Στο greek-observatory και τις Ειδήσεις Σεβόμαστε την ιδιωτικότητά σας

Εμείς και οι συνεργάτες μας αποθηκεύουμε ή/και έχουμε πρόσβαση σε πληροφορίες σε μια συσκευή, όπως cookies και επεξεργαζόμαστε προσωπικά δεδομένα, όπως μοναδικά αναγνωριστικά και τυπικές πληροφορίες που αποστέλλονται από μια συσκευή για εξατομικευμένες διαφημίσεις και περιεχόμενο, μέτρηση διαφημίσεων και περιεχομένου, καθώς και απόψεις του κοινού για την ανάπτυξη και βελτίωση προϊόντων.

Με την άδειά σας, εμείς και οι συνεργάτες μας ενδέχεται να χρησιμοποιήσουμε ακριβή δεδομένα γεωγραφικής τοποθεσίας και ταυτοποίησης μέσω σάρωσης συσκευών. Μπορείτε να κάνετε κλικ για να συναινέσετε στην επεξεργασία από εμάς και τους συνεργάτες μας όπως περιγράφεται παραπάνω. Εναλλακτικά, μπορείτε να αποκτήσετε πρόσβαση σε πιο λεπτομερείς πληροφορίες και να αλλάξετε τις προτιμήσεις σας πριν συναινέσετε ή να αρνηθείτε να συναινέσετε. Λάβετε υπόψη ότι κάποια επεξεργασία των προσωπικών σας δεδομένων ενδέχεται να μην απαιτεί τη συγκατάθεσή σας, αλλά έχετε το δικαίωμα να αρνηθείτε αυτήν την επεξεργασία. Οι προτιμήσεις σας θα ισχύουν μόνο για αυτόν τον ιστότοπο. Μπορείτε πάντα να αλλάξετε τις προτιμήσεις σας επιστρέφοντας σε αυτόν τον ιστότοπο ή επισκεπτόμενοι την πολιτική απορρήτου μας.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας.Δες περισσότερα εδώ.
Πολιτισμός

Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 και η Ρωσική αυτοκρατορία

Η Ρωσία με το Μεγάλο Πέτρο και την Αικατερίνη την Β’ -κατά το 18ο αιώνα- εκδήλωσε το ενδιαφέρον της να προεκταθεί προς το νότο και να εξασφαλίσει ελεύθερη ναυσιπλοΐα προς τη Μεσόγειο σε βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που ελέγχει την ανατολική Μεσόγειο και το μεγαλύτερο μέρος του Εύξεινου Πόντου. Έτσι, εκδηλώνονται συχνά ρωσοτουρκικοί πόλεμοι και οι συνθήκες που υπογράφονται δεν ευνοούν πάντοτε το Σουλτάνο.

Προς αυτήν την κατεύθυνση κλίνει κι η συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774), αλλά η τελευταία ρωσοτουρκική συνθήκη του Βουκουρεστίου (28/5/1812, ενώ o Ναπολεόντειος στρατός πλησίαζε τα ρωσικά σύνορα) άφηνε πολλά εκκρεμή ζητήματα κι έδινε διάφορες αφορμές για νέες προστριβές μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας.

Ο Τσάρος, πάντως, όταν το 1821 ξεσπά η Ελληνική Επανάσταση, βρισκόταν σε δίλημμα, καθώς τον έδενε η «Ι.Σ.» και το συνέδριο του Laybach (Λουμπλιανα Σλοβενίας) και δεν μπορούσε να μην ακολουθήσει την πάγια αντιτουρκική πολιτική της χώρας του. Οι τουρκικές φρικαλεότητες εις βάρος των Ελλήνων, με αποκορύφωμα τον απαγχονισμό του Πατριάρχη το Πάσχα του 1821, η παραμονή των τουρκικών στρατευμάτων στη Μολδοβλαχία μετά την αποτυχία του Αλ. Υψηλάντη θα προβληματίσουν περισσότερο τον Τσάρο, που αμφιταλαντεύεται μεταξύ των φιλειρηνικών και συμφώνων με το πνεύμα της «Ι.Σ.» προτάσεων από στενούς του συμβούλους (Nesselrod Κάρολος Βασίλιεβιτς, Ρώσος υπουργός εξωτερικών από το 1816 έως το 1856 και πρωθυπουργός του Τσάρου) και των προτεινομένων για εμπόλεμη επίλυση των διαφορών με το Σουλτάνο εισηγήσεων, που δεχόταν από τον Ι. Καποδίστρια κ.α.

Με δύο εγκυκλίους του, ο Ρώσος πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη, Στρογγάνοφ, ξεφανερώνει, στους πρώτους μήνες του 1821, την επίσημη ρωσική πολιτική. Συγκεκριμένα, έδωσε, με τη μεν πρώτη (9/21 Μάρτη 1821), εντολές στα ρωσικά προξενεία στην Ανατολή να τονίζουν ότι η Ρωσία είναι παντελώς αμέτοχη όσων έχουν γίνει στη Μολδοβλαχία από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη και τους συνεργάτες του, με τη δεύτερη (4/16 Απρίλη 1821) δε ανακοίνωνε πως ο Τσάρος καταδίκαζε τον Υψηλάντη.

Στις 30 Απρίλη του 1821 κυκλοφόρησε η περίφημη «Διακήρυξη της Ι.Σ.» μετά το Συνέδριο του Laybach, στο οποίο συμμετείχαν από το Γενάρη του ίδιου έτους ο Ρώσος Τσάρος, ο βασιλιάς της Πρωσίας κι ο Αυστριακός αυτοκράτορας, με τους υπουργούς τους και τους υψηλά ιστάμενους διπλωματικούς συνεργάτες τους, αλλά και Γάλλοι κι Άγγλοι εκπρόσωποι. Είχαν μαζευτεί για να αποφασίσουν τη βίαιη καταστολή των απελευθερωτικών κινημάτων του Πεδεμοντίου και της Νεάπολης της ιταλικής χερσονήσου. Με τη διακήρυξη καταδικαζόταν ως εγκληματική κάθε φιλελεύθερη κίνηση των λαών για εθνική απελευθέρωση ή κοινωνική δικαιοσύνη.

Η «Ι.Σ.» είχε παντού, στην Ευρώπη, το «λύειν και το δεσμείν». Τον Ιούλη, πάντως, του ίδιου χρόνου (6/7/1821), ο Στρογγάνοφ διατάσσεται να επιδώσει στην Υψηλή Πύλη (: Σουλτανική κυβέρνηση) ένα αυστηρό τελεσίγραφο, με το οποίο απαιτούσε ως ελάχιστη ικανοποίηση μεταξύ άλλων και τα εξής: η Ρωσία έχει το δικαίωμα να προστατεύει τους χριστιανούς των τουρκοκρατούμενων εδαφών αποχώρηση του τουρκικού στρατού από τη Μολδοβλαχία διάκριση ενόχων & αθώων από τους Τούρκους κατά την αντιμετώπιση της Επανάστασης. Ο Σουλτάνος αρνήθηκε κι οι ρωσοτουρκικές διπλωματικές σχέσεις διεκόπησαν με την ανάκληση της ρωσικής διπλωματικής αντιπροσωπείας από την Πόλη.

Ο ρωσοτουρκικός πόλεμος ήταν προ των πυλών, αλλά ο Αλέξανδρος, επηρεασμένος πάντα από το Μέττερνιχ, δεν προχώρησε. Κι αφού μεσολάβησε στις 6/7/1821 το ρωσικό τελεσίγραφο, με το οποίο παρουσιάζεται η Ελληνική Επανάσταση ως ξεσηκωμός καταδυναστευομένου από βάρβαρο δυνάστη έθνους κι όχι ως στασιαστική εξέγερση υποκινούμενη από «διεθνείς ανατροπείς», την άνοιξη του 1822, όμως, ο Τσάρος της Ρωσίας, Αλέξανδρος, εμφανίζεται απρόθυμος να πολεμήσει εναντίον του Σουλτάνου. Και ενώ αποφασίστηκε να γίνει μια νέα Σύνοδος των ηγεμόνων της Ευρώπης, ο Τσάρος, για να έχει τη σύμπραξη των συμμάχων του, θα έπρεπε, κατά το Μέττερνιχ, να «θυσιάσει» τον Ι. Καποδίστρια. Πράγματι, η τσαρική αυτή πολιτική επέφερε και την απομάκρυνση του Επτανήσιου διπλωμάτη από τη ρωσική Αυλή προς τα τέλη του θέρους του 1822.

Στις αρχές, του 1824 (9/1/1824) ο Τσάρος της Ρωσίας, Αλέξανδρος, ρίχνει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων το ρωσικό σχέδιο των «3 τμημάτων». Το σχέδιο προέβλεπε να επέμβουν οι Δυνάμεις όχι για να καταπνίξουν την Επανάσταση, μα για να αναγνωρίσουν κρατική υπόσταση στους επαναστάτες και να επιβάλλουν την ειρήνευση στην περιοχή . Καθώς ο Σουλτάνος δε θα δεχόταν απόλυτη πολιτική ανεξαρτησία κι οι Έλληνες τον τουρκικό ζυγό, προτείνει να ιδρυθούν 3 ηγεμονίες στα πρότυπα των παραδουνάβιων (σε Θεσσαλία, Βοιωτία κι Αττική η πρώτη, με Ήπειρο & Αιτωλοακαρνανία η δεύτερη κι η τελευταία θα περιλαμβάνει Κρήτη & Πελοπόννησο), στις οποίες η Τουρκία θα διατηρούσε την επικυριαρχία, θα εισέπραττε ετήσιο φόρο και θα κρατούσε φρουρές με στενά τοπικά δικαιώματα.

Η ρωσική πολιτική για το ελληνικό ζήτημα, πάντως, θα αλλάξει σημαντικά στις 19/11 (ή 1/12) /1825, ημέρα που ο Τσάρος Αλέξανδρος ο 1ος πέθανε και τον διαδέχτηκε, αν και με σφετερισμό του θρόνου, ο εκ των αδελφών του, Νικόλαος ο 1ος, ο οποίος, καθώς το επιτελείο του αποτελείτο από φιλοπόλεμους, ήθελε να λύσει τις όποιες ρωσοτουρκικές διαφορές με πόλεμο. Έβλεπε, ο Νικόλαος πως τα βρετανικά δάνεια, ελέω Γ. Κάννιγκ, της διετίας 1824 – 1825 είχαν αυξήσει την αγγλική επιρροή στους επαναστάτες και, επιπλέον, ότι η Ρώσικη Αυλή είχε ενοχληθεί από την «Πράξη Υποτέλειας» του θέρους του 1825.

Και ενώ τα κατοπινά χρόνια, ο ίδιος ο Τσάρος θα δώσει, για εξυπηρέτηση των ρωσικών συμφερόντων και με «πατρική κατά το Μαρξ πρόνοια» στους Έλληνες για Κυβερνήτη τον Καποδίστρια και θα βοηθήσει την ελληνική ανεξαρτησία, με τσαρική, λοιπόν, πρωτοβουλία, ανακινείται διπλωματικά το ελληνικό ζήτημα. Στις 23/3 (ή 4/4)/1826 ο Άγγλος διπλωμάτης και στρατηγός Wellington, που είχε μεταβεί στη Ρωσία για να συγχαρεί το νέο Τσάρο, κι ο Ρώσος πρωθυπουργός και υπουργός εξωτερικών Nesselrod υπογράφουν το Πρωτόκολλο της Πετρούπολης και συμφωνούν να επέμβουν μεσολαβητικά για τη δημιουργία ενιαίου ελληνικού κράτους, υποτελούς, όμως, στο Σουλτάνο, καθορίζοντας, όμως, οι δυο δυνάμεις (Αγγλία & Ρωσία) τους όρους του ελληνοτουρκικού συμβιβασμού.

Πάντως, το πρωτόκολλο θεωρείται ρωσική επιτυχία, καθώς δεν ικανοποίησε το Γ. Κάννιγκ κι η φίλα προσκείμενη στο σύμμαχο του Σουλτάνου, Μωχάμετ Άλυ της Αιγύπτου, Γαλλία θα συμφωνήσει με τις άλλες δυο δυνάμεις μόνο μετά τη συνθήκη του Αckerman (7/10/1826: πλήρης αποδοχή από την Υψηλή Πύλη των ρωσικών αξιώσεων, μ’ αντάλλαγμα τη μη ρωσική ανάμειξη στο ελληνικό ζήτημα) και την επίμονη άρνηση της Τουρκίας να δεχτεί ειρηνική διευθέτηση των ελληνοτουρκικών διαφορών. Η Ρωσία και η Οθωμανική Αυτοκρατορία, στους μεταξύ τους πολέμους κατά τον 19ο αιώνα, επιδίωκαν την ικανοποίηση διαφορετικών, αντίθετων σκοπών. Δεν επρόκειτο για μια σύγκρουση δυο εγωιστών τυράννων.

Η Ρωσία, παρασυρμένη από τη σημαντική της γεωγραφική θέση και σπρωγμένη από τα οικονομικά της συμφέροντα στις θάλασσες που περιβάλλουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία (Μεσόγειος, Αιγαίο, Κασπία, Μαύρη Θάλασσα, Περσικός κόλπος), ήθελε να στερεώσει την επίδρασή της στα Στενά και στη Βαλκανική Χερσόνησο. Με τη διεξαγωγή των ρωσοτουρκικών πολέμων θα παγιωνόταν ο κυρίαρχος ρόλος της Ρωσίας στην περιοχή, θα αναπτυσσόταν η οικονομία της, θα διευρυνόταν η οικονομική και πολιτική επιρροή της στους βαλκανικούς λαούς. Έτσι, όμως, ερχόταν σε αντιπαράθεση με την πολιτική του Σουλτάνου, εφόσον η Οθωμανική Αυτοκρατορία στόχευε στην επέκταση των εδαφικών κατακτήσεών της σε βάρος της Ρωσίας και στη διατήρηση της κυριαρχίας της στους βαλκανικούς λαούς.

Ο Χέυδεν έφυγε με τη ναυαρχίδα «Αζόφ» από το λιμάνι της Κρονστάνδης με άλλα επτά πολεμικά πλοία κι έφτασε στις αρχές Οκτωβρίου στο Ναυαρίνο, όπου βρίσκονταν οι Κόδριγκτον και Δεριγνύ, επικεφαλής των ναυτικών μοιρών της Αγγλίας και της Γαλλίας. Οι τρεις ναύαρχοι, μετά τις παρασπονδίες του Iμπραήμ και την παρελκυστική τακτική του, επισήμαναν με διακοίνωσή τους τις συνέπειες των ενεργειών του και αποφάσισαν να δράσουν, υποχρεώνοντάς τον να συμμορφωθεί με τις αποφάσεις των χωρών τους. Ο Χέυδεν έπεισε τους άλλους ναυάρχους να πλεύσουν στο λιμάνι του Ναβαρίνου και στη ναυμαχία που ακολούθησε ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος κατατροπώθηκε (8 Οκτωβρίου1827), ανοίγοντας το δρόμο για την ανεξαρτησία της Ελλάδας.

Ο Χέυδεν παρέμεινε στην Ελλάδα και μετά την άφιξη του Καποδίστρια, με τον οποίο συνεργάστηκε και τον βοήθησε στην προσπάθειά του για την καταστολή της πειρατείας στο Αιγαίο. Στη Ρωσία, όπου επέστρεψε το 1831, διορίστηκε υπασπιστής του τσάρου Νικολάου Α’. Τον επόμενο χρόνο επισκέφθηκε για τελευταία φορά τη γενέθλια χώρα του Ολλανδία, όπου έγινε δεκτός με μεγάλες τιμές από τον βασιλιά Γουλιέλμο Α’. Ο Λογγίνος Χέυδεν – Λόντεβαϊκ Σίχισμουντ Βίνσεντ Χούσταφ φαν Χέιντεν ήταν Ρώσος ναύαρχος, ολλανδικής καταγωγής, γνωστός στη χώρας μας από τη συμμετοχή του στη Ναυμαχία του Ναβαρίνου ως αρχηγός της ρωσικής ναυτικής μοίρας.

Η ναυμαχία στο Ναυαρίνο έγινε στις 8 Οκτωβρίου του 1827, κατά τη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης (1821-1832) στον κόλπο Ναυαρίνο, στη δυτική ακτή της χερσονήσου τηςΠελοποννήσου στο Ιόνιο Πέλαγος. Η συνδυασμένη οθωμανική και αιγυπτιακή αρμάδα καταστράφηκε από συμμαχική βρετανική, γαλλική και ρωσική ναυτική δύναμη. Είναι η τελευταία σημαντική ναυμαχία στην ιστορία που διεξήχθη εξ ολοκλήρου με ιστιοφόρα σκάφη. Επίσης ποτέ στην ιστορία του πολέμου των κανονιοφόρων ιστιοφόρων δεν βρέθηκαν τόσα πολλά πλοία,με τόσο μεγάλη δύναμη πυρός, συγκεντρωμένα σε ένα τόσο περιορισμένο χώρο.

Οι συγκεντρωμένοι στόλοι των τριών μεγάλων δυνάμεων συνιστούσαν ισχυρή ναυτική δύναμη. Αν και υστερούσαν αριθμητικά του συνδυασμένου οθωμανοαιγυπτιακού στόλου, τόσο σε αριθμό πλοίων όσο και σε μεγάλα πλοία και σε αριθμό πυροβόλων, η τριμερής πλευρά υπερτερούσε σε πειθαρχία, εκπαίδευση και ιδίως σε πείρα στον θαλάσσιο πόλεμο- κυρίως από ναυμαχίες μεταξύ Άγγλων και Γάλλων. Επιπλέον τα πυροβόλα τους, αν και λιγότερα-1324 η τριμερής και 2240 οι Τουρκοαιγύπτιοι- ήταν μεγαλύτερα και επομένως ισχυρότερα σε δύναμη πυρός. Η καταβύθιση του οθωμανικού μεσογειακού στόλου έσωσε την Ελληνική Επανάσταση από την κατάρρευση προς την οποία έβαινε μετά από 6 και πλέον χρόνια άνισου αγώνα του ελληνικού λαού εναντίον δυνάμεων που επιστράτευε η Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Ο Ρωσο-τουρκικός πόλεμος 1828-1829, γνωστός στην Ελλάδα ως «Πρώτη Ρωσία» πυροδοτήθηκε από την ελληνική επανάσταση και ξέσπασε με την οργή του σουλτάνου για τη ρωσική συμμετοχή στη ναυμαχία του Ναυαρίνου κλείνοντας τα Δαρδανέλια για τα ρωσικά πλοία και ανακαλώντας τη σύμβαση του Άκκερμαν του 1826. Τον Ιούνιο του 1828 οι κύριες ρωσικές δυνάμεις με επικεφαλής τον αυτοκράτορα Νικόλαο Α’ διέσχισαν τον Δούναβη και προωθήθηκαν στην Δοβρουτσά. Στη συνέχεια οι Ρώσοι πολιόρκησαν τρεις βασικές ακροπόλεις το Σούμεν, τη Βάρνα και την Σηλυμβρία με τη βοήθεια του στόλου της Μαύρης Θάλασσας.

Η πολιορκία του Σούμεν αποδείχθηκε πολύ πιο προβληματική, καθώς η ισχυρή τουρκική δύναμη 40.000 ανδρών ήταν υπέρτερη των ρωσικών δυνάμεων. Επιπλέον οι Τούρκοι πέτυχαν να περιορίσουν τους Ρώσους από τις προμήθειές τους. Η έλλειψη τροφίμων και η αύξηση των ασθενειών είχαν προκαλέσει περισσότερους θανάτους από ότι οι εχθροπραξίες και καθώς πλησίαζε ο χειμώνας ο ρωσικός στρατός αναγκάστηκε να αφήσει το Σούμεν και να οχυρωθεί στην Βεσσαραβία. Στις 7 Μαΐου 60.000 στρατιώτες με επικεφαλής τον στρατάρχη Ντιέμπιτς (Diebitsch) διέσχισε το Δούναβη και ξαναπολιόρκησε την Σηλυμβρία. Μέσα σε μερικές εβδομάδες η Σηλυμβρία έπεσε στα χέρια των Ρώσων (19 Ιουνίου). Μέχρι τις 28 Αυγούστου ο ρωσικός στρατός είχε προσεγγίσει σε απόσταση 68 χιλιομέτρων την Κωνσταντινούπολη, προκαλώντας πανικό στους δρόμους της πρωτεύουσας και διαπράττοντας μεγάλη λεηλασία και καταστροφές στην πορεία του. Ο Σουλτάνος ​​δεν είχε άλλη επιλογή από το να διαμηνύσει για την ειρήνη, η οποία συνήφθη στη Αδριανούπολη στις 14 Σεπτεμβρίου 1829.

Η Συνθήκη της Αδριανούπολης έδωσε στη Ρωσία το μεγαλύτερο μέρος της ανατολικής ακτής της Μαύρης Θάλασσας και τις εκβολές του Δούναβη. Η Τουρκία αναγνώρισε ρωσική κυριαρχία της Γεωργίας και τμήματα της Αρμενίας, ενώ στη Σερβία παραχωρήθηκει αυτονομία και η Ρωσία είχε τη δυνατότητα να καταλάβει τη Μολδαβία και Βλαχία (εγγυάται την ευημερία τους, και την πλήρη «ελευθερία του εμπορίου») μέχρις ότου η Τουρκία καταβάλει τις πολεμικές αποζημιώσεις. Η Μολδαβία και τη Βλαχία παρέμειναν υπό ρωσικό επικυριαρχία μέχρι το τέλος του Κριμαϊκού πολέμου (1856).

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η εξωτερική πολιτική του Νικολάου Α΄ που επηρέασε σημαντικά τις διεθνείς εξελίξεις στην Ανατολή και συνέβαλε στην αίσια κατάληξη του Αγώνα των Ελλήνων για τη ανεξαρτησία. Στα πλαίσια της πολιτικής του αυτής εντάσσεται η συμμετοχή της Ρωσίας στη ναυμαχία του Ναυαρίνου 1827 και ως συνέπεια του τελευταίου πολέμου υπήρξε η αναγνώριση της ελληνικής εθνικής ανεξαρτησίας από τη Πύλη (Συνθήκη της Αδριανούπολης) 1829, με την οποία άρχισε η πορεία διάλυσης του πολυεθνικού Οθωμανικού κράτους.

Μια ξεχωριστή θέση στην εξωτερική πολιτική του Νικολάου Α΄ πήρε το Ανατολικό Ζήτημα. Η Ρωσία υπό τον Νικόλαο Α΄ παραιτήθηκε από τα σχέδια διχοτόμησης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και ξεκίνησε μιαν εντελώς διαφορετική πολιτική στα Βαλκάνια, την πολιτική της προστασίας του Ορθόδοξου πληθυσμού και της διασφάλισης των θρησκευτικών και πολιτικών δικαιωμάτων τους, ακόμη δε και την καθίδρυση της πολιτικής τους ανεξαρτησίας. Η Ρωσία προσπάθησε να επεκτείνει την επιρροή της στα Βαλκάνια και την να διασφαλίσει την απρόσκοπτη διέλευση του στόλου της στα στενά του Βοσπόρου και των Δαρδανελλίων.

Κατά τη διάρκεια των Ρωσο-τουρκικών πόλεμων του 1806-1812 και του 1828-1829, η Ρωσία είχε σημειώσει σημαντική πρόοδο όσον αφορά την εφαρμογή αυτής της πολιτικής. Κατόπιν αιτήματος της Ρωσίας, που δήλωσε προστάτιδα όλων των Χριστιανικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο σουλτάνος ​​αναγκάστηκε να αναγνωρίσει την ελευθερία και την ανεξαρτησία της Ελλάδος και την αυτονομία της Σερβίας (1830). Κορυφώθηκε η επιρροή της Ρωσίας στην Κωνσταντινούπολη, η οποία κέρδισε το δικαίωμα να εμποδίζει την διέλευση ξένων πλοίων στη Μαύρη Θάλασσα.

Η υποστήριξη των Ορθοδόξων Χριστιανών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τη Ρωσία είχε ως αποτέλεσμα την επιδείνωση των σχέσεων της με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, η οποία τελικά κήρυξε πόλεμο στη Ρωσία.

από olympia.gr

Tags
Back to top button