Τό κριτήριο τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας
τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱεροθέου
Τελευταῖα, διάβασα κείμενα ἀκαδημαϊκῶν διδασκάλων, οἱ ὁποῖοι διδάσκουν σέ διάφορες Θεολογικές Σχολές τοῦ ἐξωτερικοῦ καί τοῦ ἐσωτερικοῦ, γιά ἐκκλησιολογικά θέματα, γιά τό τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία, γιά τό ἄν ταυτίζωνται τά χαρισματικά μέ τά κανονικά ὅρια, γιά τό ἄν ὑπάρχουν «Ἐκκλησίες» ἔξω ἀπό τήν Μία Ἐκκλησία.
Κατάλαβα ὅτι διαπράττονται δύο βασικά λάθη.
Τό πρῶτον ὅτι συγχέουν τήν ὕπαρξη μερικῶν Χριστιανῶν ἐκτός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, πού ἔχουν προσευχή καί ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ, μέ τό πλαίσιο τῶν ἑτεροδόξων Ὁμολογιῶν, στό ὁποῖο ἀνήκουν. Δηλαδή, ὑπάρχουν διάφοροι Χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι ἀνήκουν σέ Χριστιανικές Ὁμολογίες καί διακρίνονται γιά τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό, ἔχουν αἴσθηση τῆς μετανοίας, μελετοῦν τήν Ἁγία Γραφή, προσεύχονται καί γενικά ἀναζητοῦν τήν σωτηρία τους. Ὅπως, ὑπάρχουν καί ’Ορθόδοξοι Χριστιανοί πού δέν ζοῦν σύμφωνα μέ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ καί τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Καί φυσικά, ὁ Θεός ἔχει τήν πλήρη ἁρμοδιότητα νά σώση καί ἀνθρώπους πού εἶναι ἐκτός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅπως καί νά καταδικάση Ὀρθοδόξους Χριστιανούς πού δέν ζοῦν σύμφωνα μέ τίς ἐντολές Του.
Ἀλλά, ὅταν ὁμιλοῦμε γιά τίς διαφορές μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῶν διαφόρων ἑτεροδόξων Ὁμολογιῶν, καί ὅτι οἱ ἑτερόδοξες Ὁμολογίες ἐκκλίνουν ἀπό τήν Ὀρθόδοξη διδασκαλία, ὅπως διατυπώθηκε ἀπό τούς Πατέρας στίς Οἰκουμενικές Συνόδους, τό ἐννοοῦμε στό δογματικό ἐπίπεδο, ἐξετάζουμε τήν διαφορά στά δόγματα, τά ὁποῖα ἐπηρεάζουν καί τό ἦθος τῶν ἀνθρώπων. Δέν ἀποκλείεται, ὅμως, σέ αὐτές τίς Ὁμολογίες νά ὑπάρχουν Χριστιανοί οἱ ὁποῖοι νά ζοῦν σύμφωνα μέ τό Εὐαγγέλιο καί νά ἀναζητοῦν τόν Θεό, ὁπότε ἡ κρίση τοῦ Θεοῦ θά εἶναι ἀνάλογη.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί τά μέλη της σώζονται ὅταν ζοῦν ὀρθόδοξα, ὅταν ἔχουν ὀρθοδοξία καί ὀρθοζωΐα. Ὁ Χριστός σώζει τούς ἀνθρώπους διά τῆς Ἐκκλησίας καί ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ. Δέν συμβαίνει τό ἴδιο, ὅμως, μέ τήν ἑτερόδοξη ὁμάδα ἤ κοινότητα, ἡ ὁποία δέν σώζει τά μέλη της. Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἔχει γράψει:
«Ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας δέν ὑπάρχει σωτηρία. Ὁ Χριστός προσφέρει τήν σωστικήν χάριν εἰς ὅλους τούς ἀνθρώπους. Ὅταν σώζεται κανείς ἐκτός τῆς ὁρατῆς Ἐκκλησίας, τοῦτο σημαίνει πώς ὁ Χριστός ὁ ἴδιος σώζει αὐτόν. Ἐάν αὐτός εἶναι μέλος ἑτερόδοξον, τότε σώζεται οὗτος διότι τόν σώζει ὁ Χριστός καί οὐχί ἡ «Παραφυάς» εἰς τήν ὁποίαν ἀνήκει».
Τό δεύτερον λάθος πού γίνεται σήμερα ἀπό μερικούς ἀκαδημαϊκούς διδασκάλους εἶναι ὅτι ὅταν γράφουν γιά ἐκκλησιολογικά θέματα, κυρίως γιά τό τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία καί ποιά εἶναι τά μέλη της, παραπέμπουν συνήθως σέ παλαιοτέρους ἀκαδημαϊκούς διδασκάλους, οἱ ὁποῖοι ἀπέκτησαν κατά τεκμήριο τόν χαρακτηρισμό τοῦ εὐσεβοῦς Χριστιανοῦ καί τοῦ καλοῦ ἐπιστήμονα καί παρακάμπτουν τά κείμενα τῶν Πατέρων καί τίς Συνοδικές Ἀποφάσεις.
Ὅμως, εἶναι γνωστόν ὅτι καί αὐτῆς τῆς κατηγορίας οἱ ἀκαδημαϊκοί διδάσκαλοι εἶχαν ἐπηρεασθῆ, κατά ποικίλους βαθμούς καί τρόπους, ἀπό ἄλλες παραδόσεις, σχολαστικές ἤ προτεσταντικές, καί μέ αὐτό τό πνεῦμα ἐκπαίδευσαν Θεολόγους καί Κληρικούς.
Τό σημαντικότερο εἶναι ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη πίστη μας, δέν στηρίζεται στίς πανεπιστημιακές σπουδές μας ἤ δέν καθορίζεται ἀπό τούς ἀκαδημαϊκούς διδασκάλους μας, ὅσο εὐσεβεῖς καί ἄν εἶναι, ἀλλά ἀπό τούς ἁγίους Πατέρας καί μάλιστα ἀπό Συνοδικά κείμενα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ἐμεῖς οἱ Ἐπίσκοποι ὅταν πρόκειται νά χειροτονηθοῦμε σέ Ἐπίσκοπον δίνουμε τήν Ὁμολογία τῆς πίστεώς μας στίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί ὄχι στό πτυχίο μας, τό ὁποῖο ἀποκτήσαμε ἀπό τίς Θεολογικές Σχολές, στίς ὁποῖες διδάσκουν ἀκαδημαϊκοί θεολόγοι πού ἔχουν δεχθῆ ποικίλες ἐπιδράσεις.
Βεβαίως, τό πτυχίο εἶναι προϋπόθεση, κατά τόν νόμο, γιά νά ἐγγραφῆ κάποιος στόν κατάλογο ἐκλογίμων πρός ἀρχιερατεία, ἀλλά δέν δίνουμε σέ αὐτό τήν ὁμολογία τῆς πίστεώς μας.
Εἶναι σημαντικό νά διαβάση κανείς τήν ὁμολογία τήν ὁποία δίνει ὁ ἐκλεγμένος Ἐπίσκοπος πρίν τήν χειροτονία του, καί μάλιστα τήν ὁμολογία πού γιά λόγους, ἐνδεχομένως, συντομίας χρόνου δέν διαβάζεται σήμερα, μέ τήν ὁποία ἀναθεματίζει καί συγκεκριμένους αἱρετικούς ὀνομαστικά καί ὅλους τούς αἱρετικούς.
Ἔτσι, κυρίως ἐμεῖς οἱ Ἐπίσκοποι καλούμαστε νά ὁμολογοῦμε, νά κηρύττουμε, νά ποιμαίνουμε τούς Χριστιανούς «κατά τάς τῶν ἁγίων θεοπνεύστους θεολογίας καί τό τῆς Ἐκκλησίας εὐσεβές φρόνημα», καί ὄχι ἐπί τῇ βάσει τῆς διδασκαλίας τοῦ καθενός θεολόγου καθηγητοῦ, πού γράφει κατά τήν δική του «θεολογία». Τά Πρακτικά τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων εἶναι ἡ βάση τῆς Ὀρθοδόξου δογματικῆς διδασκαλίας, ὅπως συνοπτικά φαίνεται στό «Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας».
Αὐτή εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη πίστη. Αὐτό εἶναι τό κριτήριο τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας, σέ αὐτό δώσαμε τήν πίστη καί τήν ὁμολογία μας. Καί αὐτό πρέπει νά τονίζεται, γιατί κάποιοι ἀκαδημαϊκοί διδάσκαλοι, γιά τούς ὁποίους γνωρίζουμε πῶς ἀπέκτησαν αὐτήν τήν θέση, μέ τίς ἐπιλεκτικές καί κατευθυνόμενες ὑποσημειώσεις καί τίς παραπομπές πού κάνουν σέ διάφορα κείμενά τους, ἐν γνώσει ἤ ἐν ἀγνοίᾳ τους, παραπλανοῦν τούς ἀναγνώστας ἤ τοὐλάχιστον φανερώνουν τήν θεολογική ἀνεπάρκειά τους καί τήν ἄγνοια τῶν πατερικῶν κειμένων.
Δέν εἶναι δυνατόν κάποιος Κληρικός νά γράφη στά βιβλία του ἀντορθόδοξες ἀπόψεις δῆθεν ὡς ἐπιστήμων, ἐπηρεασμένος ἀπό ἑτεροδόξους θεολόγους, προκειμένου νά ἔχη μιά ἀκαδημαϊκή ἐξέλιξη καί συγχρόνως νά ὁμιλῆ δῆθεν ὀρθοδόξως, ὡς Κληρικός, στά κηρύγματά του πρός τό ὀρθόδοξο ποίμνιο!
Δέν μπορεῖ νά γίνεται διάσπαση μεταξύ ἐπιστημονικῆς καί ὀρθοδόξου θεολογίας στόν ἴδιο ἄνθρωπο, καί νά ἄλλοτε νά συμπεριφέρεται ὡς ἐπιστήμονας, πού διαφοροποιεῖται ἀπό τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί συνεχίζει τήν θεολογική συζήτηση πού ἔχει περατωθῆ στίς Οἰκουμενικές Συνόδους, γιά τήν φύση, γιά τό πρόσωπο, γιά τήν θέληση, καί ἄλλοτε νά ὁμιλῆ ὡς ὀρθόδοξος Ἐπίσκοπος!
Ἑπομένως, κριτήριο τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας εἶναι οἱ ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τό «Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας» καί ὄχι τά ὅσα γράφουν οἱ ἀκαδημαϊκοί διδάσκαλοι, ὅσο εὐσεβεῖς καί ἄν εἶναι.
Ἱερὰ Μητρόπολις Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου
Εκκλησιαστική Παρέμβαση –