του Ανδρέα Μουντζουρούλια
Η Ρωσία έχει αρχίσει να αποσύρει τις στρατιωτικές της δυνάμεις από τη Συρία, μετέδωσε το πρακτορείο Sputnik επικαλούμενο τον επικεφαλής του γενικού επιτελείου στρατού της χώρας.
«Βάσει της απόφασης του Ανώτατου Διοικητή των Ενόπλων Δυνάμεων της Ρωσικής Ομοσπονδίας (του Ρώσου προέδρου) Βλαντίμιρ Πούτιν, το ρωσικό υπουργείο Άμυνας αρχίζει να περιορίζει την ανάπτυξη των ενόπλων δυνάμεων στη Συρία», δήλωσε ο στρατηγός Βαλέρι Γερασίμοφ.
Ο Γερασίμοφ πρόσθεσε ότι ο ρωσικός στόλος υπό το αεροπλανοφόρο Ναύαρχος Κουζνέτσοφ, που δρούσε από τη Μεσόγειο στα ανοικτά των συριακών ακτών, θα είναι ο πρώτος που θα επιστρέψει από τη Συρία.
Ο Πούτιν είχε ανακοινώσει τον Δεκέμβριο ότι η χώρα του δέχθηκε να περιορίσει τις στρατιωτικές της δυνάμεις στη Συρία στο πλαίσιο της συμφωνίας εκεχειρίας που συμφωνήθηκε μεταξύ των συριακών ομάδων της αντιπολίτευσης και της συριακής κυβέρνησης.
Ο Γερασίμοφ εξήγησε ότι ο ρωσικός στόλος ολοκλήρωσε την αποστολή του στη Συρία, ενώ πρόσθεσε ότι οι αεροπορικές δυνάμεις της Ρωσίας διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στις νίκες που κατέγραψε ο συριακός στρατός.
Τέλος, ο επικεφαλής των ενόπλων δυνάμεων της Ρωσίας τόνισε ότι η απελευθέρωση του Χαλεπιού από τους αντάρτες δημιουργεί τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την εξεύρεση μιας ειρηνικής λύσης στη συριακή κρίση.
Η αποστολή της Ρωσίας ήταν και παραμένει άκρως επιτυχημένη στη Συρία. Ειδικά η παρουσία του αεροπλανοφόρου Ναύαρχος Κουζνέτσοφ, όπου ήταν η πρώτη του αποστολή σε πόλεμο κρίθηκε άκρως αποτελεσματική, με τη Μόσχα να βγάζει αρκετα συμπεράσματα σε τυχόν μελλοντικές συρράξεις.
Παρά τις δύο απώλειες αεροσκαφών από το Κουζνέτσοφ, τα ρωσικά μαχητικά, μόνο τους τελευταίους δύο μήνες κατέστρεψαν πάνω από 1.252 στόχους των ισλαμιστών στη Συρία.
Χωρίς την στρατιωτική επέμβαση της Ρωσίας, δεν θα υπήρχε η ευκαιρία να ακολουθηθεί μια πολιτική διευθέτηση και μια ειρηνική λύση στη Συρία.
Η Ρωσία κατάφερε να σταματήσει τους σουνίτες ισλαμιστές από το να ανατρέψουν το πρόεδρο της Συρίας Άσαντ και ταυτόχρονα εξουδετέρωσε τις εντάσεις με τους Τούρκους που απειλούσαν να βάλουν φωτιά σε ολόκληρη την περιοχή.
Η Ρωσία από την αρχή είχε ως κίνητρο την υποστήριξη τoυ Συριακού έθνους με σκοπό να υποσκελίσει την απειλή της τρομοκρατίας. Ενώ οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους ήταν τελικά η πηγή της απειλής.
Πρέπει να έχουμε κατά νου το μακροπρόθεσμο στόχο της αλλαγής της κυβέρνησης της Συρίας, την οποία είχαν συγγράψει Ουάσιγκτον, Λονδίνο και Παρίσι.
Γνωρίζουμε, για παράδειγμα, την αποκάλυψη του Wesley Clark το 2007, ότι η Συρία ήταν στο στόχαστρο του Πενταγώνου ήδη από το 2001, μαζί με το Αφγανιστάν, το Ιράκ και τη Λιβύη, μεταξύ άλλων.
Εν ολίγοις η ρωσική επέμβαση ήταν άκρως αποτελεσματική, καθώς η κρατική υπόσταση της Συρίας δεν κατέρρευσε, παρότι από το περασμένο καλοκαίρι Αμερικανοί διπλωμάτες εκμυστηρεύονταν σε ομολόγους τους, σύμφωνα με τον Ρώσο πρεσβευτή στο Λονδίνο, ότι τον Οκτώβριο το Ισλαμικό Κράτος θα έμπαινε στη Δαμασκό.
Σε αυτό το σημείο πρέπει να προστεθεί και ο άμεσος στόχος του Πούτιν, που αφορούσε την εξόντωση των τζιχαντιστών από τον Καύκασο που δρούσαν στη Συρία και αποτελούσαν μελλοντική απειλή για τη Ρωσία. Και φυσικά ο πιο σημαντικός στρατηγικός του στόχος ήταν να υποχρεωθεί η Ουάσιγκτον να αντιμετωπίσει τη Μόσχα ως συνομιλητή – για τα θέματα της Μέσης Ανατολής και όχι μόνο, κάτι που το κατάφερε στο μέγιστο.