικά συγγράμματα για την άλωση, χάθηκαν ή τα σχετικά χειρόγραφα έμειναν ανέκδοτα.
Σύμφωνα με τον Ι. Κορδάτο, ο Έλληνας Ιωάννης Χότζης, που είχε μεγάλη θέση στα χρόνια του σουλτάνου Χαμίτ είδε και διάβασε πολλά επίσημα έγγραφα στα εμπιστευτικά αρχεία της Πόλης, που ανέφεραν ότι οι ανθενωτικοί παρέδωσαν την Κωνσταντινούπολη στον Μωάμεθ…
Ο ΦΛΑΝΤΑΝΕΛΑΣ
Αναφερθήκαμε στο προηγούμενο άρθρο, για το ναύαρχο Φλαντανελά, που πρωταγωνίστησε στο σπάσιμο του τουρκικού αποκλεισμού της Πόλης και ήταν ο επικεφαλής των τεσσάρων πλοίων που μετέφεραν στην Βασιλεύουσα σιτάρι.
Τι εθνικότητας ήταν όμως ο Φλαντανελάς;
Ο ιστορικός της άλωσης, Γεώργιος Φραντζής, γράφει:
«…και μάλιστα ο ναυάρχης της βασιλικής νηός τούνομα Φλαντανελάς εκ πρύμνης εις πρώραν διερχόμενος και ως λέων μαχόμενος και φωνές τους ετέρους διεγείρων…»
Στο διαδίκτυο βέβαια, υπάρχουν πολλά άρθρα που τον αναφέρουν ως Γενουάτη που λεγόταν Φραγκίσκος Λεκανέλλα, το όνομα αυτό, αναφέρει ο Λατίνος Επίσκοπος Χίου Λεονάρδος, σε μια αναφορά του στον Πάπα στις 26 Αυγούστου 1453. Ο ίδιος, αναφέρει και τα ονόματα των πλοιάρχων των άλλων τριών καραβιών που πήραν μέρος στην συγκλονιστική αυτή ναυμαχία: ήταν οι Γενοβέζοι Μαουρίτσιο Κατανέο, Ντομένικο ντε Νοβάρα και Μπατίστα ντε Φελιτσιάνο. Στην «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», την εγκυκλοπαίδεια «ΠΑΠΥΡΟΣ ΛΑΡΟΥΣ – ΜΠΡΙΤΑΝΙΚΑ» και την εγκυκλοπαίδεια «ΔΟΜΗ», ο Φλαντανελάς αναφέρεται ως «βυζαντινός ναύαρχος»
Ο Λεονάρδος, δεν αναφέρει όμως τον Λεκανέλλα ως κυβερνήτη του βυζαντινού πλοίου. Γράφει χαρακτηριστικά:
«Το αυτοκρατορικό πλοίο αμυνόταν έξοχα. Σε βοήθειά του έσπευσε ο πλοιοκτήτης Φραγκίσκος Λεκανέλλα».
Συνεπώς η ταύτιση Φλαντανελά – Λεκανέλλα, τουλάχιστον με βάση τα όσα γράφει ο Λεονάρδος, μάλλον είναι εσφαλμένη. Ο Αλέξανδρος Γ. Πασπάτης στο βιβλίο του «Πολιορκία και Άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Οθωμανών εν έτει 1453», γράφει:
«Εν τω διάπλω αυτών συνήντησαν πλοίον πολεμικόν Ελληνικόν εκ Σικελίας προερχόμενον και πλοιαρχούμενον υπό του πλοίαρχου Φλαντανέλλα. Τα πλοία ταύτα, έφερον φόρτον σίτου, οίνου, όπλα και πολεμοφόδια»
Και αν ο Φλαντανελάς ήταν ο κυβερνήτης του αυτοκρατορικού πλοίου, είναι λογικό να καταγόταν από τη Γένοβα;
Μπορεί να μην είμαστε απόλυτα σίγουροι για την εθνικότητα του Φλαντανελά, ξέρουμε όμως πώς αντέδρασε ο Μωάμεθ όταν είδε ότι τα δεκάδες πλοία του δεν μπορούν να καταναυμαχήσουν 4 γαλέρες.
«Ξάφνου, μη μπορώντας να κρατήσει πια την οργή του, σπιρούνισε το άτι του και χώθηκε μ’ αυτό στη θάλασσα.
Όταν το νερό έφτασε στο λαιμό του αλόγου, στάθηκε και μανιασμένος έβριζε τον Μπαλτάογλου, τους καπεταναίους των καραβιών του και τους γκεμιτζήδες (ναύτες), ονομάζοντάς τους λαγόκαρδους, κιοτήδες, γυναικούλες»
(Δ. Φυντιάδης, «Η Επανάσταση του 1821»)
Ο ΜΕΓΑΣ ΒΕΖΙΡΗΣ ΧΑΛΗΛ
Ένας αξιωματούχος πολύ κοντά στον Μωάμεθ, ήταν ο μέγας βεζίρης Χαλήλ. Ήταν επιρρεπής στις δωροδοκίες. Παίρνοντας χρήματα από τους βυζαντινούς, τους ενημέρωνε για τα σχέδια του Μωάμεθ, τον οποίο μάλιστα κάποια στιγμή, προσπάθησε να πείσει να λύσει την πολιορκία της Πόλης.
Οι ομόθρησκοί του, τον αποκαλούσαν πειραχτικά «γκιαούρ ορταγί» , δηλαδή σύντροφο των απίστων. Ο, σχεδόν πάντα βλοσυρός κι αγέλαστος Μωάμεθ,που ήξερε ότι ο Χαλήλ ήταν επιρρεπής στις δωροδοκίες και υποψιαζόταν τις συνεννοήσεις του με τους Βυζαντινούς, λέγεται ότι κάποτε που είδε μια αλεπού δεμένη της είπε: «Ανόητο ζώο, γιατί δεν πήγες μερικά χρήματα στο βεζίρη Χαλήλ, για να σωθείς, αντί να βρίσκεσαι σ’ αυτή την κακή κατάσταση;»
Μετά την άλωση, ο Μωάμεθ βεβαιώθηκε (πιθανότατα από τον Λουκά Νοταρά), για την προδοτική συμπεριφορά του Χαλήλ και τον σκότωσε. Δήμευσε δε την περιουσία του, που ανερχόταν σε 120.000 χρυσές, δηλαδή 4-5 εκατομμύρια δραχμές, της εποχής που γράφτηκε η «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» από τον Κ. Παπαρρηγόπουλο (1860 -1872) και ο οποίος αναφέρει τα γεγονότα αυτά.
ΤΟ ΚΑΝΟΝΙ ΤΟΥ ΟΥΡΒΑΝΟΥ
Γράψαμε στο προηγούμενο άρθρο, για το τεράστιο κανόνι που είχε κατασκευάσει ο Ούγγρος Ουρβανός (Ουρμπάν) και το οποίο με τις βολές του, προξένησε τεράστιες φθορές στα τείχη της Κωνσταντινούπολης.
Ο Κ. Παπαρρηγόπουλος, γράφει όμως ότι μετά από σύντομη χρήση, το κανόνι αυτό έσπασε, σκοτώνοντας πολλούς, ανάμεσά τους και τον ίδιο τον Ουρβανό. Ο Μωάμεθ, έδωσε εντολή να φτιάξουν ένα άλλο, παρόμοιο.
Μάλιστα δόθηκαν, άγνωστο από ποιους, οδηγίες για προφύλαξη του νέου πυροβόλου, από καταστροφή. Μετά από κάθε βολή, το σκέπαζαν με μάλλινα υφάσματα και του έριχναν μέσα λάδι. Και πάλι όμως δεν θα ήταν τόσο καταστροφικό για τα τείχη της Πόλης, αν δεν καθοδηγούσε τους Τούρκους ένας Ούγγρος! Αυτός, ήταν απεσταλμένος του Ουνυάδη και είχε εντολή να λύσει την τριετή ειρήνη που είχε υπογραφεί πριν ενάμιση χρόνο, καθώς τη διακυβέρνηση είχε αναλάβει ο Βλαδισλάος και ο Ουνυάδης, δεν μπορούσε να εγγυηθεί την τήρησή της. Ο απεσταλμένος αυτός, βλέποντας το πυροβόλο να σκοπεύει πάντα στο ίδιο σημείο, είπε στον Μωάμεθ, ότι μετά την πρώτη βολή πρέπει να στρέφεται σε άλλο σημείο, σε απόσταση 5-6 οργιές (περίπου 9-11 μέτρα) και τέλος, αφού τα δύο αυτά σημεία προσβληθούν, να ρίξει τρίτη βολή, με τρόπο ώστε οι τρεις βολές να σχηματίσουν τρίγωνο. Και συνέχισε, λέγοντας στον Μωάμεθ: «Και τότε θα δεις πώς πέφτουν τα τείχη». Ο σουλτάνος ακολούθησε τη συμβολή του και τα τείχη έπεσαν…
ΕΝΑΣ ΔΙΟΛΚΟΣ… ΣΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ-Η ΑΠΟΤΥΧΗΜΕΝΗ ΠΥΡΠΟΛΗΣΗ ΤΟΥ ΤΟΥΡΚΙΚΟΥ ΣΤΟΛΟΥ
Είδαμε στο προηγούμενο άρθρο, για τη μεταφορά των τουρκικών πλοίων μέσω ξηράς, στον Κεράτιο Κόλπο.
Ο Μωάμεθ, είχε μάθει από τους Γενοβέζους του Γαλατά για τον τρόπο με τον οποίο μπορούσε να περάσει τα πλοία στον Κεράτιο Κόλπο μέσω ξηράς. Κάτι ανάλογο, είχε γίνει από τον βυζαντινό ναύαρχο Νικήτα Ωορύφα (9ος αιώνας) και, όπως είδαμε, από τους Βενετούς με την καθοδήγηση του Κρητικού Νικόλαου Σόρβολου (Καραβίτη), γύρω στο 1438. Όπως μάλιστα αναφέρει ο Ανδρέας Μουστοξύδης, η απόσταση που διάνυσε στη στεριά ο βενετσιάνικος στόλος, ήταν 240 μίλια και χρειάστηκαν 3 μήνες για να ανοιχτεί ο δρόμος σε κακοτράχαλη και ορεινή περιοχή.
Ο Κ. Παπαρρηγόπουλος γράφει, και πιθανότατα έχει δίκιο, ότι ο Μωάμεθ, καθοδηγούμενος από κάποιον Γενοβέζο, είχε διατάξει να καθαριστεί νωρίτερα από θάμνους και δενδρύλλια και να στρωθεί με σανίδες ο δρόμος που θα ακολουθούσαν τα πλοία. Θεωρεί δε, ότι το βράδυ της 21ης Απριλίου, έγινε μόνο η μεταφορά των πλοίων.
Οι πολιορκημένοι, μετά την αρχική έκπληξη και τον πανικό αντέδρασαν.
Αποφάσισαν λοιπόν να επιχειρήσουν την πυρπόληση των τουρκικών πλοίων και ανέθεσαν την αποστολή στον Ενετό κυβερνήτη Ιάκωβο Κόκκο. Στις 24 Απριλίου, δύο μεγάλα πλοία, με χωρητικότητα 500 τόνων το καθένα, καλύφθηκαν εξωτερικά με σάκους, γεμάτους μαλλί και βαμβάκι, για να προφυλαχθούν από τις εχθρικές σφαίρες.
Μαζί μ’ αυτά, θα ξεκινούσαν δυο μπρίκια με πίσσα, υγρό πυρ, πυρίτιδα και άλλα εύφλεκτα υλικά και θα συνοδεύονταν από μικρότερες πολεμικές γαλέρες και βάρκες για τη ρυμούλκηση των μεγαλύτερων πλοίων και τη σωτηρία των πληρωμάτων μετά την πυρπόληση. Όπως γράφει ο Παπαρρηγόπουλος: «Παρατηρούμε εδώ ότι τα πυρπολικά χρησιμοποιούνταν από τότε στις ελληνικές θάλασσες»
Αποφασίστηκε ότι όλα έπρεπε να είναι έτοιμα το ίδιο βράδυ και γύρω στα μεσάνυχτα να ξεκινήσει η επιχείρηση. Όμως οι προδότες Γενοβέζοι του Γαλατά, έμαθαν το σχέδιο και ζήτησαν από τον λιμενάρχη Αλοΐσιο Διέδο, να γίνει την επόμενη, για να βοηθήσουν, δήθεν, κι αυτοί. Δυστυχώς ο Διέδος τους άκουσε και οι Γενοβέζοι, που είχαν εμπορικές δοσοληψίες με τους Τούρκους, ενημέρωσαν του Μωάμεθ, ο οποίος οργάνωσε αμέσως την άμυνά του.
Η επιχείρηση, έγινε στις 28 Απριλίου. Ο Ιάκωβος Κόκκος, που επέβαινε σε μια ελαφρότερη γαλέρα, επιτέθηκε πρώτος στα τουρκικά πλοία. Όμως, δέχτηκε ομοβροντία πυροβολισμών και η γαλέρα βυθίστηκε αύτανδρη .18 αξιωματικοί και στρατιώτες πνίγηκαν. Από τους 72 κωπηλάτες, άλλοι πνίγηκαν κι άλλοι αιχμαλωτίστηκαν. Τα υπόλοιπα πλοία, μετά από σκληρές μάχες με τους Τούρκους, κατάφεραν να επιστρέψουν στο λιμάνι. Την επόμενη μέρα, ο Μωάμεθ διέταξε να θανατωθούν οι αιχμάλωτοι μπροστά στην πόλη και ο Κωνσταντίνος, για αντίποινα, διέταξε κι αυτός να θανατωθούν περισσότεροι από 200 Τούρκοι αιχμάλωτοι πάνω στους πύργους των τειχών.
Ο ΥΠΟΓΕΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Στα μέσα Μαΐου, οι Οθωμανοί επιχείρησαν να μπουν στην Πόλη μέσα από υπονόμους που ανοίχτηκαν όλοι στους Καλιγάριους. Το τμήμα δηλαδή εκείνο του περιβόλου όπου υπήρχε ένα μόνο τείχος και μπροστά του υψωνόταν λόφος που έκρυβε και διασφάλιζε τους «υπονομευτές». Επικεφαλής της φρουράς των πολιορκημένων εκεί ήταν όπως γράψαμε, ο Ιωάννης Γκραντ. Σκωτσέζος αναφέρουν κάποιοι, φαίνεται όμως ότι ήταν Γερμανός όπως γράφουν οι περισσότερες πηγές.
Στις 15 Μαΐου, ανακαλύφθηκε το πρώτο υπόγειο πέρασμα, μήκους μισού μιλίου. Είχε μάλιστα διαπεράσει τη βάση του τείχους. Ο Ιωάννης Γκραντ έσκαψε άλλη υπόγεια διάβαση και με τη βοήθεια των εργατών του Λουκά Νοταρά, βρήκε τον εχθρικό υπόνομο κι έκαψε τις υποστυλώσεις του. Οι Τούρκοι που ήταν μέσα σκοτώθηκαν.
Άλλοι, από τα χώματα που έπεσαν και άλλοι από τη φωτιά και τον καπνό. Στις 21 Μαΐου ανακαλύφθηκε άλλος υπόνομος, απ’ όπου οι εχθροί διώχτηκαν με τον ίδιο τρόπο. Δύο ακόμα υπόνομοι καταστράφηκαν στις 22 Μαΐου και άλλοι στις 23 και τις 24 του μήνα. Αυτοί ήταν και οι τελευταίοι, γιατί οι Τούρκοι κατάλαβαν ότι ο υπόγειος αγώνας ήταν μάταιος.
Ο ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΗΣ
Για τον γενναίο Γενοβέζο Ιουστινιάνη, όλες σχεδόν οι πηγές συμφωνούν ότι πολέμησε ηρωικά και τήρησε στο ακέραιο τις συμφωνίες που είχε κάνει με τον Παλαιολόγο. Παλιότερα, επικρατούσε η άποψη ότι η συμπεριφορά του ήταν προδοτική. Το μίσος των Βενετών για τους Γενοβέζους και η έχθρα των Ελλήνων για τους ξένους αδίκησαν τον Ιουστινιάνη.
Χαρακτηριστικό είναι, ότι κάποια μέρα, πιθανότατα στις 21 Μαΐου, κοντά στην πύλη του Ρωμανού, ανοίχτηκαν μεγάλες τρύπες από τα εχθρικά πυρά. Τότε, ο Ιουστινιάνης ζήτησε από τον πρωθυπουργό Λουκά Νοταρά να του στείλει πυροβόλα για να κρατήσει τους Τούρκους μακριά από την Πόλη, όμως εκείνος αρνήθηκε. Τότε ο Ιουστινιάνης του είπε: «O traditor et che me tien che adesso non te scanna cum questo pugnal», δηλαδή: «Ε προδότη δεν ξέρω τι με κρατά να σε σφάξω με αυτό το μαχαίρι».
Ο Μωάμεθ εκτιμούσε πολύ την μαχητική ικανότητα του Ιουστινιάνη και τον χαρακτήρα του. Προσπάθησε να τον δωροδοκήσει για να τον πάρει με το μέρος του. Ο Γενοβέζος αρνήθηκε κατηγορηματικά.
Ο τραυματισμός του ήταν μοιραίος για την Πόλη. Υπάρχει μάλιστα η άποψη ότι χτυπήθηκε από βυζαντινά πυρά. Διαβάζουμε στο «Χρονικόν» (Κ. Σάθα, «Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη», τ. Α’, σελ. 265):
«Προ πάντων δε ην πρόμαχος αυτός (ο Ιουστινιάνης) εν ταις χαλάτραις, ως έδει τε εμάχετο στερρώς εν τω πολέμω αλλά γε βάσκανος ανήρ δια τουφεκιού βάλλει επί τω ήρωϊ και πλήττει τον γενναίον και φόνον προξένησεν εις άνδρα τηλικούτον. Λέγεται δε εκ των εντός Ρωμαίων ην ο δράσας…».
Γράφτηκε ακόμα ότι η πληγή του δεν ήταν σοβαρή. Όμως, όπως αναφέραμε στο προηγούμενο άρθρο, ο Ιουστινιάνης, που κατάφερε να διαφύγει στη Χίο, πέθανε εκεί δύο μήνες αργότερα από γάγγραινα…
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΩΝ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΩΝ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ
Γράψαμε για το ηρωικό τέλος του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου και των συμπολεμιστών του. Κατά μία εκδοχή, το πτώμα του δεν βρέθηκε ποτέ, ενώ σύμφωνα με μια άλλη, βρέθηκε ακέφαλο και ο Μωάμεθ διέταξε να ταφεί.
Ο Φραντζής προσπάθησε να δραπετεύσει, δεν τα κατάφερε όμως. Απελευθερώθηκε με καταβολή λύτρων, αφού πρώτα είδε τις όμορφες κόρες του στο χαρέμι. Ο καρδινάλιος Ισίδωρος πουλήθηκε σαν κοινός δούλος στον Γαλατά, απ’ όπου αργότερα κατάφερε να ξεφύγει. Ο Βενετός πρόξενος Ιερώνυμος Μινότος και ο Ισπανός πρόξενος Πέτρος Ιουλιανός αιχμαλωτίστηκαν και αργότερα θανατώθηκαν.
Ο Τούρκος πρίγκιπας Ορχάν μεταμφιέστηκε σε καλόγερο και πηδώντας από μια πολεμίστρα του πύργου όπου κρυβόταν προσπάθησε να διαφύγει. Αιχμαλωτίστηκε όμως. Όταν άλλοι αιχμάλωτοι πρόδωσαν την ταυτότητά του, αποκεφαλίστηκε και το κεφάλι του στάλθηκε στο σουλτάνο. Ο Λουκάς Νοταράς που μετά την άλωση έλαβε υποσχέσεις από τον Μωάμεθ ότι θα καταλάβει μεγάλο αξίωμα, αποκεφαλίστηκε με τους δύο μεγαλύτερους γιους του, όταν αρνήθηκε να στείλει τον 14χρονο, όμορφο γιο του στον Μωάμεθ (αμφιφυλόφιλο, θυμίζουμε…).
Ο Φραντζής (σ. 287) γράφει πως τελευταίοι παραδόθηκαν μερικοί Κρητικοί που υπερασπίζονταν ένα πύργο του κάστρου, συγκεκριμένα τον πύργο του Βασιλείου, Λέοντα και Αλεξίου που βρισκόταν κοντά στην Ωραία Πύλη και πολέμησαν ως την τελευταία στιγμή. Κάποιοι άλλοι, θεωρούν ότι πρόκειται για μύθο…
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Σύμφωνα με τον Α. Πασπάτη, που επικαλείται τον Jacques Tetaldi, το 1453 η Κωνσταντινούπολη είχε 36.000 μάχιμους άντρες (20-50 ετών). Άρα, συνολικά, αν πάρουμε υπόψη μας ότι οι μάχιμοι άντρες αποτελούν το 1/5 του πληθυσμού, φαίνεται ότι στη Βασιλεύουσα ζούσαν συνολικά 180.000 άνθρωποι.
Εκτός από τους Τούρκους, ο Παλαιολόγος είχε να αντιμετωπίσει λιποταξίες, διαμάχες ενωτικών και ανθενωτικών, κυρίως μετά τη λειτουργία της 12ης Δεκεμβρίου 1452 στην Αγία Σοφιά όπου ουσιαστικά επισφραγίστηκε η ένωση των Εκκλησιών αλλά και φαινόμενα αισχροκέρδειας, από τους εμπόρους και όχι μόνο.
Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο περιστατικό:
Όταν ο Παλαιολόγος ζήτησε να επιδιορθωθεί το κάστρο σε κάποιο σημείο που είχε γκρεμιστεί από το τουρκικό πυροβολικό, ο Μανουήλ Ιαγάρης και ο μοναχός Νεόφυτος ο Ρόδιος που ανέλαβαν να το επισκευάσουν, καταχραστήκαν τα χρήματα που πήραν και έκαναν «μουρδοδουλειές», όπως γράφει ο επίσκοπος Χίου Λεονάρδος!
Οι υπερασπιστές της Πόλης ήταν λίγοι, οι συνεχείς επιθέσεις των Τούρκων τους καταπονούσαν, άλλωστε οι Τούρκοι είχαν χιλιάδες άνδρες που αντικαθιστούσαν όσους σκοτώνονταν, τα τείχη της Πόλης, όπως αναφέραμε, είχαν ηλικία 1.000 και πλέον ετών και τα πολεμικά μέσα που είχαν στη διάθεση τους οι βυζαντινοί ήταν πρωτόγονα μπροστά στα τουρκικά.
Έμοιαζε λοιπόν νομοτελειακή η άλωση της Πόλης. Η παρακμή, που οδήγησε στην κατάληψή της από τους Λατίνους το 1204 είχε καταστήσει το μέλλον της προβλέψιμο και προδιαγεγραμμένο. Το πλήρωμα του χρόνου είχε φτάσει και απλά, ο Μωάμεθ το 1453, έδωσε το μοιραίο, τελειωτικό χτύπημα.
Αντλήσαμε στοιχεία από τα βιβλία που αναφέραμε στο άρθρο της 29/5/2017 και επιπλέον από την «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» του Κ.Παπαρρηγόπουλου και τη «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», του Γιάννη Κορδάτου.
protothema.gr