Από την αρχή της κυβερνητικής θητείας του ΣΥΡΙΖΑ άρχισαν να φουντώνουν οι συζητήσεις περί χωρισμού Εκκλησίας και Κράτους (οικονομικής φύσεως ζήτημα), αλλά και διαχωρισμού θρησκείας – πολιτείας.
Οι μάσκες σταδιακά άρχισαν να πέφτουν και οι αριστερίστικες ιδεοληψίες βγήκαν στην επιφάνεια, με δήθεν «προοδευτικούς» βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος να εξαπολύουν επιθέσεις κατά της Εκκλησίας και να επιχειρούν να θέσουν στο περιθώριο την Ορθόδοξη πίστη. Η προσπάθεια του πρώην υπουργού Παιδείας με την εμμονή στην αλλαγή του μαθήματος των θρησκευτικών είναι χαρακτηριστική και επιβεβαίωσε τους στόχους του ΣΥΡΙΖΑ.
Στη Βουλή κατατίθεται σήμερα, Δευτέρα 27 Μαρτίου 2017, η κυβερνητική πρόταση για τη νέα συνταγματική αναθεώρηση που θα τεθεί προς διαβούλευση.
Ένας από τους άξονες που παρουσιάζονται είναι και οι σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας, ένα ζήτημα για το οποίο έχει χυθεί πολύ μελάνι, καθώς πρόκειται για εξαιρετικά ευαίσθητο θέμα.
Η «αριστερή» κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ προτείνει στο νέο Σύνταγμα να ισχύει «ρητή κατοχύρωση της θρησκευτικής ουδετερότητας του Κράτους με διατήρηση όμως για ιστορικούς και πρακτικούς λόγους της αναγνώρισης της Ορθοδοξίας ως κρατούσας θρησκείας».
Πιο συγκεκριμένα, η πρόταση της κυβέρνησης αναφέρει:
Καθιερώνεται πλήρως η διακριτότητα κράτους και εκκλησίας, με πλήρη σεβασμό στην Ορθόδοξη Εκκλησία και τον ιστορικό της ρόλο.
Ρητή κατοχύρωση της θρησκευτικής ουδετερότητας του κράτους, με αναγνώριση της Ορθοδοξίας ως ιστορικά επικρατούσας θρησκείας (άρθρο 3).
Κατοχύρωση της υποχρεωτικότητας του πολιτικού μόνον όρκου στις ορκωμοσίες των αιρετών του πολιτεύματος, των δικαστών και των λοιπών δημοσίων λειτουργών (άρθρο 13).
Στο ισχύον Σύνταγμα οι αρμοδιότητες του κράτους είναι συνταγματικώς διαχωρισμένες από τις αρμοδιότητες της Εκκλησίας. Ως εκ τούτου, πρέπει να μιλάμε για «επαναπροσδιορισμό των σχέσεων Κράτους – Εκκλησίας». Επαναπροσδιορισμός που ως βάση του πρέπει να έχει την υποχρεωτική εφαρμογή των θρησκευτικών ελευθεριών, οι οποίες άλλωστε προστατεύονται ποικιλοτρόπως. Ο καθένας, δηλαδή, να είναι ελεύθερος να τελέσει πολιτικό γάμο, πολιτική κηδεία ή να μην βαφτίσει το παιδί του.
Αρκετοί ζητούν πλήρη αναθεώρηση του άρθρου 3 του Συντάγματος, το οποίο αναφέρεται στις σχέσεις Κράτους-Εκκλησίας. Το γεγονός, όμως, ότι ως επικρατούσα θρησκεία της χώρας αναφέρεται η Θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν περιορίζει την ελευθερία έκφρασης άλλων θρησκευτικών πεποιθήσεων ή αθεϊσμού. Άλλωστε, η συνταγματική έννοια της «επικρατούσας» θρησκείας σημαίνει όχι επίσημη ή κρατική θρησκεία, αλλά θρησκεία της μεγάλης πλειοψηφίας του λαού.
Προς τί λοιπόν οι φωνές περί αναθεώρησης ή και κατάργησης;
Υπάρχει, δυστυχώς, μία τάση ισοπέδωσης των πάντων και μία αντιεκκλησιαστική και αντικληρική πολεμική. Ο χωρισμός Εκκλησίας – Κράτους, κάποιων εμπαθών ιδεολόγων, αποσκοπεί στο να δημιουργηθεί ένα άθρησκο κράτος. Δίχως εικόνες στα δικαστήρια, τα νοσοκομεία, τον στρατό, τα σχολεία. Δίχως το μάθημα των θρησκευτικών και την προσευχή στα σχολεία. Δίχως σταυρό στην σημαία, δίχως παρελάσεις, δίχως εορτασμό των εκκλησιαστικών εορτών και των εθνικών επετείων. Να γίνουμε ένα κράτος δίχως παράδοση και μνήμη, δίχως ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.
Κράτος δίχως γλώσσα και θρησκεία κουτσουρεύεται και είναι έτοιμο να μείνει ανάπηρο και να πεθάνει.
Αλήθεια, τι θα κάνει τώρα ο κυβερνητικός εταίρος, Πάνος Καμμένος και οι Ανεξάρτητοι Έλληνες; Θα στηρίξει την κυβερνητική πρόταση;