Οι εορτές του Πάσχα τελείωσαν και τώρα αρχίζουν τα δύσκολα για την κυβέρνηση αφού όχι μόνο έχει να κλείσει την δεύτερη αξιολόγηση, αλλά και να διαμορφώσει με τους δανειστές το δημοσιονομικό πλαίσιο στο οποίο θα κινείται η Ελλάδα έως το 2023. Αυτό σημαίνει ασφαλώς νέα μέτρα και αυστηρή λιτότητα σε βάρος των Ελλήνων πολιτών.
Με την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων οι οποίες θα συνεχιστούν αμέσως μετά την εαρινή Σύνοδο στην Ουάσιγκτον, η οποία θα γίνει στις αρχές της επόμενης εβδομάδας (24-25 Απριλίου), θα πρέπει όλα να κινηθούν γρήγορα προκειμένου να κλείσει η συμφωνία σε ένα έκτακτο Eurogroup.
Πέρα από την πρώτη μεγάλη μάχη για τον εφαρμοστικό νόμο με τα μέτρα και τα αντίμετρα των 4 δισ. ευρώ περίπου για το 2019-2020 πρέπει να συμφωνηθεί και ένα ακόμη «πακέτο». Θα πρέπει να έρθει στη Βουλή ως νόμος και ο πολυετής προϋπολογισμός με τις παρεμβάσεις έως και το 2021.
Αυτό θα είναι το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Πολιτικής που εκκρεμεί από το 2016 και θα έχει δεσμευτικά όρια εσόδων και δαπανών για τα 4 επόμενα χρόνια. Ουσιαστικά θα αποτυπώνει τη δημοσιονομική πολιτική που θα ασκείται και στα μετά μνημονίου χρόνια και θα βάζει την «σφραγίδα» στις αποφάσεις για τα μέτρα που θα διατηρηθούν σε ισχύ και στο ύψος των πλεονασμάτων.
Το βασικό σενάριο που συζητείται είναι να διαμορφωθεί το πρωτογενές πλεόνασμα στο 3,5% του ΑΕΠ για 5 έτη (δηλαδή από το 2018 έως και το 2022) και να αρχίσει η αποκλιμάκωση του από το 2023. Αυτό το «συμβιβαστικό» σενάριο ανάμεσα στα 10 έτη που ζητούσε το Βερολίνο και τα 3 έτη το πολύ που ζητούσε η Αθήνα αναμένεται να κλείσει στην επόμενη συνεδρίαση του Eurogroup.
Απομένει να φανεί πως θα διαμορφωθούν σε αυτό το «περιβάλλον» τα σχέδια για μείωση της υπέρμετρης φορολογίας που αποτυπώνονται και στις επίσημες εκθέσεις αλλά και οι ανάγκες της Ελλάδας για αυξημένες επενδυτικές δαπάνες που έχουν περιοριστεί δραστικά λόγω των μνημονίων.
Το «άρμα» της κυβέρνησης είναι το πλεόνασμα του 2016. Η ΕΛΣΤΑΤ στις 21 Απριλίου θα ανακοινώσει το πλεόνασμα του 2016 και στις 24 Απριλίου η Eurostat θα κοινοποιήσει το «πόρισμά» της για το κατά πόσο το πλεόνασμα αυτό είναι ορθό.
Είναι ήδη δεδομένο όχι μόνο από ελληνικές πηγές αλλά και από τους κ.κ. Μοσκοβισί και Ρέγκλινγκ ότι θα πρόκειται για ένα υπερπλεόνασμα πολύ πάνω από το 3% του ΑΕΠ (κάποιοι στην κυβέρνηση αναφέρουν ότι μπορεί να προσεγγίσει και το 3,7% με 4% του ΑΕΠ). Και τούτο όταν ο στόχος ήταν για 0,5% του ΑΕΠ και το ΔΝΤ εκτιμούσε ότι δεν θα επιτευχθεί.
Το πλεόνασμα που αποδεδειγμένα πλέον δείχνει ότι το 2016 πολίτες και επιχειρήσεις επωμίσθηκαν δυσανάλογα πολλά μέτρα, είναι το «όπλο» της κυβέρνησης για να διασφαλίσει κατ ελάχιστο τα αντίμετρα του 2019 – 2020 και (σε ένα ευνοϊκό σενάριο) και τους πόρους για το παράλληλο της πρόγραμμα που ξεδιπλώνει.
Κομβική για όλα τα κυβερνητικά σχέδια πάντως θα είναι η στάση του ΔΝΤ και το κατά πόσο θα επιμείνει ή όχι στις δυσοίωνες εκτιμήσεις του και στην «σκληρή» του στάση. Από την τελευταίες δηλώσεις της επικεφαλής του Ταμείου Κριστίν Λαγκάρντ φάνηκε πώς το ΔΝΤ κάνει λίγο πίσω αλλά αυτό δεν σημαίνει πώς έχει εγκαταλείψει την σκληρή του γραμμή.
Οι Ευρωπαίοι δείχνουν να είναι πιο διαλλακτικοί, αν και υπάρχει ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ο οποίος είναι αυτός που πάντα λέει την τελευταία λέξη. Φαίνεται ωστόσο πάντως πώς η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ δεν θέλει στην προεκλογική της εκστρατεία να έχει στα πόδια της το ελληνικό θέμα και μία συμφωνία με επώδυνα μέτρα για τους Έλληνες θα ήταν αυτό που θα την εξυπηρετούσε περισσότερο.