Οι επιστήμονες γνωρίζουν εδώ και καιρό ότι η νόσος του Πάρκινσον συνδέεται με την εξασθένηση των νευρώνων που παράγουν ντοπαμίνη στη δομή που ονομάζεται μέλαινα ουσία (substantia nigra). Ωστόσο άλλες μελέτες έχουν δείξει ότι ορισμένοι νευρώνες στην περιοχή επιβιώνουν και σε μεταγενέστερα στάδια της νόσου.
Σε μια νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στο «Nature Neuroscience», επιστήμονες από το Ινστιτούτο Broad του Χάρβαρντ και του ΜΙΤ αναφέρουν ότι υπάρχουν δέκα διαφορετικοί τύποι τέτοιων νευρώνων στην substantia nigra, και μόνο ένας συνδέεται με τη νόσο του Πάρκινσον.
«Αυτό ήταν για εμάς μια ευκαιρία για να αποσαφηνίσουμε ποια είδη κυττάρων πεθαίνουν στην πραγματικότητα με τη νόσο του Πάρκινσον», δήλωσε στο Science News ο συν-συγγραφέας της μελέτης Έβαν Μακόσκο, ψυχίατρος και νευροεπιστήμονας στο Broad Institute.
Στην τελική ευθεία η σύνδεση Ελλάδας – Ιταλίας με υποθαλάσσιο καλώδιο οπτικών ινών 320 χλμ.
Οι νευροβιολόγοι του Broad Institute εξέτασαν περίπου 22.000 εγκεφαλικά κύτταρα που προέρχονταν από δείγματα εγκεφαλικού ιστού 10 ασθενών οι οποίοι είχαν πεθάνει είτε από Πάρκινσον είτε από άνοια με σωμάτια Lewy, και οκτώ υγιών ατόμων που δεν είχαν προσβληθεί από αυτές τις δυο ασθένειες.
Μέσω αυτής της διαδικασίας, η ομάδα μπόρεσε να απομονώσει 10 διαφορετικούς υποκατηγορίες νευρώνων που παράγουν ντοπαμίνη, αλλά μια ξεχώρισε λόγω της απουσίας της σε μεγάλο βαθμό από τους εγκεφάλους των ανθρώπων με Πάρκινσον. Ανακάλυψαν επίσης ότι οι μοριακές διεργασίες που συνδέονται με τον κυτταρικό θάνατο σε άλλες νευροεκφυλιστικές ασθένειες, ενισχύονται από τους συγκεκριμένους νευρώνες οι οποίοι βρίσκονται στη μέλαινα ουσία.
Από την ανάλυση αυτή, οι επιστήμονες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τα κύτταρα αυτά είναι πιο ευαίσθητα σε γνωστούς γενετικούς παράγοντες ρίσκου για τη νόσο του Πάρκινσον.
Οι ερευνητές μπορούν να αναδημιουργήσουν αυτά τα ευάλωτα κύτταρα στο εργαστήριο για να τα μελετήσουν περαιτέρω. Αυτή η νέα διαδικασία θα μπορούσε να επιτρέψει στους επιστήμονες να εξετάσουν τους γενετικούς παράγοντες των ασθενειών, να αξιολογήσουν πιθανούς μελλοντικούς υποψήφιους φαρμακευτικούς παράγοντες και να διερευνήσουν την πιθανότητα αναγεννητικών θεραπειών.
Επιπλέον, περαιτέρω μελέτες που συνδυάζουν τα τρέχοντα αποτελέσματα με τα υπάρχοντα δεδομένα απεικόνισης, μελέτες παθολογίας ιστών και γονιδιωματικές αναλύσεις μπορούν να δώσουν περισσότερες απαντήσεις σχετικά με αυτές τις δύο ασθένειες.