Η επανάσταση στη Στερεά Ελλάδα ξεκινά τον Μάρτιο του 1821 και στις αρχές Απριλίου οι επαναστατημένοι έχουν στα χέρια τους το κάστρο των Σαλώνων, στην πρώτη μεγάλη στρατιωτική επιτυχία του υπόδουλου έθνους.
Η ισχυρή τουρκική θέση που κατέλαβαν οι εξεγερμένοι Έλληνες ήταν έργο του κλέφτη που έγινε αρματολός για να ξαναγίνει κλέφτης Πανουργιά, του φοβερού οπλαρχηγού που στάθηκε δίπλα στον Αθανάσιο Διάκο στην Αλαμάνα και στον Οδυσσέα Ανδρούτσο στο Χάνι της Γραβιάς ως ίσος μεταξύ ίσων.
Η έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης βρήκε τον γερο-Πανουργιά πρώτο ανάμεσα στους πρώτους να μάχεται για τη λευτεριά του λαού του. Και πώς θα μπορούσε εξάλλου να ήταν διαφορετικά για το παλικάρι που πολεμούσε τους Τούρκους ήδη από τα 16 του χρόνια; Τον άνθρωπο που πήρε μέρος στα Ορλοφικά, μυήθηκε νωρίς νωρίς στη Φιλική Εταιρεία και πολέμησε σαν σκυλί στην Άμφισσα, τη Γραβιά και τα Βασιλικά;
Γενναίος, ακούραστος και αγνός πατριώτης, ο Δημήτριος Ξηρός που θα έμενε γνωστός ως Πανουργιάς από το κωμικοτραγικό λάθος του νονού του δεν ήταν απλώς άλλος ένας ξακουστός οπλαρχηγός που διακρίθηκε το 1821 και ηγήθηκε του αγώνα στις πρώτες και δύσκολες αυτές φάσεις της εγκαθίδρυσης της Ελληνικής Επανάστασης.
Ήταν ταυτοχρόνως ο πάντα ενωτικός ρόλος που διαδραμάτιζε στην έξαρση των παθών, προσπαθώντας να συμφιλιώσει τις αντιμαχόμενες πλευρές και να καταλαγιάσει τα μίση. Κι αυτό γιατί για τον Πανουργιά δεν υπήρχε άλλος αγώνας από το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα των Ελλήνων, ένας σκοπός που ήταν έτοιμος να δώσει και τη ζωή του ακόμα.
Ο παθιασμένος αυτός αγωνιστής αποσύρθηκε μάλιστα από τις μάχες μόνο λόγω προχωρημένου γήρατος, φροντίζοντας βεβαίως να αφήσει τον γιο του στο τιμόνι του σώματός του. Μετά το αίσιο τέλος της επανάστασης, ο άδολος Πανουργιάς αποσύρθηκε στην Άμφισσα χωρίς να διεκδικήσει από το νεοσύστατο κράτος τίποτα, παρά τα τόσα που είχε δώσει για την πατρίδα.
Γι’ αυτό και πέθανε ως ένας από τους πρώτους και πλέον αξιοσέβαστους ήρωες του 1821, καθώς τον αγαπούσαν και τον σέβονταν όλοι, ακόμα και αυτοί που θα βύθιζαν την εθνεγερσία στην εμφύλια σύρραξη και μάλιστα δύο φορές. Για τον κλεφταρματολό από τη Φωκίδα δεν υπήρχε όμως ούτε πολιτική ούτε διπλωματία, παρά ο ανόθευτος και πατριωτικός αγώνας για το έθνος. Κι έτσι συντάχθηκε αναγκαστικά με τους στρατιωτικούς στην περίοδο των εμφυλίων, καθώς ο πόλεμος μαινόταν και καιρός για πολιτικά χασομέρια δεν υπήρχε. Λειτουργώντας ωστόσο ως δίαυλος επικοινωνίας των παρατάξεων αλλά και ενωτική γέφυρα για το καλό της πατρίδας.
Ίσως γιατί όταν ξεπετάχτηκε η σπίθα της εθνεγερσίας ήταν πια μεγάλος ηλικιακά και είχε γνωρίσει εδώ και δεκαετίες τις φρικαλεότητες του πολέμου. Πολεμούσε ήδη από πιτσιρίκος, ενταγμένος στο ανταρτικό σώμα του Καπετάν Ανδρούτσου, και είχε καταλάβει πως η πολυπόθητη ανεξαρτησία θα έρθει μόνο με ίδια μέσα, καθώς στις ξένες δυνάμεις δεν μπορούσες να βασιστείς.
Κλέφτης τρομερός, ανάγκασε τον Αλή Πασά να τον κάνει αρματολό των Σαλώνων το 1813. Ο Πανουργιάς ωστόσο κατάλαβε γρήγορα πως αυτή η ζωή δεν ήταν γι’ αυτόν και επέστρεψε γοργά στην παλιά κλέφτικη ασχολία του. Αφού μάτωσε για το έθνος και μετατράπηκε σε ηγέτη του αγώνα της Στερεάς Ελλάδας, συνειδητοποίησε ότι είχε γεράσει πια και μάλιστα πολύ.
Αν και δεν είχε πει ακόμα την τελευταία του λέξη…
Πρώτα χρόνια
Ο Δημήτριος «Πανουργιάς» Ξηρός γεννιέται κάπου μεταξύ 1759-1767 (πιθανότερο το 1759) στη Δρέμισα της Άμφισσας (Σάλωνα) ως γιος του τσοπάνη Ξηροδημήτρη και προεστού του χωριού. Κατά την βάπτιση του Δημήτρη όμως ο νονός του, απλός και αγράμματος άνθρωπος, νόμισε ότι βαφτίζει κορίτσι κι έτσι του έδωσε το όνομα Πανουργιά (Πανωραία)! Ο θεοσεβούμενος πατέρας του θεωρούσε γρουσουζιά να αλλάξει το όνομα του γιου του, μετατρέποντάς το απλώς στο αρσενικό Πανουργιάς.
Πέρα από τη σπαρταριστή αυτή εκδοχή με τη σύγχυση του νονού, υπάρχει και μια δεύτερη εκδοχή που υποστηρίζει πως η βάφτιση έγινε κατά την ώρα επίθεσης των Τούρκων και μέσα στον πανικό ο παπάς παράκουσε το όνομα. Όλοι πάντως συμφωνούν πως ήταν ο πατέρας αυτός που διατήρησε το όνομα, το οποίο αγάπησε ο Πανουργιάς μεγαλώνοντας και το κράτησε τόσο ως όνομα όσο και ως επίθετο, υπογράφοντας συνήθως ως Πανουργιάς Δημ. Πανουργιάς.
Αυτό δεν θα ήταν βέβαια παρά ένα αμελητέο πρόβλημα για τον Πανουργιά, ο οποίος καταδικάζεται νωρίς νωρίς σε θάνατο! Ήταν σε ένα πανηγύρι που ερωτεύτηκε παράφορα μια κοπέλα, έπεσε όμως πάνω στον τούρκο αντίζηλό του, που ήταν μπέης. Ο Πανουργιάς τον σκοτώνει, πέφτει ωστόσο στα χέρια των Τούρκων και καταδικάζεται σε απαγχονισμό. Τον σώζει τελικά ένας σημαίνοντας Οθωμανός της περιοχής, ο Δελή Αχμέτ αγάς, ο οποίος τον παίρνει υπό την προστασία του. Ο Δελή Αχμέτ έγινε σύντομα κλέφτης και ο ίδιος και τώρα είχε τον νεαρό Έλληνα πρωτοπαλίκαρό του.
Όταν σκοτώθηκε μάλιστα ο τούρκος κλέφτης, ο Πανουργιάς τον διαδέχτηκε στην αρχηγία και συνεργαζόταν τώρα με τον αρχικλέφτη Ανδρέα Ανδρούτσο (Ανδρέα Βερούση), διαβόητο αρβανίτη πειρατή και πατέρα του κατοπινού ήρωα Οδυσσέα. Ο Καπετάν Ανδρούτσος ακολούθησε την εκστρατεία του έλληνα συνταγματάρχη του Ρωσικού Στρατού, Λάμπρου Κατσώνη, καθ’ όλη την περίοδο 1770-1792, η οποία χαρακτηρίστηκε από τον Ρωσο-Τουρκικό Πόλεμο και τα Ορλοφικά, την αποτυχημένη επανάσταση των Ελλήνων κατά του οθωμανικού ζυγού το 1770 που υποδαύλισαν οι Ρώσοι δηλαδή.
Εκεί ανδρώθηκε πολεμικά και διακρίθηκε για τη γενναιότητά του ο Πανουργιάς και η φήμη του είχε φτάσει μέχρι και την αυλή του Αλή Πασά. Ο οποίος μην ξέροντας τι άλλο να κάνει για να απαλλαγεί από τον κλέφτικο βραχνά του Πανουργιά τον χρίζει το 1813 αρματολό των Σαλώνων!
Ο κλέφτης δεν θα στέριωνε στην άλλη πλευρά του νόμου και ο Αλή Πασάς τον αντικαθιστά τάχιστα με έναν Σουλιώτη. Ο Πανουργιάς παίρνει και πάλι τα βουνά για να ζήσει ως κλέφτης, βλέπει όμως τον γιο του παλιού του συντρόφου, τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, να τον κυνηγά για να τον συλλάβει για λογαριασμό του Αλή Πασά! Ο Ανδρούτσος δεν βρίσκει ούτε τον Πανουργιά ούτε τον γιο του, βρίσκει όμως τη γυναίκα και τις κόρες του, τις οποίες παρουσιάζει αλυσοδεμένες μπροστά στον πασά των Ιωαννίνων.
Για να σώσει τη φαμίλια του, παραδίδεται τελικά στον Αλή Πασά και ζει πλέον στα Γιάννενα (1817-1820), ώστε να είναι σε στενή επιτήρηση. Η γυναίκα του πέθανε όμως από τις κακουχίες και ενταφιάστηκε στα Γιάννενα. Όταν ο Αλή Πασάς στρέψει την προσοχή του στον πόλεμο με τον σουλτάνο, του εμπιστεύεται ξανά το αρματολίκι των Σαλώνων (Άμφισσας), κρατώντας τον ωστόσο κοντά του, γιατί δεν τον εμπιστεύεται καθόλου.
Και καλά κάνει…
Η Επανάσταση του 1821
Με τα στρατεύματα του σουλτάνου να πολιορκούν τα Ιωάννινα, ο Πανουργιάς βρίσκει την ευκαιρία να δραπετεύσει μια σκοτεινή νύχτα κολυμπώντας τη λίμνη Παμβώτιδα. Επιστρέφει μετά κόπων και βασάνων στα λημέρια του στη Φωκίδα. Οι προύχοντες των Σαλώνων, που είχαν ήδη μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία, αποδέχονται τον διορισμό του ως αρματολό και τον εντάσσουν στις τάξεις των Φιλικών.
Στο σύντομο διάστημα που θα μεσολαβούσε μέχρι το ξέσπασμα της επανάστασης, ο Πανουργιάς οργάνωσε με επιμέλεια και φρόνηση τον αγώνα στη Στερεά Ελλάδα. Ήταν ήδη μεγάλος ηλικιακά, δεν λογάριαζε όμως από χρόνια.
Κι έτσι όταν άκουσε για την έναρξη του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα στον Μοριά, ο Πανουργιάς μεταβαίνει τάχιστα στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία στην Παρνασσίδα και στις 24 Μαρτίου 1821 υψώνει το λάβαρο της επανάστασης με τον παθιασμένο για λευτεριά επίσκοπο Άμφισσας, Ησαΐα.
Οι πρόκριτοι και οι δημογέροντες διστάζουν όμως να συμφωνήσουν σε κάτι που μοιάζει αποκοτιά, κι έτσι ο πολυμήχανος Πανουργιάς καταστρώνει σχέδιο: σκαρφίζεται ένα σενάριο όπου οι ξένες δυνάμεις θέλουν να βοηθήσουν και βάζει έναν έμπιστό του να καταφτάσει στο μοναστήρι ασθμαίνοντας μεταφέροντας τα καλά νέα για τη ρωσική αρμάδα που είχε καταφτάσει στο Γαλαξίδι!
Με τις ευλογίες όλων, ξεκινά την ίδια μέρα την πολιορκία των Σαλώνων, του ισχυρού κάστρου των Οθωμανών. Τα Σάλωνα αποτελούσαν θέση-κλειδί όχι μόνο λόγω της προνομιούχας θέσης τους, αλλά και για το καλά οχυρωμένο κάστρο τους, το οποίο αν παρέμενε στα χέρια του εχθρού θα διακυβευόταν όλος ο αγώνας της Πελοποννήσου.
Ο Πανουργιάς ηγήθηκε της πολιορκίας των Σαλώνων, έστειλε τα πρωτοπαλίκαρά του να στρατολογήσουν κόσμο και πολεμοφόδια και είδε τους κατοίκους του Γαλαξιδίου να προστρέχουν στη μάχη με τα 40 καράβια τους. Το τέχνασμα του οπλαρχηγού με τον ρωσικό στόλο είχε αποδώσει καρπούς, καθώς επαναστάτες κατέφταναν από κάθε γωνιά της Φωκίδας και στις 26 Μαρτίου οι υπόδουλοι ραγιάδες πολιορκούσαν τα Σάλωνα.
Οι Τούρκοι αρνούνταν να παραδοθούν, ελπίζοντας σε ενισχύσεις από Εύβοια και Λαμία. Ο Πανουργιάς κάλεσε τους οπλαρχηγούς σε συμβούλιο, συνέχισαν την πολιορκία και, έχοντας εγγυηθεί την ασφάλεια των πολιορκημένων, είδε τους Τούρκους να παραδίδονται στις 10 Απριλίου, ανήμερα της Λαμπρής, στον ίδιο, που είχε στρογγυλοκαθίσει μπροστά στην πύλη του κάστρου. Ήταν το πρώτο ελεύθερο Πάσχα των Ελλήνων έπειτα από τέσσερις αιώνες σκλαβιάς! Τους Τούρκους δεν κατάφερε βέβαια να τους σώσει ο Πανουργιάς, καθώς περίμενε επίθεση από τη Λαμία και δεν ήθελε να έχει και πίσω του εχθρούς.
Η κήρυξη της επανάστασης στα Σάλωνα και το πάρσιμο του κάστρου τους διαδραμάτισαν αποφασιστικό ρόλο στη μετέπειτα εξέλιξη του αγώνα. Τα παλικάρια του Πανουργιά εξοπλίστηκαν με 600 όπλα και ανάλογα πολεμοφόδια, λάφυρα από τους εγκλείστους, και η σπίθα της επανάστασης μεταφέρθηκε αμέσως στα γύρω πασαλίκια και αρματολίκια.
Μετά την άλωση των Σαλώνων, ο Πανουργιάς πέρασε τη Γραβιά και απελευθέρωσε πολλά χωριά της περιοχής. Η μεγαλύτερη από τις πρώιμες αυτές επιτυχίες θα έρθει στις 26 Αυγούστου 1821, όταν ο Πανουργιάς, επικουρούμενος από τον Δυοβουνιώτη και τον Γκούρα, θριαμβεύει στα Βασιλικά συντρίβοντας δεκαπλάσιο οθωμανικό στρατό.
Αυτή η στρατηγικής σημασίας νίκη του έδωσε την ευκαιρία στους Πελοποννήσιους να συνεχίσουν τον αγώνα τους και την πολιορκία της Τριπολιτσάς. Ήταν όμως και το άλλο: τα Σάλωνα έμειναν ελεύθερα καθ’ όλη τη διάρκεια του πρώτου χρόνου της επανάστασης, λειτουργώντας ως ορόσημο του αγώνα αλλά και ως χαρμόσυνο μήνυμα ελπίδας για όλο τον υπόδουλο ελληνισμό.
Ο Πανουργιάς πήρε μέρος και στις τρεις μεγάλες μάχες της Ανατολικής Στερεάς: στην Αλαμάνα στις 23 Απριλίου, όπου οι Διάκος, Δυοβουνιώτης και Πανουργιάς ηττήθηκαν από μερικές χιλιάδες Τούρκους, στο Χάνι της Γραβιάς στις 8 Μαΐου, όπου αντιστάθηκε με επιτυχία στο πλευρό του Οδυσσέα Ανδρούτσου, και στον θρίαμβο όπως είπαμε των Βασιλικών στις 26-28 Αυγούστου, όπου οι οθωμανικές δυνάμεις εξολοθρεύτηκαν, δίνοντας τη δυνατότητα στους Έλληνες της νότιας Ελλάδας να καταλάβουν την Τρίπολη στις 23 Σεπτεμβρίου, εδραιώνοντας για τα καλά την επανάσταση.
Οι 600 του Πανουργιά έβλεπαν τον οπλαρχηγό τους να παίζει κορόνα-γράμματα τη ζωή του για να τους εμψυχώνει, καταστρώνοντας ταυτοχρόνως μια σειρά από τακτικές ανταρτοπόλεμου που επέφεραν συντριπτικά πλήγματα στον εχθρό. Πανουργιάς και Δυοβουνιώτης πρότειναν εξάλλου να οχυρωθούν οι Έλληνες στα Βασιλικά και είχαν εκ του αποτελέσματος δίκιο.
Στην εν λόγω μάχη μάλιστα ο γερο-Πανουργιάς πολέμησε πλάι-πλάι με τον γιο του, Νάκο, και μόνο όταν είδε τη γενναιότητα του παιδιού του πείστηκε πως είναι άξιος διάδοχός του. Σε κείνη τη μάχη αρρώστησε βαριά και αποσύρθηκε κάποια στιγμή από τις εχθροπραξίες για να αναρρώσει, δίνοντας την αρχηγία του σώματός του στον Νάκο…
Τελευταία χρόνια
Η Μάχη των Βασιλικών Φθιώτιδας δεν θα ήταν φυσικά η τελευταία μάχη για τον γηραλέο οπλαρχηγό, ο οποίος άφησε στο πόδι του τον Νάκο Πανουργιά να πολεμά στην Ανατολική Ελλάδα και αυτός έσπευσε στην Πελοπόννησο για να συμμετάσχει στις εργασίες της Α’ Εθνοσυνέλευσης της Επιδαύρου ως αντιπρόσωπος των Σαλώνων.
Με το κύρος που απολάμβανε και στις δύο πλευρές, μεταβαίνει το 1822 στην Ακροκόρινθο για να διαπραγματευτεί τους όρους της παράδοσης των κατοίκων από την πολιορκία του Πλαπούτα. Με τον Πανουργιά παρόντα, οι ταμπουρωμένοι Αλβανοί άφησαν τα όπλα μια ώρα αρχύτερα.
Καθοριστική υπήρξε επίσης η συμβολή του Πανουργιά και στην ήττα του Δράμαλη στον Μοριά. Οι οπλαρχηγοί της Στερεάς Ελλάδας, μετά την κάθοδο του Δράμαλη στην Πελοπόννησο, σφράγισαν κυριολεκτικά την οδό ανεφοδιασμού του και δεν άφησαν να περάσει ούτε άμαξα ή μουλάρι για τον στρατό που φιλοδοξούσε να καταπνίξει την Ελληνική Επανάσταση.
Πριν καταστραφεί τελικά στα Δερβενάκια ο Δράμαλης, ο Πανουργιάς είχε εκπονήσει το σχέδιο καύσης των σιτηρών κατά την εκστρατεία του Οθωμανού και δεν άφησε μήτε σπιθαμή γης που να μην παραδώσει στην πυρά. Στο συμβούλιο των αρχηγών εισηγήθηκε χαρακτηριστικά να κάψουν όλα τα χωριά και τις καλύβες στον δρόμο του πασά. Να αποσύρουν σε απρόσιτα μέρη όλα τα ζώα και να μην αφήσουν ούτε τους καρπούς στα δέντρα προκειμένου να μην μπορεί να ανεφοδιαστεί ο Δράμαλης.
Ο Δράμαλης βρήκε πράγματι όλα τα χωριά και τα χωράφια στάχτη από το χέρι του Πανουργιά. Ο οποίος απέκλεισε ερμητικά πίσω του τις Θερμοπύλες και όλα τα λοιπά στενώματα, ώστε να μην μπορεί να δεχτεί βοήθεια. Τα στρατεύματα του Τούρκου έφτασαν στα Δερβενάκια εξαντλημένα και πεινασμένα και ηττήθηκαν ολοσχερώς.
Τώρα όμως ήταν ώρα να αποσυρθεί από την ένοπλη δράση, καθώς είχε γεράσει πια πολύ, μόνο που δεν θα τον άφηναν οι συνθήκες! Η Υψηλή Πύλη είχε ήδη δώσει εντολή για επόμενο κύμα επίθεσης, πέφτοντας ξανά πάνω στον Πανουργιά. Ο οποίος είχε στρατοπεδεύσει στην Άμπλιανη, την οποία οχύρωσε αποτελεσματικά και με τη βοήθεια των Σουλιωτών καρτερούσαν τώρα τον εχθρό. Ο Αμπάζ Πασάς κατέφτασε στις 14 Ιουλίου 1824, για να γνωρίσει νέα βαριά ήττα πριν τραπεί σε φυγή. Η ένδοξη αυτή στιγμή του αγώνα έφερε την αποκλειστική σφραγίδα του Πανουργιά.
Άδολος αγωνιστής και ταγμένος στον σκοπό της λευτεριάς, κρατήθηκε μακριά από τον εμφύλιο σπαραγμό του 1825 και προσπάθησε -ανεπιτυχώς- να σώσει τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, διαφωνώντας ακόμα και με τον γιο του Νάκο, τον οποίο καθυβρίζει σε οργισμένο του μήνυμα.
Τώρα συμμετείχε απλώς στις πολιτικές ζυμώσεις της ελεύθερης Ελλάδας ως αντιπρόσωπος της Φωκίδας, τόσο επί Καποδίστρια όσο και επί Όθωνα. Το 1833 διορίστηκε μέλος μιας οκταμελούς επιτροπής που συστάθηκε στο Ναύπλιο για να εξετάσει τις υπηρεσίες που είχαν προσφέρει οι αγωνιστές κατά τη διάρκεια της Επανάστασης και επέστρεψε στην πατρίδα του μόλις τέλειωσαν οι εργασίες της επιτροπής.
Ο Νάκος Πανουργιάς διορίστηκε πεντακοσίαρχος στη χιλιαρχία του Δυοβουνιώτη και έγινε αργότερα υποστράτηγος και βουλευτής τελικά του νεοσύστατου κράτους. Όσο για τον γερο-Πανουργιά, πέθανε στις 4 Αυγούστου 1834 στην Άμφισσα ως ένας από τους πλέον σεβαστούς οπλαρχηγούς και μεγάλους ήρωες της εθνεγερσίας μας…