«Ο Διόνυσος είναι Θεός του γλεντιού, βασιλεύει στα συμπόσια ανάμεσα σε λουλουδένια στέφανα, ζωηρεύοντας τους χαρούμενους χορούς στον ήχο της φλογέρας. Γέλια τρελά προκαλεί και διώχνει τις μαύρες έγνοιες. Και στο τραπέζι των Θεών, το νέκταρ του αυξάνει τη μακαριότητά τους κι αντλούν οι θνητοί από τη γελαστή του κύλικα τον ύπνο και ξεχνούν τα βάσανά τους» έλεγε ο Ευριπίδης.
«Όμοιοι με τους Κορύβαντες, που χορεύουν μόνο σαν έξαλλοι είναι. Οι λυρικοί ποιητές δε βρίσκουν στη νηφαλιότητά τους ωραίους τους στίχους. Μέσα στην ψυχή τους πρέπει να μπουν η αρμονία και το μέτρο και να τη μεθύσουν. Οι Βάκχες, μονάχα μέσα στην παράκρουσή τους, από τα ποτάμια αντλούν το γάλα και το μέλι. Τελειώνει η δύναμή τους σαν και το παραλήρημά τους τελειώσει» Πλάτωνας
Ο Αριστοφάνης λέει στον Θεό της Ζωής, της Θείας Ποίησης και Μουσικής «Διόνυσε κισσοστεφανωμένε, τις χορωδίες μας διεύθυνε. Σ’ εσένα απευθύνονται οι ύμνοι κι οι χοροί μας, ω Εύιε, ω Βρόμιε, ω της Σεμέλης γιε, ω συ Διόνυσε που σου αρέσει ν’ ανακατεύεσαι στις χορωδίες των Νυμφών τις τρισχαριτωμένες επάνω στα βουνά και που χορεύοντας δε σταματάς να τραγουδάς τον ιερό σου ύμνο «Εύιος, Εύιος». Και γύρω σου αντιλαλεί του Κιθαιρώνα η ηχώ κι αναριγούν τα βουνά με τις φυλλωσιές τις μαύρες και τους πηχτούς τους ίσκιους, αναριγούν κι οι βράχοι μέσα στο δάσος»