Πάνω μονοπάτια του Γράμμου, στο Πληκάτι της Κόνιτσας, η θαυματουργή εικόνας της Παναγιάς δίνει την συνέχεια, από το 1770 έως σήμερα, στη θρησκευτική παράδοση των ακριτών.
«Είναι ζωή η Παναγία. Εάν δεν υπήρχε, το χωριό θα ήταν έρημο». Είναι τα λόγια του ιερέα Μηνά Βασάκου ο οποίος μίλησε στο Αθηναϊκό- Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ψάλλοντας ευχές μπροστά από την θαυματουργή εικόνα.
Ο Ναός δεσπόζει στην καρδιά του οικισμού. Κάθε μέρα είναι ανοικτός για τους κατοίκους και τους περαστικούς, που θέλουν να ανάψουν ένα κερί και να προσευχηθούν.
Το Πληκάτι, τόπος μαστόρων της πέτρας, βρίσκεται πάνω στην ελληνοαλβανική μεθόριο σε υψόμετρο 1.240 μέτρων.
Ο κάθε κάτοικος της περιοχής έχει ένα δικό του βίωμα σε σχέση με την θαυματουργή εικόνα. Την αποκαλούν «πηγή ζωής».
Ο ιερέας του χωριού εξιστορεί τους θρύλους που συνοδεύουν την εικόνα της Παναγίας, όπως λέει ντόπιοι και επισκέπτες, που μετά από προσευχή ζήτησαν βοήθεια από την Παναγία, την έλαβαν.
Στο μέσον του 20ου αιώνα το χωριό έζησε μια παρατεταμένη περίοδο ανομβρίας. Τότε, όλοι οι κάτοικοι νήστεψαν 3 ημέρες και στη συνέχεια μαζί με τον ιερέα, λιτάνευσαν την εικόνα με ψαλμούς και παρακλήσεις. Μετά την περιφορά της, ο ξάστερος ουρανός συννέφιασε και για 3 ημέρες έβρεχε και ποτίστηκε η γη.
Λίγες ημέρες μετά την κήρυξη του πολέμου το 1940, το άλογο που ίππευε ένα Ιταλός αξιωματικός, ακινητοποιήθηκε έξω από τον Ναό της Παναγίας. Τότε εκείνος κατάλαβε, πως έπρεπε να μπει στην εκκλησία και να ανάψει ένα κερί.
Αγιογραφημένη σε ξύλο
Ο αρχιμανδρίτης Γεράσιμος Στόγιας, ο οποίος ήταν εφημέριος στο Πληκάτι επί 10ετίες ως το 1990, ανέφερε πως τα χαρακτηριστικά της εικόνας, παραπέμπουν σε αγιογραφίες του Λουκά του Ευαγγελιστή ή των μαθητών του.
Η ιερή εικόνα βρέθηκε, στο δάσος πριν από περίπου 250 χρόνια.
Ένα λαμπερό φως, κάθε νύχτα διαπερνούσε το σκοτάδι στις πλαγιές του Γράμμου. «Ήταν σαν καντήλι», αναφέρει ο πατήρ Μηνάς και εξιστορεί τα γεγονότα έτσι όπως διασώθηκαν από στόμα σε στόμα και από γενιά σε γενιά.
Ήταν περίπου το 1770, εποχή Τουρκοκρατίας. Βλάχοι βοσκοί, που είχαν τα κοπάδια τους στις πλαγιές του Γράμμου, έβλεπαν τις νύχτες ένα φως μέσα στο δάσος. Αρχικά, πίστεψαν πως είναι λημέρι κακοποιών. Με το φως της ημέρας, κατευθύνθηκαν στο σημείο για να δουν τι συνέβαινε. Όμως λημέρι δεν είδαν. Το φως ωστόσο, κάθε νύχτα ήταν και πιο λαμπερό. Μία νύχτα, σημάδεψαν με τις γκλίτσες το σημείο και το επόμενο πρωί, ξεκίνησαν να ψάχνουν την πηγή του φωτός μέσα σε μία δασώδη περιοχή. Δεν εντόπισαν αρχικά κάτι, όμως συνέχισαν να βάζουν σημάδι. Κάθε μέρα που περνούσε πλησίαζαν και πιο κοντά.
Σύμφωνα με την παράδοση, όπως αναφέρει ο ιερέας, ακολουθώντας τα σημάδια σε ένα μικρό ξέφωτο κάτω από ένα μεγάλο κέδρο, κατά άλλους, βελανιδιά, βρήκαν την Αγία εικόνα της Θεοτόκου. Η χαρά τους πλημμύρισε, προσκύνησαν την Θεοτόκο και την μετέφεραν στις καλύβες τους.
Οι ποιμένες σκέφτηκαν να μεταφέρουν την εικόνα, και την φόρτωσαν σε άλογο που πήρε από μόνο του το μονοπάτι για το Πληκάτι. Ένας βοσκός πήγε να ειδοποιήσει το χωριό και οι κάτοικοι μαζί με τους ιερείς με αναμμένες λαμπάδες, βγήκαν στο δάσος, στην άκρη του οικισμού για να καλωσορίσουν τη Παναγιά.
Η εικόνα τοποθετήθηκε στον Ναό του Αγίου Αθανασίου ο οποίος χτίστηκε περί το 890 μχ και σώζεται μέχρι σήμερα.
Όμως η εικόνα δεν έμεινα για πολύ καιρό στον Άγιο Αθανάσιο. Ο ιερέας παρατήρησε πολλές φορές πως, εκ θαύματος, μετακινούνταν σε διάφορα σημεία της εκκλησίας.
Μια Κυριακή μετά τη Θεία Λειτουργία, η εικόνα σηκώθηκε από το προσκυνητάρι και στάθηκε στον ώμο του ιερέα. Εκείνος στη συνέχεια βγήκε από τον Ναό και έφτασε στο μέσο του χωριού όπου η εικόνα κατέβηκε από τον ώμο του και στάθηκε πάνω σε μία αγριοτριανταφυλλιά, δίπλα στα χαλάσματα μιας παλιάς εκκλησίας.
Στο σημείο κτίστηκε, το 1775, Ναός αφιερωμένος στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Ήταν ρυθμού βασιλικής, σαν κατακόμβη, με σπουδαίες τοιχογραφίες. Όμως, ο Ναός βομβαρδίστηκε κατά τις μάχες του Γράμμου το 1948-1949 και στη θέση του ανεγέρθη στις αρχές της δεκαετίας του 1950 νέος.
Επιχειρώντας μία απάντηση, στο πώς βρέθηκε η θαυματουργή εικόνα στις πλαγιές του Γράμμου, ο ιερέας Μηνάς Βασάκος αναφέρει ότι πιθανόν, καλόγεροι να την μετέφεραν στο δάσος όταν ληστές επί τουρκοκρατίας λεηλατούσαν τα μοναστήρια.