Ο ηγέτης της γερμανικής αντιπολίτευσης, Φρίντριχ Μερτς δεσμεύτηκε να ενισχύσει τους συνοριακούς ελέγχους και να αυξήσει τις απελάσεις εάν γίνει καγκελάριος μετά τις εκλογές τον επόμενο μήνα, μια ημέρα μετά τη σύλληψη ενός Αφγανού για επίθεση με μαχαίρι κατά την οποία σκοτώθηκαν δύο άτομα.
Ο Φρίντριχ Μερτς, του οποίου η συντηρητική συμμαχία CDU/CSU προηγείται στις δημοσκοπήσεις, είπε ότι δεν θα επιτρέψει επιθέσεις όπως αυτή στη βαυαρική πόλη Aσάφενμπουργκ την Τετάρτη να γίνουν «κανονική υπόθεση».
Ο ύποπτος για την επίθεση, ο οποίος συνελήφθη λίγο αργότερα, είναι ένας 28χρονος Αφγανός με ιστορικό ψυχιατρικών προβλημάτων και βίας. Η διαδικασία ασύλου του είχε κλείσει κατόπιν αιτήματός του μετά από δύο χρόνια, σύμφωνα με τις αρχές της Βαυαρίας. Είχε πει ότι θα έφευγε από τη Γερμανία με δική του θέληση τον περασμένο μήνα, αλλά δεν το έκανε και συνέχισε να λαμβάνει ψυχιατρική θεραπεία.
Ο Μερτς είπε ότι «όλοι οι παράτυποι μετανάστες» πρέπει να επιστραφούν στα σύνορα, συμπεριλαμβανομένων των ατόμων που αναζητούν προστασία από πόλεμο ή πολιτική δίωξη, και ότι είναι έτοιμος να εκδώσει μια «de facto απαγόρευση» εισόδου για όλους όσοι δεν έχουν έγκυρα έγγραφα εισόδου.
Ζήτησε αύξηση του αριθμού των κέντρων κράτησης μεταναστών, επικαλούμενος την καταλληλότητα των άδειων αποθηκών, των μετασκευασμένων εμπορευματοκιβωτίων ή των αχρηστευμένων στρατώνων. Πρόσθεσε ότι οι άνθρωποι που συνελήφθησαν από την αστυνομία για εγκληματικές πράξεις και οι οποίοι είχαν κληθεί να φύγουν αλλά το είχαν αρνηθεί «πρέπει να τεθούν υπό κράτηση… και να απελαθούν το συντομότερο δυνατό».
Ο Μερτς επέκρινε επίσης δριμύτατα τους νόμους της ΕΕ για το άσυλο και τη μετανάστευση, χαρακτηρίζοντάς τους «δυσλειτουργικούς» και ζήτησε απότομη απόκλιση από την αρχή Σένγκεν του μπλοκ για την ελεύθερη κυκλοφορία. Ορκίστηκε να εισαγάγει μόνιμους ελέγχους και στα εννέα σύνορα της Γερμανίας με τις γειτονικές χώρες, εάν εκλεγεί στις 23 Φεβρουαρίου.
ΜΚΟ μέσω Γερμανίας αμφισβητεί την οριοθέτηση του Έβρου παρερμηνεύοντας την Λωζάννη θέτοντας σε συναγερμό την Αθήνα
Η επίθεση στο Aσάφανμπουργκ ήταν η τελευταία από μια σειρά βίαιων επιθέσεων στη Γερμανία, τροφοδοτώντας εκκλήσεις για σκληρότερα μέτρα ασφαλείας και ενισχύοντας τη θέση της ξενοφοβικής «Εναλλακτικής για τη Γερμανία» (AfD), που βρίσκεται στη δεύτερη θέση στις δημοσκοπήσεις.
Ο καγκελάριος, Όλαφ Σολτς, του οποίου το κόμμα SPD βρίσκεται στην τρίτη θέση στις δημοσκοπήσεις, συγκάλεσε αργά το βράδυ συνάντηση με την υπουργό Εσωτερικών του, Νάνσι Φέιζερ, μαζί με τους επικεφαλής της εσωτερικής υπηρεσίας πληροφοριών της χώρας, την αστυνομία και τους εκπροσώπους κοινωνικής πρόνοιας.
Καταδίκασε μια «απίστευτη πράξη τρόμου», λέγοντας ότι «είναι άρρωστος και κουρασμένος να βλέπει τέτοιες πράξεις βίας να γίνονται εδώ κάθε λίγες εβδομάδες, που διαπράττονται από δράστες που έχουν έρθει σε εμάς για να βρουν προστασία». Επέμεινε ότι οι αρχές θα πρέπει να εργάζονται όλο το εικοσιτετράωρο για να μάθουν γιατί ο δράστης δεν είχε απελαθεί όπως είχε προγραμματιστεί.
Η Φέιζερ παραδέχτηκε ότι ο κανονισμός του Δουβλίνου της ΕΕ, σύμφωνα με τον οποίο τα άτομα που εισέρχονται στην ΕΕ σε μια χώρα θα έπρεπε να διεκπεραιώνουν τις υποθέσεις τους σε αυτή τη χώρα, δεν λειτουργούσε, υπερασπιζόμενη παράλληλα το αρχείου απελάσεων του υπουργείου της. Προειδοποίησε επίσης τον Μερτς να μην εκμεταλλεύεται πολιτικά την επίθεση, υποστηρίζοντας ότι ωφελεί τις ακραίες φωνές.
Ο δήμαρχος του Aσάφενμπουργκ, Γιούργκεν Χέρτσινγκ, έκανε παραλληλισμούς με άλλες πρόσφατες επιθέσεις, αλλά προειδοποίησε: «Δεν μπορούμε και δεν πρέπει ποτέ να κατηγορήσουμε μια ολόκληρη εθνοτική μάδα για την επίθεση ενός ατόμου… παρά τον θυμό, τη θλίψη και τις σκέψεις εκδίκησης, ας μην στραφούμε στη βία και μίσος».