Πομφόλυγες καὶ φληναφήματα 70 χρόνων οἰκουμενιστικοῦ διαλόγου.
Οἱ Οἰκουμενιστὲς μᾶς ἐξαπατοῦν, μιλώντας μας περὶ προόδου τῶν διαλόγων, καθ’ ἣν στιγμὴ οἱ Παπικοὶ ἐπιμένουν καὶ ἐπαναλαμβάνουν καὶ σήμερα τοὺς μεσαιωνικοὺς παραλογισμοὺς καὶ τὶς αἱρέσεις τους!
Νά, ποιοί εἶναι στὴν πραγματικότητα οἱ «ἀδελφοί μας» οἱ Παπικοί.
«Ὁ φόβος εἶναι αὐτός, μὲ τὸν ὁποῖον κρατιέται ἑνωμένο ἕνα σύστημα, ὅπως ἡ Ἐκκλησία» (Dr. Monsignore Krzysztof Charamsa, Ἐφημέριος τῆς «ἁγιότητάς του», Πάπα Ρώμης καὶ μεταξὺ 2003-2015 θεολόγος στὴν ἐπιτροπὴ γιὰ θέματα πίστεως τοῦ Βατικανοῦ, βλέπ. Περιοδικὸ Stern Νο. 18/2017)
Οἱ Οἰκουμενιστὲς διακηρύττουν συνέχεια ὅτι δὲν προδίδουν τὴν πίστη καὶ παράλληλα συμμετέχουν σὲ διαλόγους γιὰ τὴν ἐξεύρεση τῆς ἀλήθειας τῆς Πίστεως, τοῦ ἐπαναπροσδιορισμοῦ τοῦ πιστεύω καὶ τῆς προσαρμογῆς του στὰ νέα δεδομένα· δηλ. ἀμφισβητοῦν ὅτι κατέχουν τὴν ἀλήθεια καὶ διαβεβαιώνουν τοὺς ἑτερόδοξους συνομιλητές τους, ὅτι θὰ τὴν βροῦν μαζὶ μὲ τοὺς αἱρετικούς, ἀναζητώντας την σὲ ἀτέρμονα συνέδρια, καὶ κοσμικῆς σημασίας ὀργανισμούς. Μιλοῦν γιὰ τὴν δύναμη τῆς πίστεως τους, ἐνῶ οἱ πράξεις καὶ οἱ δηλώσεις τους δείχνουν ὅτι εἶναι γεμάτοι μὲ ἀμφιβολία καὶ τὴν ἐπακόλουθη προδοσία. Μιλοῦν συνέχεια γιὰ ἀνεκτικότητα καὶ κατηγοροῦν ὅσους ἀντιδροῦν στὴν αἵρεσή τους, ὅσους τοὺς ὑπενθυμίζουν, ὅτι ἀπαγορεύονται ρητὰ ὰπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἱ. Παράδοση οἱ συμπροσευχές, τὰ συλλείτουργα καὶ ἡ καταπάτηση τῶν Ἱερῶν Κανόνων, ὡς μισαλλόδοξους καὶ φανατικούς, ὡς ἀπόλυτους καὶ σκοταδιστές. Ἰσχυρίζονται ὅτι ἡ ἐποχή μας δὲν εἶναι ἐποχὴ ἀποκλειστικότητας καὶ ἀπολυτότητας στὴν πίστη, ἀλλὰ ἐποχὴ ἀνεκτικότητας καὶ συμβίωσης μὲ τοὺς ἄλλους. Ἰσχυρίζονται, ὅτι οἱ διάλογοι «τῆς ἀγάπης», ὅπως τοὺς ὀνομάζουν, φέρνουν ἀποτελέσματα καὶ ὅτι ἕνας νέος ἀέρας ἀλλαγῆς πνέει στὴν Δύση. Λένε ὅμως τὴν ἀλήθεια;
Οἱ φίλοι τους, οἱ ἀδελφοί τους οἱ Παπικοὶ τοὺς διαψεύδουν πανηγυρικά. Ἐνῶ οἱ Οἰκουμενιστὲς «Ὀρθόδοξοι» καταπατοῦν ὁλοφάνερα δόγματα καὶ Ἱ. Κανόνες, οἱ Παπικοί μένουν σταθεροὶ στὶς κακοδοξίες τους παρουσιάζοντας πρὸς τὰ ἔξω ἕνα προσωπεῖο διαλλακτικότητας, ποὺ δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ τὴν πραγματικότητα. Ἡ πραγματικότητα εἶναι, ὅτι δὲν μετακινοῦνται δογματικὰ οὔτε ἑκατοστό, παρὰ 70 χρόνια καὶ βάλε «διαλόγου», ἔτσι ὥστε τὰ λόγια τῶν Οἰκουμενιστῶν νὰ ἀποδεικνύονται ἐκ τῶν πραγμάτων πομφόλυγες καὶ φληναφήματα.
Γιὰ τοῦ λόγου τὸ ἀληθὲς παραθέτω κάποιες δογματικὲς θέσεις τῶν παπικῶν μὲ τὶς πηγές τους, ποὺ παρουσιάζονται ὡς δόγματα ἀκλόνητα μέχρι καὶ σήμερα. Οἱ πηγὲς εἶναι στὴν πλειοψηφία τους ἀπὸ σχετικὰ σύγχρονες (2011, 1992, 1989) ἐκδόσεις μὲ τὶς βασικὲς θέσεις τῆς παπικῆς δογματικῆς καὶ τοῦ παπικοῦ Κανονικοῦ Δικαίου:
«Ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία τῶν Ἑλλήνων μαζὶ μὲ τοὺς συμμάχους της ἀποκήρυξε τὴν ὑπακοή της στὴν ἀποστολικὴ Ἕδρα, διατάζουμε μετὰ ἀπὸ τὴν συμβουλὴ τῆς Ἁγίας Συνόδου, ὅτι δὲν τοὺς ἐπιτρέπεται νὰ τολμήσουν πάλι κάτι ἀνάλογο καὶ ὅτι πρέπει πάλι νὰ ὑποταχθοῦν σὰν υἱοὶ τῆς παναγίας ἐκκλησίας τῆς Ρώμης» (Heinrich Denzinger, Kompendium der Glaubensbekenntnisse und kirchlichen Lehrentscheidungen, Enchiridion smybolorium definitionum et declarationum de rebus fidei et morum, herausgegeben von Peter Hünermann, 43. Auflage, Freiburg 2011,).
«Σχίσμα ὀνομάζεται ἡ ἄρνηση ὑποταγῆς στὸν Πάπα ἢ στὴν κοινότητα τῶν ὑποταγμένων σὲ αὐτὸν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας (sc.) τῆς Ρώμης (Κανόνας 751, Codex Iuris Canonici, 3. Auflage (auctoritate Ioannis Pauli PP. II promulgatus), Kevelaer 1989).
«Ὁ Πάπας δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ὁδηγηθεῖ ἀπὸ κανέναν σὲ κανένα δικαστήριο (Κανόνας 1404, Codex Iuris Canonici… ).
«Ὅποιος λέει, ὅτι ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Πέτρος δὲν ἀνακηρύχθηκε ἀπὸ τὸν Χριστὸ ὡς ὁ ἡγεμὼν ὅλων τῶν Ἀποστόλων καὶ ὡς ἡ ὁρατὴ κεφαλὴ ὁλόκληρης τῆς ἐκκλησίας καὶ ὅτι ἔχει μόνο ἕνα πρωτεῖο τιμῆς καὶ ὄχι τὸ ἀληθινὸ καὶ ὁλοκληρωτικὸ πρωτεῖο, τὸ ὁποῖο ἔλαβε κατευθεῖαν καὶ ἀδιαμφισβήτητα ἀπὸ τὸν Χριστὸ πρέπει νὰ ἀναθεματίζεται» (Josef Neuner, Heinrich Roos, Der Glaube der Kirche in den Urkunden der Lehrverkündigung, neubearbeitet von Karl Rahner und Karl-Heinz Weger, Regensburg 1971, 13. Auflage 1992) (σσ. νὰ γιατὶ οἱ Οἰκουμενιστὲς διαρρηγνύουν τὰ ἱμάτιά τους γιὰ τὸ πρωτεῖο).
«Ὅποιος ἀρνεῖται, ὅτι ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Πέτρος, μέσῳ τῆς ἐγκαταστάσεώς του, κατευθείαν ἀπὸ τὸν Χριστὸ ἢ μέσῳ θείου δικαίου ὡς πρῶτος ἐπὶ ὁλόκληρης τῆς ἐκκλησίας, δὲν ἔχει τοὺς ἀνάλογους νόμιμους διαδόχους ἢ ὅτι ὁ Πάπας δὲν εἶναι ὁ νόμιμος διάδοχος τοῦ Πέτρου ὡς πρὸς τὸ πρωτεῖο, πρέπει νὰ ἀναθεματίζεται (Heinrich Denzinger…)»
«…Ὅταν ὁ Ρωμαῖος ποντίφικας ὁμιλεῖ ἐκ καθέδρας, δηλαδή ὅταν ὑπὸ τὴν ἰδιότητα τοῦ ποιμένα καὶ διδασκάλου ὅλων τῶν χριστιανῶν, δυνάμει τῆς ὑπέρτατης ἀποστολικῆς του ἐξουσίας, ὁρίζει ὅτι κάθε διδασκαλία ποὺ ἀφορᾶ στὴν πίστη καὶ τὴν χριστιανικὴ ἠθικὴ πρέπει νὰ γίνει ἀποδεκτὴ ὡς ἀληθὴς ἀπὸ ὁλόκληρη τὴν Ἐκκλησία, βάσει τῆς Θείας Ἐπιφοιτήσεως ὑποσχεθείσης σ’ ἐκεῖνον διὰ τοῦ ἀποστόλου Πέτρου, τότε χαίρει τοῦ ἀλαθήτου ἐκείνου ποὺ ὁ Θεῖος Λυτρωτής θέλησε νὰ χαρίσει στὴν Ἐκκλησία του… Ἐὰν κάποιος ἀμφισβητήσει τὸ παραπάνω δόγμα, ἀνάθεμα» (Josef Neuner, Heinrich Roos…).
«Οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι ποὺ ἀμφισβητοῦν τὸ ἀπὸ τὸν Θεὸ παραχωρημένο σωτηριολογικὸ ἔργο τῆς «Ἁγίας Ρωμαϊκῆς καὶ Καθολικῆς Ἐκκλησίας» ἢ δὲν εἰσέρχονται σ’αυτήν, δὲν μποροῦν νὰ σωθοῦν» (Ὁμιλία τοῦ Πάπα Πίου IX. (ἁγιοποιήθηκε) «Singulari Quadam» (1854) καὶ Ἀπόφαση τῆς 2ης Βατικάνειας Συνόδου τὸ 1965).
«Ὁρίζουμε ὅτι ὅποιος δὲν ὑποταχτεῖ στὸν ρωμαῖο Ποντίφηκα δὲν μπορεῖ νὰ σωθεῖ… Ὁ ρωμαῖος Ποντίφηκας ἔχει τὴν ἐξουσία πάνω σὲ ὅλον τὸν κόσμο» (Πάπας Βονιφάτιος VIII., Bulle «Unam Sanctam» (1302) καὶ «Pastor Aeternus» τῆς 1ης Βατικάνειας Συνόδου στὶς 18. 07. 1870)
(σσ. Τὰ δύο τελευταῖα δόγματα ἔχουν ἐπαναλειμένα ἐπικυρωθεῖ καὶ ἀπολαμβάνουν μέχρι σήμερα τὴν ἀρχική τους ἰσχὺ καὶ αὐθεντία).
Καὶ μιὰ μικρὴ ἀναφορὰ στοὺς Προτεστάντες. Ἐκεῖ τὰ πράγματα γίνονται ἀκόμα πιὸ ἀνυπόφορα/ παράλογα/ ἐξωφρενικά. Ἡ Σύνοδος τῆς «Προτεσταντικῆς Ἐκκλησίας» τῆς Γερμανίας ἀναφέρει στὴν «Ἀλφάβητο τῆς Πίστεως»: «Ὅποιος παραμένει σταθερὰ σὲ δόγματα, δὲν ἔχει ἀποδοχὴ στὴν κοινωνία καὶ στὴν δημοσιότητα καὶ θεωρεῖται πεισματάρης καὶ ἀνεπήδευτος μαθήσεως».
Ἐδῶ μένει ὁ κάθε ὑγιῶς σκεπτόμενος ἄναυδος μὲ τὶς μεθοδεύσεις τῶν αἱρετικῶν.
Πῶς εἶναι δυνατόν, αὐτοὶ ποὺ ἔχουν ἀδιαπραγμάτευτες καὶ μὴ ἀποκηρυγμένες δογματικὲς θέσεις στὴν πίστη τους – τὸ ὁποῖο φυσικὰ εἶναι δικαίωμά τους, ὡς ἐλεύθερων ἀνθρώπων – νὰ ἀπαιτοῦν ἀνεκτικότητα καὶ κατάργηση τῶν δογμάτων τῶν ἄλλων – ἡ ὁποία ἀπαίτηση δὲν εἶναι δικαίωμά τους– καὶ νὰ καταδικάζουν ὅποιον δὲν ὑπακούει;
Ἀλλὰ σὲ αὐτήν τους τὴν ἀπαίτηση δὲν φέρουν τὴν εὐθύνη τόσο πολὺ οἱ ἴδιοι, ὅσο αὐτοὶ ποὺ τοὺς τὸ ἐπιτρέπουν, δηλ. οἱ Οἰκουμενιστές. Ἀλλὰ αὐτοὶ τὸν χαβά τους. «Δὲν κοιτᾶμε τί μᾶς χωρίζει ἀλλὰ τί μᾶς ἑνώνει»: Ἡ ὑποταγὴ στὸν Πάπα.
Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου