Θεία Λειτουργία μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς ἐπετείου τῆς Ἁλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐτελέσθη τήν Δευτέρα 29.5.2017, στὸν Ἱερὸ Μητροπολιτικὸ Ναὸ Εὐαγγελιστρίας Πατρῶν ὑπὸ τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πατρῶν κ.κ. Χρυσοστόμου, συλλειτουργοῦντος τοῦ Θεοφιλεστάτου Ἐπισκόπου Κερνίτσης κ. Χρυσάνθου.
Στὸ τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας ὡμίλησε ὁ Σεβασμιώτατος καὶ ἐτελέσθη ἱερὸ μνημόσυνο ὑπὲρ ἀναπαύσεως τῶν ψυχῶν τῶν ἀοιδίμων ὑπερασπιστῶν καὶ προμάχων τῆς Πόλεως, Κωνσταντίνου τοῦ Παλαιολόγου καὶ τῶν συμπολεμιστῶν αὐτῶν, οἱ ὁποῖοι ἔπεσαν ἐπὶ τῶν ἐπάλξεων τῆς Βασιλίδος, ὡς καὶ πάντων τῶν σφαγιασθέντων καὶ καθ’ οἱονδήποτε τρόπο μαρτυρικῶς τελειωθέντων κατοίκων τῆς Κωνσταντινουπόλεως κατά τήν ἃώση καί τοὺς μετέπειτα χρόνους τῆς δουλείας.
Μεταξὺ τῶν ἄλλων,ὁ Σεβασμιώτατος εἶπε:
«…Μνήμη τῆς ἁλώσεως σήμερα. Ἡ πόλις ἑάλω. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι χάσαμε τὰ «μάτια μας», τὸ θησαυρό μας τὸν ἀνεκτίμητο. Χάσαμε τῆς οἰκουμένης τὸν στέφανο καὶ τὸν ἀδάμαντα. Χάσαμε τὴν Ἁγιά Σοφιά μας, «τὸν τῆς οἰκουμένης ὀφθαλμόν», ὡς χαρακτηρίζει τὴν μεγάλη Ἐκκλησιά μας ὁ Ἁγιώτατος Πατριάρχης Φώτιος. Ἔγινε στὴν ἀρχὴ τζαμί, σήμερα, λέγεται μουσεῖο. Κάποιοι θέλουν νά τήν ξανακάνουν τζαμί. Κανεῖς ὃμως ἀπ’ ὃσους νοιάζονται γιά τά πανανθρώπινα δικαιώματα καί τήν παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά δέν διαμαρτύρεται. Χάθηκε ἡ παλιά της δόξα. Μόνο ἂν μπῆ κανεὶς στὴν Ἁγιά Σοφιὰ θὰ μπορέσῃ νὰ καταλάβῃ τὸ μεγαλεῖο τοῦ Γένους, ἀλλὰ καὶ τὴν συμφορά του.
Τὸ φῶς ἐσβέσθη. Τὰ ψηφιδωτὰ ἐκαλύφθηκαν. Ἡ Θεία Λειτουργία ἔπαψε καὶ δὲν τελεῖται πιά. Ἀλλ’ ὄχι, τί λέγω, ὄχι, ἡ δόξα λάμπει. Κλεῖστε τὰ μάτια σας καὶ ταξιδέψτε ἐκεῖ καὶ θὰ δῆτε τὸ Σταυρὸ νὰ λάμπη στὴν κορυφὴ τοῦ τρούλου, τὸν οὐρανὸ νὰ ἀκουμπάει στοὺς ἀέρινους θόλους καὶ τὸν ἥλιο νὰ χρυσοστεφανώνει τὸ καμάρι τῆς φυλῆς μας. Κλεῖστε τὰ μάτια ἀδελφοί μου καὶ ναί, θὰ δῆτε τὸν Πατριάρχη, νὰ μπαίνη μεγαλοπρεπῶς καὶ νὰ ευλογῇ, νὰ λειτουργῇ χρυσοφορεμένος καὶ τὸν αὐτοκράτορα στὸν Θρόνο. Κλεῖστε τὰ μάτια σας καὶ θὰ ἀκούσετε τοὺς πολυμελεῖς χοροὺς τῶν ψαλτῶν νά ψάλλουν οὐράνιες – ἐπίγειες μελωδίες, ποιὸς ξέρει, μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους «Τὸν Δεσπότην καὶ τὸν Ἀρχιερέα …..» καὶ ὅλος ὁ Λαός, οἱ χιλιάδες τῶν Ρωμηῶν νά εὐγνωμονοῦν τήν Παναγία. «Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῶ τὰ νικητήρια». Κλεῖστε τά μάτια σας καί θά ἀκούσετε φωνές Ἑλλήνων καί θά δῆτε πατήματα Ρωμηῶν.
Ναί, ναί, τὸ κάλλος τῆς Ἅγια Σοφιᾶς, παραμένει ἀνέπαφο, ἀμείωτο, ζῆ μέχρι σήμερα καὶ θὰ ζῆ ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος.
Τὸ κάλλος της ζεῖ μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ μετὰ τὴν ἅλωση καὶ καλλιεργεῖ σ’ὅλους τούς Ὀρθόδοξους Λαοὺς τὸν Ὀρθόδοξο Πολιτισμὸ καὶ τὸ Ὀρθόδοξο Ρωμαίϊκο ἦθος. Αὐτὸ τὸ κάλλος, θέρμανε τὶς καρδιὲς τῶν σκλάβων, αὐτὸς ὁ σταυρὸς πύργωσε τὴν ἐλπίδα, αὐτὸ τὸ φῶς ἀπὸ τὸ Ἅγιο Βῆμα τῆς Ἁγιά- Σοφιᾶς φώτισε στὰ σκοτάδια τετρακόσια ὁλόκληρα χρόνια .
Σ’αὐτὸ τὸ φῶς, σ’ αὐτὸ τὸ κάλλος, ὀφείλουμε τὴ λευτεριά μας.
Αὐτὸ τὸ φῶς αὐτὸ τὸ κάλλος ποὺ τὸ κράτησαν οἱ πατέρες μας τόσες καὶ τόσες γενηές, καλούμεθα νὰ τὸ ἐγκολπωθοῦμε καὶ νὰ τὸ κρατήσουμε, ἰδιαίτερα σήμερα ποὺ ἡ νεοελληνικὴ παιδεία προβάλλει τὸν ἐξευρωπαϊσμό μας ὡς τὴν μεγάλη ἰδέα τοῦ Ἔθνους.
Ἡμέρα τῆς ἁλώσεως καὶ μὲ τὸ μυαλὸ μας φέρνομε σὲ ἀντιστοιχία τὰ γεγονότα τῆς ἁλώσεως μὲ τὴν σύγχρονη πραγματικότητα.
Τὰ γεγονότα τοῦ 1453 βοοῦν καὶ μαρτυροῦν, τὰ σημερινά μᾶς προβληματίζουν. Καὶ σήμερα διαγράφονται δύσκολες στιγμὲς καὶ βρισκόμαστε μπροστὰ σὲ δύσκολες ἐπιλογὲς καὶ καλούμεθα νὰ πάρουμε ἀποφάσεις οἱ ὁποῖες θὰ εἶναι καθοριστικὲς γιὰ τὶς τύχες τοῦ Ἔθνους. Ἡ σημερινὴ ἡμέρα δίνει τὸ μήνυμά της. Ἂν θέλουμε νὰ ὑπάρξουμε ὡς Ἔθνος καὶ ὡς Ὀρθόδοξος Λαὸς μὲ προορισμὸ τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ ἄν πρέπει νὰ διατηρήσουμε τὴν ταυτότητά μας καὶ τὴν αὐτοσυνειδησία μας κι ἂν δὲν πρέπει νὰ χαθοῦμε στὸ χωνευτήρι τῶν πολιτισμῶν, ὀφείλουμε :
α) Νὰ φυλάξουμε τὴν πίστη τῶν Πατέρων μας. Ἐκείνη τὴν πίστη γιὰ τὴν ὁποία ἀγωνίστηκαν καὶ ἔπεσαν ὁ Κων/νος Παλαιολόγος καὶ οἱ συμπολεμιστές του καὶ νὰ τήν διατηρήσουμε. Αὐτὲς οἱ ἀξίες, παρὰ τὸ ὅτι τὸ γένος μας πέρασε διὰ πυρὸς καὶ σιδήρου διετηρήθησαν μέχρι καὶ σήμερα. Καὶ τότε πολεμήθηκαν καὶ σήμερα τὸ ἴδιο γίνεται. Τότε δὲν χάθηκαν παρὰ τοὺς ἐξισλαμισμούς, τὸ παιδομάζωμα καὶ τόσα ἄλλα. Σήμερα κινδυνεύουν νὰ χαθοῦν γιατί βάλλονται πανταχόθεν. Ἀπὸ τὸν ἄκρατο εὐδαιμονισμό, τὸν ὑλισμό, τὴν ἠθικὴ διαφθορά, τὰ παντοειδῆ ναρκωτικὰ ποὺ εἶναι χειρότερα ἀπὸ τὸ παιδομάζωμα καὶ καταστρέφουν ψυχὲς νέων ἀνθρώπων σὲ μεγαλύτερη ἔκταση. Σήμερα αὐτὲς οἱ ἀξίες κινδυνεύουν ἀπὸ τήν νέα λεγόμενη παγκόσμια τάξη πραγμάτων, μία νέα πολιτικὴ καὶ οἰκονομικὴ δουλεία.
Αὐτοὶ οἱ φοβεροί, οἱ ἀπαίσιοι δυνάστες, δροῦν μεθοδικά, μὲ ἐπιστημοσύνη προκειμένου νὰ ἀλώσουν καὶ νὰ ἐκπορθήσουν ψυχὲς καὶ συνειδήσεις.
Καὶ μεῖς πολλὲς φορές, στὸ ὄνομα ἑνὸς δῆθεν ἐκσυγχρονισμοῦ, θυσιάζομε ἀντὶ πινακίου φακῆς, τὰ ἁγιώτερα καὶ τιμιώτερα, θεσμοὺς Ἱεροὺς καὶ πατροπαράδοτους, ἀξίες ἀκατάλυτες, ὅπως: Ἐκκλησία, οἰκογένεια, ἠθική, Ἑλληνορθόδοξη Παιδεία, προσωπικὴ Ἐλευθερία.
β) Νὰ ζήσουμε ὡς Λαὸς μὲ κέντρο τὴν Ἁγία μας Ἐκκλησία, τὴν Ὀρθόδοξη πίστη μας ἡ ὁποία ἐλευθερώνει, φωτίζει, ἁγιάζει. Νὰ μὴ παροργίζουμε τὸν Θεὸ μὲ τὶς ἁμαρτίες μας , μὲ τὴν ἀποστασία ἀπὸ τὸ θέλημά του. Ὁσάκις συνέβησαν αὐτά, ὁ Λαὸς ἔκλαυσε πικρῶς διὰ τὰς ἁμαρτίας του καὶ ἐθρήνησε ὡς ὁ Ἰσραὴλ ἐν χώρᾳ δουλείας καὶ ἐπὶ τῶν ποταμῶν Βαβυλῶνος. (Νὰ μὴ παροργίζομε τὸν Θεὸ μὲ νομοθετήματα τὰ ὁποῖα εἶναι ξένα μὲ τὸ ἦθος τοῦ Γένους μας, μὲ τὶς ἀξίας καὶ τὰ ἰδανικά του).
Μνήμη τῆς ἁλώσεως σήμερα, Ἀδελφοί μου.
Καὶ ἂν ἡ πόλις ἑάλω, οὐδ’ἐπὶ στιγμὴν ἔπαψε ἡ πνευματική της ἀκτινοβολία, οὐδέποτε ἔπαψε νὰ εἶναι ἡ προκαθημένη τῆς ἀγάπης μας, αὐτὴ ἡ βρυσομάνα, πού ἀκόμα σκλαβωμένη, ποτίζει καὶ σήμερα καὶ θὰ ποτίζη γιά πάντα τοῦ Γένους μας τὶς Ἅγιες ρίζες.
Γιὰ κείνη θὰ μείνῃ μέχρι τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος ὁ λόγος τοῦ κλεινοῦ καὶ θεορρήμονος Γρηγορίου τοῦ Ναζιανζηνοῦ:
« Ὧ Κωνσταντίνου κλειτὸν ἕδος μεγάλου.
ὁπλοτέρη Ῥώμη, τόσσον προσφέρουσα πολήων,
ὁσσάτιον γαίης οὐρανὸς ἀστερόεις»
( Γρήγ. Θεολ. ποίημ. 1’)
δηλ. « Ὧ δοξασμένη καθέδρα τοῦ Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου, νεώτερη Ρώμη, ποὺ τόσο ξεπερνᾶς κάθε ἄλλη πόλι.
ὅσο τὴν γῆ ὁ ἀστροστόλιστος οὐρανός….» .
Καὶ ἐπειδὴ τὸ ποίημα αὐτὸ ἴσως εἶναι βαρὺ γιὰ τὴν ἀκοὴ καὶ δυσνόητο ἀπὸ τὸν νοῦ τοῦ σημερινοῦ Ἕλληνα ποὺ ζῆ τραγικὰ καὶ μεγαλόπρεπα τὴν ἐποχὴ τῆς Ἑλληνικῆς λεξιπενίας,
ἂς τελειώσωμε μὲ ἕνα ἁπλοῦν ποίημα ἑνὸς Ἕλληνα Μουσικοσυνθέτη:
«Πόλι γλυκειά, Πόλι ἀγαπημένη,
πόλη ζωή, πόλι ἐλπίδα,
πόλι Θεοῦ, πόλι μὴ κλαῖς
θάρθει καιρός».
Ἡ Κωνσταντινούπολη καί μέχρι σήμερα μέ πόνο κραυγάζη.
Μον’ ἕνα δῶρο ὁλημερὶς καὶ ὁλονυχτὶς προσμένω
κι ἀκόμα δὲν μοῦ τὄ φερε τὸ κῦμα τ’ ἀφρισμένο.
Μον’ ἕνα δῶρο λαχταροῦν τὰ μάτια μου καὶ κλαίνε.
Ἀτίμητο στ’ ἀτίμητα. Ἐλευθεριὰ τὸ λένε…
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως.