Δραματικές είναι οι εξελίξεις στο μέτωπο των διαπραγματεύσεων της κυβέρνησης με τους δανειστές σε μία προσπάθεια της Αθήνας να «ξεκολλήσει» την β’ αξιολόγηση, να ενεργοποιήσει ξανά τα βραχυπρόθεσμα μέτρα για το χρέος και να εξασφαλίσει μία συμφωνία που θα βάλει τη χώρα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.
Το εγχείρημά της μοιάζει με Γολγοθάς, καθώς μόνο με νέες υποχωρήσεις φαίνεται ότι μπορεί να ελπίζει σε μία θετική αντίδραση των δανειστών. Το σημερινό EuroWorkingGroup γίνεται έτσι κι αλλιώς σε βαρύ κλίμα, καθώς δεν υπάρχουν σοβαρές ελπίδες για ουσιαστική επανεκκίνηση των διαπραγματεύσεων, που θα μπορούσαν να καταλήξουν σε συμφωνία στο Eurogroup της 26ης Ιανουαρίου. Ακόμη και η προσμονή για ξεπάγωμα των βραχυπρόθεσμων μέτρων στη σημερινή συνεδρίαση είναι αμφίβολη, καθώς πέραν της Γερμανίας και άλλες πλευρές των δανειστών υιοθετούν σκληρή γραμμή έναντι της Ελλάδας.
Το μεγάλο παζάρι όμως διεξάγεται στις συναντήσεις που έχει αυτές τις μέρες η ηγεσία του οικονομικού επιτελείου (Τσακαλώτος και Χουλιαράκης) με ευρωπαίους παράγοντες. Η η ελληνική πλευρά φέρεται να θέτει στο τραπέζι δύο νέες υποχωρήσεις με σκοπό να βρεθεί μία φόρμουλα συμφωνίας. Πληροφορίες αναφέρουν ότι η Αθήνα ξεκινά αποδεχόμενη μείωση του αφορολόγητου από τα 8600 ευρώ στα 7600 ευρώ, με προοπτική να «πέσει» ακόμη και στα 7000 ευρώ, αλλά όχι παρακάτω! Επίσης συζητά την αύξηση του μεσαίου συντελεστή ΦΠΑ από το 13% στο 14% ή και στο 15%!
Ως «ανταλλάγματα» για αυτές τις υποχωρήσεις, οι Τσακαλώτος – Χουλιαράκης ζητούν μία αναφορά στα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το ελληνικό χρέος, ώστε να καταστεί εφικτή, χωρίς άλλες επώδυνες κινήσεις, η ένταξη της χώρας στην ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ. Η Αθήνα αγωνιά εσχάτως έντονα από την επιφυλακτική στάση που έχει υιοθετήσει ο επικεφαλής της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι για το θέμα αυτό, φοβούμενος ότι μία αρνητική έκθεση του ΔΝΤ για το ελληνικό χρέος θα του δέσει τα χέρια, με δεδομένη και την αυστηρή στάση που έχει έτσι κι αλλιώς η Γερμανία.
Εάν δεν υπάρξει αναφορά στα μεσοπρόθεσμα μέτρα, τα οποία έχουν παραπεμφθεί, με σαφή επιδίωξη του Βερολίνου, για μετά το τέλος του τρέχοντος ελληνικού προγράμματος, ήτοι το 2018, τότε είναι μάλλον μονόδρομος άλλες διαβεβαιώσεις, που πρέπει να παράσχει η Αθήνα προς την ΕΚΤ, πέραν ακόμη και από την ολοκλήρωση της β’ αξιολόγησης ή την ενεργοποίηση των βραχυπρόθεσμεων μέτρων. Διαβεβαιώσεις, όπως η νομοθέτηση των πρωτογενών πλεονασμάτων ύψους 3,5% για μετά το 2018 ή ακόμη και η λήψη συγκεκριμένων μέτρων για την επίτευξή τους.
Όλο το οικοδόμημα που επιχειρεί να φτιάξει η ελληνική κυβέρνηση, γύρω από την επίτευξη μίας διαχειρίσιμης συμφωνίας με τους δανειστές, είναι πλέον στον αέρα. Το κλίμα είναι βαρύ ακόμη και στις Βρυξέλλες, όπου μέχρι τώρα υπήρχε η καλή διάθεση της Κομισιόν έναντι της Αθήνας. Τα τελευταία 24ωρα όμως και εξαιτίας του γεγονότος ότι η κυβέρνηση έχει καθυστερήσει και άλλα σημαντικά θέματα της αξιολόγησης, όπως τα ενεργειακά, η συγκρότηση του υπερ-Ταμείου, το δημοσιονομικό κενό του 2018, ακόμη και κοινοτικοί αξιωματούχοι παίρνουν αποστάσεις από την ελληνική πλευρά και ζητούν πιο αποφασιστικές κινήσεις από μέρους της για να δοθεί ώθηση στις διαπραγματεύσεις. Καθίσταται επιπλέον όλο και πιο δύσκολο να βρεθεί φόρμουλα χωρίς τη συμμετοχή του ΔΝΤ, όπως ήλπιζε η κυβέρνηση. Είναι ενδεικτικό ότι οι αμφίσημες δηλώσεις του βέλγου υπουργού Οικονομικών, ότι το πρόγραμμα θα προχωρήσει είτε με το ΔΝΤ, είτε χωρίς αυτό, «μαζεύτηκαν» γρήγορα με τη διευκρίνιση ότι το Ταμείο θα συμμετάσχει – προφανώς μετά από παρέμβαση των πιο ισχυρών παικτών της ευρωζώνης.