Οι θρησκευόμενοι άνθρωποι ζουν κατά μέσο όρο περίπου τέσσερα χρόνια περισσότερο, σε σύγκριση με όσους δεν έχουν ιδιαίτερους δεσμούς με τη θρησκεία.
Αυτό είναι το συμπέρασμα μιας νέας αμερικανικής μελέτης, που βασίσθηκε στην ανάλυση άνω των 1.000 δημοσιευμένων νεκρολογιών.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής την ψυχολόγο Λόρα Ουάλας του Πολιτειακού Πανεπιστημίου του Οχάιο, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό κοινωνικής ψυχολογίας "Social Psychological and Personality Science", εκτίμησαν ότι «η σχέση με τη θρησκεία έχει την ίδια σχεδόν θετική επίπτωση με το φύλο πάνω στην μακροζωία» (οι γυναίκες ζουν συνήθως τέσσερα έως πέντε παραπάνω χρόνια από τους άνδρες).
«Η μελέτη μας παρέχει πειστικά στοιχεία ότι υπάρχει σχέση ανάμεσα στη συμμετοχή στη θρησκεία και στο πόσο ζει ένας άνθρωπος», δήλωσε ο αναπληρωτής καθηγητής ψυχολογίας Μπάλντουιν Γουέι. Οι ψυχολόγοι αποδίδουν το όφελος αυτό εν μέρει στο ότι η ενεργή σχέση με τη θρησκεία ωθεί τους πιστούς να συμμετέχουν στην κοινότητα και σε εθελοντικές-κοινωνικές δράσεις, κάτι που, όπως έχουν δείξει προηγούμενες μελέτες, «χαρίζει» μακροζωία.
Θετικό ρόλο επίσης παίζει ότι συνήθως οι θρησκευόμενοι κάνουν πιο υγιεινή ζωή (λιγότερα ποτά και ξενύχτια, αποφυγή ναρκωτικών και σεξ με πολλούς συντρόφους κ.α.). Έχουν ακόμη λιγότερο στρες χάρη στην πίστη τους στο Θεό και στην μετά θάνατο ζωή, καθώς επίσης χάρη στην προσευχή ή στον πνευματικό διαλογισμό, σε συνδυασμό με τη βίωση θετικών συναισθημάτων (αγάπη, ευγνωμοσύνη, γαλήνη κ.α.).
Εκτός από το φύλο, θετική επίπτωση στη μακροζωία έχει και ο γάμος. Οι ερευνητές απομόνωσαν αυτούς τους δύο παράγοντες για να υπολογίσουν την θετική επίδραση μόνο της θρησκείας.