Διάκριση οὐσίας καί ἐνεργειῶν στόν Θεό
Μιλᾶμε, ἀγαπητοί ἀδελφοί, γιά τό θέμα τῆς γνώσης τοῦ Θεοῦ· τό θέμα αὐτό ἔχει μία δίπλευρη ἀντιμετώπιση· ἀπό τήν μιά μεριά ὁ Θεός εἶναι ἄγνωστος καί ἀπό τήν ἄλλη εἶναι γνωστός· εἶναι ἄρρητος, ἀλλά καί ρητός. Αὐτό προέρχεται ἀπό τήν «διπλόη» τῆς Φύσης Του,1 πού εἶναι ἀφ᾽ ἑνός μέν ἀπόκρυφη, ἀφ᾽ ἑτέρου δέ φανερή. Ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία μας λέει: Ὁ Θεός εἶναι ἄγνωστος καθ᾽ Ἑαυτόν, κατά τήν οὐσία Του, ἀλλά εἶναι γνωστός ἀπό τίς ἐνέργειές Του. Εἶναι ἐπιγραμματική αὐτή ἡ διατύπωση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, πού ἔκανε σέ διάλογό του μέ τόν ἀντίπαλό του Νικηφόρο Γρηγορᾶ: «Τοῦ Θεοῦ τό μέν ἄγνωστόν ἐστι τό δέ γνωστόν, καί τό μέν ἄρρητον τό δέ ρητόν· ἄγνωστός ἐστι ὁ Θεός ἐκ τῶν κατ᾽ αὐτόν, γνωστός δέ ἐκ τῶν περί αὐτόν φυσικῶν ἐνεργειῶν».
Ἡ Ὀρθοδοξία κάνει μιά διάκριση ἀνάμεσα στήν οὐσία, τήν φύση ἤ τήν ἐσώτερη ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, ἀπό τήν μιά πλευρά καί στίς ἐνέργειές Του, τίς λειτουργίες ἤ τίς δραστηριότητές Του ἀπό τήν ἄλλη. Ἔτσι διαφυλάσσεται καί ἡ ὑπερβατικότητά Του (ἥ ἑτερότητά Του) καί ἡ ἐγγύτητά Του. Ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ παραμένει πάνω καί πέρα ἀπό μᾶς, ἀλλά οἱ ἐνέργειές Του κατέρχονται σέ μᾶς. Εἶναι πολύ δυνατά τά λόγια τοῦ Μεγάλου Βασιλείου: «Ἡμεῖς ἐκ τῶν ἐνεργειῶν γνωρίζειν λέγομεν τόν Θεόν… Αἱ γάρ ἐνέργειαι αὐτοῦ πρός ἡμᾶς καταβαίνουσιν».2
Ἄς πάρουμε τό παράδειγμα τοῦ ἡλίου, γιά νά νοήσουμε τήν διάκριση οὐσίας καί ἐνέργειας στόν Θεό. Ὁ ἥλιος ἔχει τό καυτό του σῶμα, μέ τό ὁποῖο δέν μποροῦμε καθόλου νά ἔρθουμε σέ ἐπαφή, γιατί θά μᾶς κατακάψει, θά μᾶς κάνει στάχτη· αὐτό ἄς τό ποῦμε εἶναι ἡ οὐσία τοῦ ἡλίου. Ἀλλά ὁ ἥλιος ἔχει καί «ἐνέργειες», τίς ἀκτίνες του καί τήν θερμότητά του, στίς ὁποῖες μετέχουμε καί ἔχουμε φῶς καί θερμότητα. Ἔτσι, κατά τό παράδειγμα αὐτό, λέμε ὅτι στόν Θεό ὑπάρχουν οὐσία καί ἐνέργειες· καί κατά μέν τήν οὐσία Του ὁ Θεός εἶναι ἀμέθεκτος, δέν μποροῦμε δηλαδή νά ἔρθουμε σέ ἐπαφή μαζί Του, κατά δέ τίς ἐνέργειές Του εἶναι μεθεκτός καί ἔχουμε κοινωνία μαζί Του.3
Ἡ οὐσία δηλώνει τήν ἀπόλυτη ὑπερβατικότητα τοῦ Θεοῦ, οἱ ἐνέργειες δηλώνουν τήν ἐγγύτητα καί τήν πανταχοῦ παρουσία. Ὅταν οἱ Ὀρθόδοξοι μιλοῦν γιά τίς θεῖες ἐνέργειες, ἐννοοῦν τόν Ἴδιο τόν Θεό μέσα στήν δραστηριότητά του καί τήν αὐτοαποκάλυψή του. Ὅταν ἕνας ἄνθρωπος μετέχει στίς θεῖες ἐνέργειες, αὐτός αληθινά μετέχει στόν ἴδιο τόν Θεό, ὅσο αὐτό εἶναι δυνατό γιά ἕνα δημιούργημα.
Ὁ Θεός μας, λοιπόν, ἀγαπητοί μου, ὄντας οὐσία καί ἐνέργειες, εἶναι καί ἄγνωστος καί γνωστός καί ἄρρητος καί ρητός καί κρυμμένος καί ἀποκαλυμμένος. Αὐτή τήν «διπλόη» τοῦ Θεοῦ τήν ἐκφράζουν πολύ ὡραῖα αὐτά τά δύο χωρία τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Ἰωάννου, πού φαίνονται ἀπό πρώτη ὄψη σάν ἀντιφατικά: «Θεόν οὐδείς ἑώρακε πώποτε» (1,18) καί «Ὁ ἑωρακώς ἐμέ ἑώρακε τόν Πατέρα» (14,9). Καί ὁ μακαριστός καθηγητής Παναγιώτης Χρήστου ὑπομνηματίζει ὡραῖα: «Κανείς δέν βλέπει τόν Θεό, ἀλλά βέβαια αὐτός πού βλέπει τόν Χριστό, βλέπει καί τόν Θεό. Κανείς δέν μπορεί νά συλλάβῃ τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ὅποιος κατορθώσει νά διεισδύσει στίς θεῖες ἐνέργειες, ὅπως ἐκδηλώνονται στό ἔργο τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Λόγου, βλέπει τόν Θεό. Δέν εἶναι ἀντιφατικές οἱ ἐκφράσεις τοῦ Ἰωάννη στά δύο αὐτά χωρία· εἶναι ἀπλῶς δηλωτικές τῆς διπλῆς ὄψεως τῆς θείας φύσεως».4
Λόγῳ τῆς «διπλόης» αὐτῆς τοῦ Θεοῦ, τῆς ἀκαταληψίας Του, δηλαδή, ἀπό τήν μιά μεριά καί τῆς προσέγγισής Του ἀπό τήν ἄλλη, ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται ἀφ’ ἑνός μέν ἱερό δέος καί θαυμασμό πρός τόν Θεό, ἀφ᾽ ἑτέρου δέ ἀγάπη καί ἕλξη πρός Αὐτόν. Πραγματικά, ὅσο ὁ Θεός μένει ἀκατάληπτος, προκαλεῖ ἱερό δέος· ὅσο κατανοεῖται καί μᾶς ἕλκει πλησίον Του, μᾶς γεμίζει μέ ἀγάπη καί γλυκύτητα. Αὐτά τά δύο τά ἐκφράζει πολύ ὡραῖα αὐτός ὁ σύντομος λόγος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ θεολόγου: Ἡ φύση τοῦ Θεοῦ, λέει, ἔχει δύο ὄψεις «ἵνα τῷ ληπτῷ μέν ἕλκῃ, τῷ δέ ἀλήπτῳ θαυμάζηται».5
Ἡ διάκριση αὐτή τῆς οὐσίας καί ἐνέργειας στόν Θεό εἶναι ἀναγκαία· γιατί, ἄν δέν ὑπάρχει αὐτή ἡ διάκριση, πῶς θεώνεται ὁ ἄνθρωπος πετυχαίνοντας ἔτσι τόν σκοπό του; Θεώνεται συμμετέχοντας στήν οὐσία τοῦ Θεοῦ; Αὐτό δέν εἶναι ποτέ δυνατόν. Πέφτουμε στήν πλάνη τοῦ πανθεϊσμοῦ, ἄν τό ποῦμε αὐτό. Ὁ ἄνθρωπος θεώνεται διά τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ, διά τῶν ὁποίων, ὅπως εἴπαμε, καί γνωρίζουμε τόν Θεό. Τήν διάκριση αὐτή οὐσίας καί ἐνέργειας στόν Θεό δέν μπόρεσαν νά κάνουν διάφοροι αἱρετικοί, παλαιότερα ὁ Εὐνόμιος καί ἀργότερα ὁ πολέμιος τοῦ Παλαμᾶ, ὁ δυτικός Βαρλαάμ.
Ὅπως πρέπει νά τονίζουμε τήν ὑπερβατικότητα καί τό ἀκατάληπτο τοῦ Θεοῦ, ἔτσι πρέπει νά τονίζουμε καί τήν ἐγγύτητα τοῦ Θεοῦ σέ μᾶς διά τῶν ἀκτίστων Του ἐνεργειῶν. Οἱ Δυτικοί πού κήρυξαν τόν Θεό ὡς οὐσία μόνο, χωρίς ἐνέργειες, σείονται ἀπό τά συνθήματα τῶν νέων τους, «πέθανε ὁ Θεός»!… Ὡραῖα τά εἶπε ὁ ἅγιός μας πατέρας Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στόν δάσκαλο τῶν Δυτικῶν Βαρλαάμ: «Θεός ἀνενέργητος» (χωρίς, δηλαδή, θεῖες ἐνέργειες), σημαίνει «Θεός ἀνύπαρκτος»! Στόν κουρασμένο καί ἀπογοητευμένο ἄνθρωπο τῆς ἐποχῆς μας πρέπει ἰδιαίτερα νά τονίζουμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι πολύ κοντά μας μέ τίς θεῖες Του ἐνέργειες.
Μέ πολλές εὐχές,
† Ὁ Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίας
1.Ἡ λ. «φύση» γιά τόν Θεό πρέπει νά χρησιμοποιεῖται μέ ἐπιφύλαξη, γιατί, ὅπως ἡ ἀντίστοιχη λατινική λέξη «natura», ἔχει τήν ἔννοια τῆς προέλευσης, τῆς γέννησης, πού δέν πρέπει νά νοεῖται γιά τόν ἄκτιστο Θεό. Χρησιμοποιεῖται ὅμως ἡ λέξη στήν θεολογία μας ἀπό τήν ἐποχή τῶν Πατέρων (βλ. Παναγ. Χρήστου, Τό Μυστήριο τοῦ Θεοῦ, σ. 29).
2.Ἐπιστολή 234, 1. ΒΕΠ 55,283.
3.Τό παράδειγμα εἶναι τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ: «Ὡς γάρ ὁ ἥλιος καί ἡ ἀκτίς καί ὅθεν ἡ ἀκτίς καλεῖται, καί ὁ μέν ἀπρόσιτος, ἡ δέ προσιτή ὡς ὑφειμένη καί οὐ δύο φῶτα οὐδέ δύο παρά τοῦτο ἥλιοι, οὕτω θεότης καί φύσις καί οὐ δύο θεότητες εἰσιν» (Β΄ 119). Καί ὁ ἴδιος πατήρ λέει ἀλλοῦ: «Ἀμέθεκτος ἄρα καί μεθεκτός ὑπάρχει ὁ αὐτός Θεός, ἐκεῖνο μέν ὡς ὑπερούσιος, τοῦτο δέ ὡς οὐσιοποιόν ἔχων δύναμίν τε καί ἐνέργειαν παραδειγματικήν καί τελικήν τῶν πάντων» (Α΄ 677). Βλ. Μ. Φαράντου, Η ΠΕΡΙ ΘΕΟΥ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ σ. 532.
4.Στό βιβλίο του, Τό Μυστήριο Τοῦ Θεοῦ σ. 31.
5.Λόγος 38, 7. MPG 36,317C.