Τη διαπίστωση πως η φιλοξενία των 50.000 προσφύγων και παράνομων μεταναστών στην ενδοχώρα έχει προχωρήσει χωρίς κοινωνικά προβλήματα, εξέφρασε ο κ. Μουζάλας, υπενθυμίζοντας πως το προηγούμενο κύμα προσφύγων κατά την Μικρασιατική καταστροφή, παρά την μεγαλύτερη πληθυσμιακή ομοιογένεια με τον ντόπιο πληθυσμό, είχε συνοδευτεί από αντιδράσεις και προσβλητικούς χαρακτηρισμούς.
Την πεποίθηση πως το μεταναστευτικό – προσφυγικό φαινόμενο θα διαρκέσει χρόνια, εξέφρασαν οι υπουργοί Μεταναστευτικής Πολιτικής Γιάννης Μουζάλας και Προστασίας του Πολίτη, Νίκος Τόσκας στην εκδήλωση «Προσφυγικό και επιπτώσεις» που διοργάνωσε η Κίνηση Ιδεών και Δράσης «ΠΡΑΤΤΩ» στη Στοά του Βιβλίου.
Στις ομιλίες τους, οι δυο υπουργοί αναφέρθηκαν στην κατάσταση που επικρατεί, τόσο στους προσφυγικούς καταυλισμούς της ενδοχώρας, όσο και στα νησιά. Όπως παραδέχθηκαν, προβλήματα καταγράφονται ακόμα στις δομές των νησιών – γεγονός που, όπως δήλωσαν, θα αντιμετωπιστεί.
«Πρώτη επιτυχία μας αποτελεί η εξισορρόπηση των δικαιωμάτων των κατοίκων της Ελλάδας, των προσφύγων και των μεταναστών. Το παραπάνω, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο να μην αναπτυχθούν ακροδεξιά και ρατσιστικά αντανακλαστικά, όπως σε άλλες χώρες», ανέφερε ο κ. Μουζάλας.
Αναφερόμενος σε θέματα δημόσιας ασφάλειας, ο Ν. Τόσκας πρόσθεσε από πλευράς του πως έχουν σημειωθεί σποραδικά μόνο μικροπαραβάσεις εντός των καταυλισμών. «Δεν υπάρχουν σοβαρά προβλήματα, τα οποία να σχετίζονται με εγκληματικότητα», επισήμανε.
Οι αργοί ρυθμοί μετεγκατάστασης προς ευρωπαϊκές χώρες, αλλά και η απροθυμία τρίτων χωρών να αποδεχτούν υπηκόους από χώρες όπως εκείνες του Μαγκρέμπ, ή το Μπαγκλαντές, «καταδεικνύουν την ανάγκη να χαραχτεί κοινή πολιτική ασύλου και επιστροφών, ώστε κάθε χώρα, όπως η Ελλάδα, η Ιταλία και η Ισπανία, να μην παλεύει μόνη της», υπογράμμισε ο κ. Τόσκας.
Οι δύο υπουργοί περιέγραψαν τέλος, πώς η Ευρώπη βρέθηκε ανοργάνωτη μπροστά στο προσφυγικό κύμα, παρότι αρκετά ευρωπαϊκά κράτη, όπως η Γερμανία, η Σουηδία και άλλα, «άνοιξαν τις πόρτες τους για οικονομικούς κυρίως λόγους, ζητώντας εργατικά χέρια και επιστήμονες, για να καλύψουν τις ανάγκες του βιομηχανικού κατεστημένου».