Την Δευτέρα της Διακαινησίμου του 1983, ενώ ο Πατήρ Παϊσιος ήταν στο κελλί του και έλεγε την ευχή, ένιωσε ξαφνικά έντονη ευωδία.
Παραξενεύθηκε και πήγε προς το Εκκλησάκι, αλλά η ευωδία δεν ερχόταν από εκεί. Βγήκε έξω στην αυλή, και εκεί την αισθάνθηκε εντονότερη. Τότε άκουσε το τάλαντο από την Λιτανεία της θαυματουργής εικόνας του «Άξιον εστίν», η οποία εκείνη την ώρα βρισκόταν ένα περίπου χιλιόμετρο μακριά από το κελλί του. Ο Όσιος ένιωσε ότι η Παναγία του έστελνε από εκεί την ευλογία Της.
Θεία ευωδία πλημμύρισε το κελλί του και έναν χρόνο αργότερα, στις 26 Μαρτίου 1984. Ενώ προσευχόταν όρθιος μπροστά στις εικόνες του κελλιού του, είδε ξαφνικά τον Χριστό και την Παναγία να κινούνται μέσα στις εικόνες Τους, σαν ζωντανοί! Αμέσως έπεσε να Τους προσκυνήσει με ευλάβεια λέγοντας: «Χριστέ μου, ευλόγησέ με! Παναγία μου, ευλόγησέ με»! Ταυτόχρονα το κελλί του γέμισε από μια ευωδία τόσο έντονη, ώστε ευωδίαζε ακόμη και το κατασκονισμένο χαλάκι που ήταν μπροστά στο κρεββάτι του. Τον έπιασε «θεία τρέλλα»· έμεινε εκεί γονατιστός και ασπαζόταν το χαλάκι. Η ευωδία αυτή κράτησε αρκετές ημέρες.
Λίγους μήνες αργότερα, στις 2 Νοεμβρίου το πρωί, ενώ βρισκόταν στο Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, άρχισε ξαφνικά να ακούει ψαλμωδίες. Νόμισε ότι έψαλλαν Αδελφές αλλά, όταν βγήκε έξω από το καλύβι του να δει, δεν βρήκε κανέναν. Καθώς η ψαλμωδία αυτή συνεχιζόταν, κατάλαβε ότι έψαλλαν Άγγελοι. Τους άκουγε να ψάλλουν με ανέκφραστη γλυκύτητα τα Μεγαλυνάρια, «Μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριον…» και «Την Τιμιωτέραν των Χερουβείμ». Μόλις τελείωναν όλους τους στίχους, έψαλλαν και το «Άπας γηγενής», μία φορά σε σύντομο μέλος και μία φορά σε μέλος αργό· πρώτη φορά άκουγε τόσο αργό μέλος. Αυτό συνεχίσθηκε για δύο περίπου ώρες, οπότε η αγγελική ψαλμωδία άρχισε σιγά-σιγά να σβήνει, μέχρι που σταμάτησε.
από το βιβλίο: «Ο Άγιος Παϊσιος ο Αγιορείτης» – Έκδοση του Ιερού Ησυχαστήριου «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος». Σουρωτή Θεσσαλονίκης
simeiakairwn.wordpress.com