Μια νέα έρευνα δίνει την αποστομωτική απάντηση στο ερώτημα “αν όντως δεν το ήθελαν, γιατί δεν προσπάθησαν να το αποφύγουν;”
Μια διαδεδομένη άποψη που βρίσκει σύμφωνους τους ψυχολόγους που είναι ειδικοί σε θέματα σεξουαλικής κακοποίησης είναι ότι σε καταστάσεις κινδύνου οι άνθρωποι εισέρχονται σε κατάσταση σοκ. Αυτό, με την σειρά του, κάνει δύσκολη οποιαδήποτε αντίδραση από πλευράς του θύματος. Τώρα, μια νέα έρευνα που διεξήχθη για σουηδικό περιοδικό γυναικολογίας έρχεται για να τεκμηριώσει το παραπάνω επιχείρημα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της, πολλές γυναίκες που έχουν έρθει αντιμέτωπες με τέτοιου είδους επιθέσεις (ή ακόμα και την απειλή τους) βιώνουν ένα είδος προσωρινής παράλυσης, γνωστή ως τονική ακινησία που τις εμποδίζει από το να αντεπιτεθούν, ακόμα κι από το να φωνάξουν για βοήθεια.
Οι ερευνητές κατέληξαν σε αυτό το συμπέρασμα αφού μίλησαν με 300 γυναίκες οι οποίες είχαν επισκεφτεί τα επείγοντα κλινικής στη Στοκχόλμη μέσα σε ένα μήνα μετά το βιασμό ή την απόπειρα βιασμού που είχαν δεχτεί. Το 70% αυτών ανέφεραν ότι όντως βίωσαν σωματική παράλυση ενώ 48% παραδέχτηκαν ότι όχι μόνο δεν μπορούσαν να κινηθούν, αλλά ένιωθαν ανίκανες ακόμα και να μιλήσουν.
Δυστυχώς, υπάρχει ακόμα χειρότερο σενάριο. Οι μελετητές διαπίστωσαν ότι οι γυναίκες που έχουν έρθει σε κατάσταση παράλυσης κατά τη διάρκεια μιας επίθεσης, διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο να περάσουν μετατραυματικό στρες και κατάθλιψη.
Τα ευρήματα της έρευνας μπορεί να μη μειώνουν τις σεξουαλικές επιθέσεις που δέχονται οι γυναίκες καθημερινά σε όλο τον κόσμο, αλλά θα μπορούσαν να αποδειχθούν άκρως χρήσιμα στο δικαστήριο. Με άλλα λόγια να χρησιμοποιηθούν ως επιστημονική τεκμηρίωση του λόγου που μια γυναίκα δεν αντιστάθηκε σε απόπειρα ή πράξη σεξουαλικής κακοποίησης που μπορεί να έγινε εναντίον της.