Στο greek-observatory και τις Ειδήσεις Σεβόμαστε την ιδιωτικότητά σας

Εμείς και οι συνεργάτες μας αποθηκεύουμε ή/και έχουμε πρόσβαση σε πληροφορίες σε μια συσκευή, όπως cookies και επεξεργαζόμαστε προσωπικά δεδομένα, όπως μοναδικά αναγνωριστικά και τυπικές πληροφορίες που αποστέλλονται από μια συσκευή για εξατομικευμένες διαφημίσεις και περιεχόμενο, μέτρηση διαφημίσεων και περιεχομένου, καθώς και απόψεις του κοινού για την ανάπτυξη και βελτίωση προϊόντων.

Με την άδειά σας, εμείς και οι συνεργάτες μας ενδέχεται να χρησιμοποιήσουμε ακριβή δεδομένα γεωγραφικής τοποθεσίας και ταυτοποίησης μέσω σάρωσης συσκευών. Μπορείτε να κάνετε κλικ για να συναινέσετε στην επεξεργασία από εμάς και τους συνεργάτες μας όπως περιγράφεται παραπάνω. Εναλλακτικά, μπορείτε να αποκτήσετε πρόσβαση σε πιο λεπτομερείς πληροφορίες και να αλλάξετε τις προτιμήσεις σας πριν συναινέσετε ή να αρνηθείτε να συναινέσετε. Λάβετε υπόψη ότι κάποια επεξεργασία των προσωπικών σας δεδομένων ενδέχεται να μην απαιτεί τη συγκατάθεσή σας, αλλά έχετε το δικαίωμα να αρνηθείτε αυτήν την επεξεργασία. Οι προτιμήσεις σας θα ισχύουν μόνο για αυτόν τον ιστότοπο. Μπορείτε πάντα να αλλάξετε τις προτιμήσεις σας επιστρέφοντας σε αυτόν τον ιστότοπο ή επισκεπτόμενοι την πολιτική απορρήτου μας.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας.Δες περισσότερα εδώ.
ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΗ ΟΝΤΑ

Ιστορίες λυκανθρώπων…

Οι αρχαίοι ονόμαζαν λυκάνθρωπους εκείνους που έπασχαν από ένα είδος οξείας μελαγχολίας και γυρνούσαν τη νύχτα έξω στους δρόμους, ουρλιάζοντας σαν λύκοι.

Σύμφωνα με αφηγήσεις μελετητών και εξερευνητών, λυκάνθρωποι φαίνεται πως υπήρχαν και στην πιο σύγχρονη ιστορία. Στο χωριό Σούπρα των Ινδιών, όπως υποστήριζε ένας Άγγλος περιηγητής, ζούσε ένας γεωργός μαζί με τη γυναίκα του και το τρίχρονο παιδί τους.

Μια μέρα του Μαρτίου του 1843, οι γονείς, φεύγοντας για τα χωράφια, άφησαν το παιδί τους στο σπίτι να παίζει ήσυχα, ξαπλωμένο στα χορτάρια. Ξαφνικά, από το κοντινό δάσος βγήκε ένας λύκος, άρπαξε το παιδί με τα δόντια του και εξαφανίστηκε μέσα στους πυκνούς θάμνους του δάσους.

Οι δυστυχισμένοι γονείς, που δεν είχαν προλάβει να απομακρυνθούν, μόλις είδαν την τρομερή αυτή σκηνή, έτρεξαν στο κατόπι του λύκου, με φωνές, με σφυρίγματα και με ουρλιαχτά απόγνωσης, αλλά δεν κατόρθωσαν να τον φτάσουν και να σώσουν το παιδί τους. Επέστρεψαν στο σπιτικό τους, κλαίγοντας και θρηνώντας, έχοντας χάσει κάθε ελπίδα να ξαναδούν το σπλάχνο τους ζωντανό, σίγουροι πως είχε κατασπαραχθεί από τον λύκο.

Έπειτα από έξι ολόκληρα χρόνια, κάποιοι κυνηγοί εντόπισαν μια λυκοφωλιά μέσα στο πιο δύσβατο και απομονωμένο μέρος του δάσους, δέκα μίλια μακριά από το χωριό. Μέσα στη λυκοφωλιά, κοιμόταν ξέγνοιαστο ένα ανθρώπινο παιδί, αγκαλιά με έναν λύκο. Με μεγάλη δυσκολία κατάφεραν να αποδιώξουν το ζώο και να πιάσουν το παιδί, το οποίο άρχισε να τους δαγκώνει με μανία, για να ξεφύγει από τα χέρια τους.

Με τα πολλά, το έδεσαν και το πήρανε μαζί τους. Για αρκετό καιρό, το τάιζαν μόνο με ωμό κρέας, γιατί δεν έβαζε τίποτε άλλο στο στόμα του. Επειδή, όμως, η διατροφή του τους στοίχιζε πολλά, το πήγαιναν συχνά στην αγορά της πόλης, όπου πολλοί το λυπόντουσαν και του έδιναν να τρώει.

Μια μέρα, έτυχε να πάει στην αγορά κάποιος από το χωριό Σούπρα. Είδε το λυκόπαιδο, εντυπωσιάστηκε από την ιστορία του και επιστρέφοντας στο χωριό του, διηγήθηκε τα πάντα στη γυναίκα του γεωργού, της οποίας ο σύζυγος είχε πια πεθάνει. Εκείνη πήρε την απόφαση να πάει στην πόλη και να δει το πλάσμα με τα ίδια της τα μάτια. Μόλις το αντίκρισε, αμέσως αναγνώρισε το χαμένο της παιδί, από μια βαθιά πληγή στο γόνατό του. Το πήρε μαζί της και για δυο μήνες το τάιζε μονάχα ωμό κρέας, που της το έστελναν οι γείτονες από ευσπλαχνία. Το σώμα του παιδιού βρωμούσε αηδιαστικά κι όταν διψούσε, βουτούσε όλο το κεφάλι του μέσα στο νερό, όπως ακριβώς κάνουν τα ζώα.

Προς τη μητέρα του δεν αισθανόταν καμιά στοργή, ούτε ευγνωμοσύνη. Την ακολουθούσε μονάχα, για να του δώσει τροφή. Ποτέ του δε τη βοήθησε στις δουλειές κι όταν εκείνη εργαζόταν σκληρά στα χωράφια, εκείνο σεργιάνιζε στα δάση και κρυβόταν στις λυκοφωλιές. Υστέρα από δυο μήνες, η φτωχή γυναίκα αναγκάστηκε να ζητιανεύει, για να τον θρέφει.

Δεν μπόρεσε ποτέ του να προφέρει καθαρά μια λέξη, παρά μόνο μουρμούριζε ακατάληπτους φθόγγους. Περπατούσε πάντα σαν τετράποδο και δε φορούσε ποτέ του ρούχα. Εξακολουθούσε να προτιμάει το ωμό κρέας για φαγητό, ενώ τα παιδιά του χωριού του έριχναν βάτραχους, που τους καταβρόχθιζε στη στιγμή.

Ο λυκάνθρωπος αυτός ζούσε μέχρι το 1851 στο χωριό του, αλλά με τα χρόνια ξέκοψε κάθε σχέση με τη μητέρα του, η οποία είχε αρχίσει πια να τον αποστρέφεται.

Ο ίδιος Άγγλος περιηγητής διηγήθηκε και μια άλλη ιστορία, εξίσου ενδιαφέρουσα με την προηγούμενη.

Το 1744, κάποιος Ινδός, ενώ περνούσε καβάλα πάνω από ένα ποτάμι, είδε στην απέναντι όχθη δυο λυκόπουλα κι ένα παιδάκι, που έπιναν μαζί νερό. Πλησίασε προσεχτικά και με τη βοήθεια ενός συντρόφου του, κατόρθωσε να ακινητοποιήσει το παιδί, το οποίο πρόβαλε αδιανόητη αντίσταση, δαγκώνοντας με λύσσα τα χέρια και τα πόδια τους, ενώ τους ξέσχισε τα ρούχα.

Τέλος, το έδεσαν, το πήραν μαζί τους και το έδωσαν στον άρχοντα της περιφέρειας εκείνης, ο οποίος το έκλεισε σε μια καλύβα και το έτρεφε με ωμό κρέας. Αφού, όμως, δεν μπορούσε να το εξημερώσει, το παρέδωσε σ’ έναν πλανόδιο, που το περιέφερε στα χωριά, το επιδείκνυε στους χωριάτες και μάζευε λίγα χρήματα.

Σε λίγο καιρό, το βαρέθηκε κι εκείνος και το παράτησε ελεύθερο. Τριγυρνούσε σε πόλεις και χωριά και έκλεβε για να φάει. Κάποτε, κάποιος υπάλληλος ενός καταστήματος, που του έκλεψε φαγητό, οργίσθηκε μαζί του και το πλήγωσε στο πόδι με μια πέτρα.

Ένας φιλεύσπλαχνος έμπορος, που είχε φτάσει στην πόλη από τα περίχωρα, λυπήθηκε το άμοιρο πλάσμα, που σφάδαζε από τον πόνο και το πήρε στο σπίτι του, για να το περιποιηθεί. Του έστρωσε στην αυλή ξεχωριστό κρεβάτι και πάσχισε να του αποβάλει τη συνήθεια του ωμού κρέατος, δίνοντάς του για τροφή ρύζι και διάφορα λαχανικά. Εκείνο, για κάμποσες μέρες, δεν έβαζε μπουκιά στο στόμα του, μα ύστερα συνήθισε στη φυτοφαγία, περισσότερο από ανάγκη.

Ο έμπορος έβαλε τον υπηρέτη του να τον πλένει καθημερινά και να τον αλείφει με λάδι, ώστε να αποβάλει δια παντός τη δυσωδία, που απέπνεε. Μα, σιγά σιγά, τις νύχτες άρχισαν να επισκέπτονται τον λυκάνθρωπο κάποιοι λύκοι, που έπαιζαν μαζί του και τον συντρόφευαν. Του έγλυφαν στοργικά το πρόσωπο και έτριβαν τις μουσούδες επάνω στο κορμί του.

Ο λυκάνθρωπος σε λίγο καιρό δραπέτευσε από το σπίτι και ο υπηρέτης τον αναζητούσε. Μετά από δυο μήνες, μια γυναίκα εκμυστηρεύθηκε στον υπηρέτη πως είχε γεννήσει έναν γιο έξι χρόνια νωρίτερα και της τον είχαν αρπάξει οι λύκοι, όταν εκείνος ήταν δύο χρονών μονάχα.

Από την περιγραφή του υπηρέτη, η γυναίκα κατάλαβε πως επρόκειτο για το παιδί της και άρχισε να το αναζητά αλλόφρων στα δάση της περιοχής, για μήνες ολόκληρους, δυστυχώς όμως, χωρίς κανένα αποτέλεσμα.

Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΜΠΟΥΚΕΤΟ», στις 18/07/1929…

Tags
Back to top button