Γράφει ο Σταύρος Λυγερός –
Δεν έχουν αμφιβολία ότι το PYD/YPG συνεχίζει να αποτελεί παρακλάδι του PKK, έστω κι αν οι Δυτικοί, για προφανείς λόγους, ισχυρίζονται το αντίθετο. Θεωρούν, λοιπόν, πως η Δύση, παίζοντας το κουρδικό χαρτί, μεθοδεύει τον ακρωτηριασμό της Τουρκίας. Το πραξικόπημα του 2016, μάλιστα, έπεισε οριστικά τον Ερντογάν ότι οι Αμερικανοί τον θεωρούν εμπόδιο και επιδιώκουν την ανατροπή του.
Η παντελής έλλειψη εμπιστοσύνης προς την Ουάσιγκτον καθιστά μονόδρομο για τον Τούρκο πρόεδρο τον γεωπολιτικό εναγκαλισμό με τον Πούτιν. Αυτός είναι ο λόγος που όσο θα βρίσκεται στο τιμόνι, η Τουρκία δεν πρόκειται να επιστρέψει στο δυτικό “μαντρί”, ακόμα και αν οι ΗΠΑ αποδεχθούν τις απαιτήσεις της στη Συρία.
Όπως είναι γνωστό, αμέσως μετά το πραξικόπημα του 2016, ο Ερντογάν δρομολόγησε μαζικές εκκαθαρίσεις σε όλο το εύρος των κρατικών μηχανισμών, ειδικά των κρίσιμων για την εθνικά ασφάλεια. Αποτέλεσμα αυτών των εκκαθαρίσεων δεν ήταν μόνο το ξήλωμα όλων των δικτύων επιρροής που διέθεταν οι Αμερικανοί και δευτερευόντως οι Ευρωπαίοι στην Τουρκία. Αποτέλεσμα ήταν, επίσης, ότι στη γειτονική χώρα εγκαθιδρύθηκε ένα προσωποπαγές καθεστώς, ποιοτικά διαφορετικό από το μετακεμαλικό, στο οποίο κυριαρχούσε συλλογικά μία ελίτ.
Από το νεοοθωμανικό ρεύμα στο καθεστώς Ερντογάν
Σήμερα το κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης είναι πολύ διαφορετικό από ό,τι ήταν πριν 10 χρόνια. Στην πραγματικότητα, το νεοοθωμανικό ρεύμα έχει εξελιχθεί-εκφυλισθεί στο σημερινό καθεστώς Ερντογάν. Ηγετικά πρόσωπα, όπως π.χ. ο Γκιούλ, ο Αρίντς και ο Νταβούτογλου έχουν περιθωριοποιηθεί. Ο Ερντογάν από ηγέτης ενός ρεύματος έχει μετατραπεί σε άτυπο μονάρχη, σε νεοσουλτάνο. Είναι ενδεικτικό ότι κατά κανόνα περιβάλλεται όχι από την παλιά φρουρά των στελεχών του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, αλλά από συγγενείς και υποτακτικούς.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι τα τουρκικά εθνικά συμφέροντα δεν ορίζονται και κατανοούνται συλλογικά από μία άρχουσα ελίτ, αλλά από το νεοσουλτάνο και την αυλή του. Με άλλα λόγια, το προσωπικό συμφέρον του Ερντογάν αναγορεύεται σε εθνικό συμφέρον της Τουρκίας. Όντας πεπεισμένος πως οι Αμερικανοί επιχείρησαν να τον ανατρέψουν (όχι αδικαιολόγητα) δεν τους εμπιστεύεται. Και επειδή δεν τους εμπιστεύεται δεν πρόκειται να επιστρέψει στο “μαντρί” ό,τι κι αν του προσφέρουν.
Προφανώς, ο Τούρκος πρόεδρος ποτέ δεν πρόκειται να το πει ευθέως. Αυτό, ωστόσο, είναι και θα είναι το κριτήριό του. Μπορεί σε τακτικό επίπεδο να συμπλεύσει με τις ΗΠΑ και τους Ευρωπαίους, αλλά μέχρις εκεί. Γι’ αυτό στο πολιτικό επίπεδο με τη ρητορική του καλλιεργεί συστηματικά τον αντιαμερικανισμό. Στο δε ιδεολογικό επίπεδο χρησιμοποιεί ισλαμικά στερεότυπα για να αναβιώσει και παροξύνει τα αντιδυτικά αισθήματα στην τουρκική κοινωνία.
Με τον τρόπο αυτό προσδίδει ευρύτερες ιδεολογικοπολιτικές διαστάσεις στο τωρινό ρήγμα. Η αντίθεση δεν είναι πλέον ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και στον Ερντογάν. Είναι ανάμεσα στη Δύση και στη “βαθιά Τουρκία”. Στην πραγματικότητα, η Τουρκία, όσο τουλάχιστον στο τιμόνι της θα βρίσκεται ο Ερντογάν, έχει ήδη χαθεί για τη Δύση. Απλώς, τόσο οι Αμερικανοί όσο και οι Ευρωπαίοι αρνούνται να το συνειδητοποιήσουν.
πηγή: