Είδαμε και ακούσαμε στο youtube ένα βίντεο που, κατά τη γνώμη μας, πολύ λίγο τιμά την τοπική εκκλησία του Πειραιά που δικαιολογημένα σεμνύνεται για τη φιλανθρωπική, πολιτιστική και κατηχητική της δράση. Συγκεκριμένα, στις 25/2/2018, Κυριακή Α΄ Νηστειών ή αλλιώς Κυριακή της Ορθοδοξίας που η Εκκλησία μας εορτάζει και πανηγυρίζει την αναστήλωση των Ιερών Εικόνων και τις αποφάσεις- «όρους» της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, βρέθηκαν δύο κληρικοί στον Ναό Εισοδίων της Θεοτόκου (Παναγία η Οδηγήτρια) Λόφου Βώκκου της Ι. Μ. Πειραιά, ο π. Άγγελος Αγγελακόπουλος και ο εκ Ρουμανίας π. Ματθαίος Βουλκανέσκου, ο ένας να κρατάει ένα τετράδιο αντί του λειτουργικού βιβλίου του «Τριωδίου» και να διαβάζει μεγαλοφώνως το «Συνοδικόν της Ορθοδοξίας» και ο άλλος να αντιφωνεί με στεντόρια φωνή και να επαναλαμβάνει τρεις φορές «Ανάθεμα» σε κάθε αναθεματισμό που προηγείτο.
Πού, όμως, βρίσκεται το αντιεκκλησιαστικό και αντικανονικό όλης αυτής της σκηνοθεσίας; Ασφαλώς όχι στο περιεχόμενο και στη σημασία αυτής της μεγάλης και ιερής ανάμνησης του γεγονότος της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου (787 μ.Χ.) ούτε ασφαλώς και στην ανάγνωση του «Συνοδικού Τόμου» όπως έκτοτε συνηθίζεται μέχρι σήμερα να τελείται στην Εκκλησία μας.
Για να καταλάβουμε, λοιπόν, πού βρίσκεται το εκκλησιολογικό όριο της υπέρβασης εκ μέρους των δύο αυτών κληρικών από τους 8.000 κληρικούς της Εκκλησίας της Ελλάδος είναι αναγκαίο να σταθούμε πρώτα στην σημασιολογία της φράσης «Συνοδικόν της Ορθοδοξίας» και μετά να διαβάσουμε ποια είναι τα ανεπίτρεπτα και διχαστικά και προτεσταντικά μηνύματα που άθελά τους, οι δυο αυτοί κληρικοί μας, τόλμησαν να εκφωνήσουν.
Το επίθετο «Συνοδικός» σημαίνει ό, τι έχει σχέση ή ανήκει σε μια Σύνοδο. Κι όταν λέμε στην εκκλησιολογία «Σύνοδο» εννοούμε πρωταρχικά και κύρια την Οικουμενική Σύνοδο από την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια της Βιθυνίας επί Μεγάλου Κωνσταντίνου (325 μ.Χ) μέχρι την Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο πάλι στη Νίκαια της Βιθυνίας επί Κωνσταντίνου του ΣΤ΄(787 μ.Χ.).
Όλες αυτές οι άγιες και μεγάλες Σύνοδοι της Εκκλησίας αντιμετώπιζαν τις αιρέσεις που ενεφανίζοντο στους κόλπους της από διάφορους πρεσβυτέρους, επισκόπους ακόμα και Πατριάρχες, το φρόνημα των οποίων επηρεασμένο από την Ελληνική Φιλοσοφία και τον Ορθό Λόγο, περιείχε διδασκαλίες αντίθετες ή αντικρουόμενες με την εμπειρία της διαχρονικής Εκκλησίας, την Ιερά Παράδοση και τα νοήματα της Αγίας Γραφής.
Τις αιρέσεις, λοιπόν, και τους αιρεσιάρχες των 8 πρώτων αιώνων και όχι μόνο αναθεμάτιζε η Εκκλησία, αφού προηγουμένως ελάμβανε Συνοδικώς σχετικές αποφάσεις. Δεν μπορούσε, δηλαδή, ο καθένας αυθαιρέτως να χαρακτηρίζει τον άλλον ως αιρετικό ή σχισματικό, αν αυτός ο άλλος ρητά και κατηγορηματικά και τελεσίδικα δεν έχει καταδικαστεί για αίρεση ή σχίσμα από επίσημα ανεγνωρισμένη Οικουμενική Σύνοδο. Μια παρόμοια συμπεριφορά, αντιεκκλησιαστική και παρά τους Θείους και Ιερούς Κανόνες μας φέρνει πιο κοντά στον Προτεσταντισμό, όπου κάθε Χριστιανός είναι αυθεντία και διαχειρίζεται την ιδιωτική του αλήθεια.
Κι ερχόμαστε τώρα στους δύο τολμητίες της Πειραϊκής Εκκλησίας. Αυτοί, δημόσια και με «γυμνή κεφαλή» υπερέβησαν τα εσκαμμένα, δηλαδή, δεν αρκέστηκαν να διαβάσουν το κείμενο του «Συνοδικού της Ορθοδοξίας» από το επίσημο λειτουργικό βιβλίο του «Τριωδίου» στο οποίο εμπεριέχονται οι αναθεματισμοί της Συνόδου, αλλά σύμφωνα με τη δική τους ιδεοληψία και την δήθεν αντιοικουμενιστική τους και αντιπατριαρχική προκατάληψη, άρχισαν να διαβάζουν από τις χειρόγραφες σημειώσεις τους και αναθέματα που δεν είχαν καμία σχέση με τις επτά Οικουμενικές Συνόδους αλλά ούτε και με τις Συνόδους του 14ου αιώνα.
Σ’ αυτούς τους αναθεματισμούς μεταξύ των άλλων περιλαμβάνονται οι Μασόνοι, οι Πεντηκοστιανοί, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, το Ισλάμ και οι άλλες θρησκείες της Ανατολής, το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών αλλά και, χωρίς να κατονομάζεται, ο Δημητριάδος Ιγνάτιος, ο παλαιός Πρωτοσύγκελος της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς. Αλλά η άμετρη υποκειμενικότητα ρίχνει ό, τι περίσσεψε απ’ το δηλητήριο της κακότητάς τους στο πρόσωπο του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου και εναντίον της σύγκλησης και των αποφάσεων της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου των Ορθοδόξων στην Κρήτη (Ιούνιος 2016).
Τελικά ποιοι από τους Έλληνες Ορθοδόξους αλλά και τους Σλάβους και τους Ρώσους και τους Σύρους έμειναν εκτός αναθέματος, αφού όλοι αυτοί αναγνωρίζουν ο ένας τον άλλον στο όνομα της κοινής πίστης στην αλήθεια της Ορθοδοξίας και στην αναγνώριση των Διπτύχων της Εκκλησίας; Και κάτι ακόμα. Αυτοί οι δύο κληρικοί και μαζί μ’ αυτούς λίγοι ακόμα μετρημένοι στα δάχτυλα, γιατί δεν ακολούθησαν την θαρραλέα και ομολογιακή, κατ’ αυτούς, στάση εκείνων που ονομάστηκαν «αποτειχισμένοι από την επίσημη Εκκλησία» να αρνηθούν να μνημονεύσουν στη Θεία Λειτουργία το όνομα του Οικείου Επισκόπου τους; Τι άραγε φοβούνται;
Δυστυχώς, αν τέτοιες εκδηλώσεις έχουν την κάλυψη κάποιων λαϊκιστών επισκόπων, ασφαλώς το πρόβλημα είναι πολύ σοβαρό γιατί υπάρχει κίνδυνος να αρχίσει να τρώει τον κορμό της Εκκλησίας το σαράκι του διχασμού. Αρκετά υποφέρει η ελληνική κοινωνία από χίλια δυο προβλήματα ζωής και θανάτου. Ας ευχηθούμε πως τα άκαιρα και αναξιόπιστα αναθέματα που ακούστηκαν δεν θα μοιάζουν με τα αναθέματα κατά του Ελευθερίου Βενιζέλου το 1916 με τις ολέθριες συνέπειες της Μικρασιατικής Καταστροφής, θέμα για το οποίο γίνεται αμέσως στη συνέχεια λόγος.
Όλο τον Δεκέμβρη του 1916 πέτρες μεταφέρονται στην Αθήνα από διάφορες πόλεις και κοινότητες της Χώρας και ρίχνονται στο ίδιο σημείο στο Πεδίο του Άρεως, πίσω από το σημερινό μνημείο της θεάς Αθηνάς. Φαντάζομαι ότι εκεί θα είχε σχηματισθεί ένας πετρόλοφος, που θύμιζε το θανάσιμο πάθος τιμωρίας και εκδίκησης ενάντια στον γίγαντα της πολιτικής, διορατικό και πατριώτη Κρητικό πολιτικό, Ελευθέριο Βενιζέλο. Μερικές από αυτές τις «ιστορικές» πέτρες, με τις οποίες δεκάδες μητροπολίτες, κληρικοί και φανατισμένοι αντιβενιζελικοί αναθεμάτισαν το Βενιζέλο ανακαλύφθηκαν πρόσφατα, τον Απρίλη του 2004, τυχαία, στο Κέντρο Εκπαίδευσης Ιππασίας στο Γουδί, χάρη σε μια παρατηρητική καθηγήτρια ιππασίας.
Η Ελισάβετ Στραβάτου-Αραχωβίτου βρισκόταν σε πλακόστρωτο χώρο των πρώην βασιλικών στάβλων, όταν πρόσεξε την επιγραφή σε μια πέτρα που είχε αναποδογυρίσει. Η πλάκα ανέγραφε «Κοινότης Κυνουρίας».
Οι πέτρες του Αναθέματος αγνοούνταν από τη δεκαετία του 1930. «Με αυτές κατασκευάστηκε η ποτίστρα του στάβλου. Τις είχαν γυρίσει ανάποδα και είχαν φτιάξει την πλακόστρωση του χώρου, όπου πήγαιναν για δεκαετίες τα άλογα για να πιουν νερό» εξηγεί η κ. Στραβάτου-Αραχωβίτου.
«Όπως μας εξήγησαν καθηγητές και ιστορικοί [...] οι πέτρες είχαν μαζευτεί και στοιβαχθεί για κάποια χρόνια στις βασιλικές αποθήκες. Στο τέλος της δεκαετίας του 1930, οι πέτρες και άλλα υλικά από τις αποθήκες χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή των βασιλικών στάβλων» αναφέρει η κ.Στραβάτου-Αραχωβίτου. Υπάρχει όμως και η εκδοχή πως το λεγόμενο Σπήλαιο του Πανός, στο Πεδίο του Άρεως, κατασκεύσθηκε με τις πέτρες του Αναθέματος.
Τι ήταν λοιπόν αυτό το διαβόητο Ανάθεμα κατά του Ελ. Βενιζέλου το οποίο θεωρείται από τις μελανότερες σελίδες της νεότερης ιστορίας της Εκκλησίας της Ελλάδος και του ελληνικού έθνους; Πριν δούμε όμως τις λεπτομέρειες του ιστορικού αυτού γεγονότος να προλάβουμε εδώ να πούμε πως ο αοίδιμος Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος είχε την ευκαιρία τον Απρίλιο του 2000 να ζητήσει ειλικρινά και δημόσια συγγνώμη για την απαράδεκτη ενέργεια του προκατόχου του Θεοκλήτου Α΄ που τότε έφερε τον τίτλο Μητροπολίτης Αθηνών.
Στις 12 Δεκεμβρίου του 1916 οι μητροπολίτες και οι κληρικοί από πολλές περιοχές της Ελλάδας, με την παρουσία των πολιτικών, στρατιωτικών και πνευματικών ηγετών και μπροστά σε χιλιάδες λαού προχώρησαν στο «πολιτικό» ανάθεμα κατά του τότε Προέδρου της εν Θεσσαλονίκη Επαναστατικής Κυβερνήσεως Βενιζέλου, που νωρίτερα είχε ταχθεί με το κίνημα Εθνικής Αμύνης, το οποίο υποστήριζαν οι αγγλογαλλικές συμμαχικές δυνάμεις.
Όλα ξεκίνησαν το Σεπτέμβριο του 1916, όταν ο Βενιζέλος μεταβαίνει στα Χανιά, όπου και σχηματίζει προσωρινή κυβέρνηση με αρχικά μέλη το ναύαρχο Κουντουριώτη και τον στρατηγό Δαγκλή. Η προσωρινή κυβέρνηση μεταβαίνει στη συνέχεια στη Θεσσαλονίκη και κηρύττει τον πόλεμο στην «κυβέρνηση των Αθηνών».
Η Ελλάδα κόβεται στα δύο: από τη μία το «κράτος της Θεσσαλονίκης» με τη Μακεδονία, την Κρήτη και τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, από την άλλη η κυβέρνηση των Αθηνών με τους απολυθέντες στρατεύσιμους («επίστρατους») που είχε οργανώσει ο Ιωάννης Μεταξάς.
Στην προσπάθεια των Συμμάχων να καταλάβουν τη Νότια Ελλάδα, γαλλικά θωρηκτά μπαίνουν στον Πειραιά, αποβιβάζουν 3.000 άνδρες και βομβαρδίζουν τις περιοχές γύρω από το Στάδιο και τα Ανάκτορα. Η άρνηση του βασιλιά στο αίτημα των Γάλλων για παράδοση των αντιτορπιλικών, των σιδηροδρόμων και του λιμανιού του Πειραιά οδηγούν στη μάχη των Αθηνών μεταξύ Γάλλων από τη μια και των "επίστρατων", πολιτών πιστών στο βασιλιά, και τμήματος στρατού από την άλλη γύρω από το λόφο του Φιλοπάππου (Νοέμβριος 1916).
Τα «Νοεμβριανά», όπως έμειναν στην ιστορία τα γεγονότα αυτά, καταδεικνύουν την κρισιμότητα της κατάστασης που έφτασε στα όρια του εμφύλιου σπαραγμού. Οργισμένοι από την ξένη επέμβαση, οι αντιβενιζελικοί κατηγορούν τους αντιπάλους τους ως προδότες.
Μια όμως από τις θεαματικότερες πρωτοβουλίες ενάντια στο Βενιζέλο ήταν εκείνη της Εκκλησίας που στρεφόταν κατά του «Σατανά» και της πολιτικής εκπροσώπησής του! Πρόκειται ασφαλώς για το περιβόητο "ανάθεμα" που εξαπέλυσε η Εκκλησία κατά του Βενιζέλου-Βελζεβούλ. Την εποχή αυτή, ο Διχασμός βρισκόταν στο αποκορύφωμά του: ο Βενιζέλος παρέμενε ακόμη στη Θεσσαλονίκη επικεφαλής της κυβέρνησης της Εθνικής Άμυνας, ενώ στη βασιλική και μόλις βομβαρδισμένη από τον γαλλικό στόλο Αθήνα επικρατούσε πλήρης ακυβερνησία.
Στο διχαστικό κλίμα αυτό, οργανώνεται στην πρωτεύουσα μια ογκώδης αντιβενιζελική πορεία που, με την Ιερά Σύνοδο στην κορυφή της, κατευθύνεται στο Πεδίο του Άρεως, εκεί όπου αργότερα υψώθηκε το άγαλμα της Αθηνάς, για να αναθεματίσει τον «Σατανά» της πολιτικής ζωής του τόπου. Εκεί, ο καθένας ρίχνει μια πέτρα και επαναλαμβάνει την κατάρα του Αθηνών Θεόκλητου κατά του Βενιζέλου: «Ελευθερίω Βενιζέλω επιβουλευθέντι την Βασιλείαν και την πατρίδα και καταδιώξαντι και φυλακίσαντι Αρχιερείς, ανάθεμα έστω».
Στις γραμμές που ακολουθούν, η γνωστή λογοτέχνισσα και κόρη του Εμμ. Μπενάκη Πηνελόπη Δέλτα (1874-1941), οικογενειακή φίλη και συνεργάτρια του Ελευθερίου Βενιζέλου, θυμάται το "ανάθεμα" και το περιγράφει με αηδία ως εξής:
«Όταν, μετά τα Νοεμβριανά του 1916, ο αξιοθρήνητος μητροπολίτης Αθηνών Θεόκλητος Α΄ έκανε το περίφημο «ανάθεμα», άντρες, γυναίκες, παιδιά, κυρίες και κύριοι του λεγομένου 'καλού κόσμου', πήγαν φορτωμένοι πέτρες μεγάλες και μικρές και τις έριξαν, μάζα άμορφη, στο Πεδίον του Άρεως, αναθεματίζοντας, το «Σατανά», το "Βελζεβούλ", τον "προδότη" που εκείνη την ώρα, με όλη τη δύναμη του δαιμόνιου μυαλού του, με όλη την ένταση της θελήσεώς του, μάζευε και οργάνωνε στρατό, για ν’ απωθήσει τους Βουλγαρο-Τουρκο-Γερμανούς και να ελευθερώσει την ανατολική Μακεδονία που είχε δώσει ο Κωνσταντίνος και η Κυβέρνησή του στους Βουλγάρους.
Η άμορφη αυτή, σιχαμένη μάζα από πέτρες όλων των μεγεθών και σχημάτων, άσπριζε εκεί, όλη μέρα, στα χώματα του Πεδίου του Άρεως. Τη νύχτα, πιστοί, θλιμμένοι πατριώτες, πήγαιναν κρυφά και στόλιζαν με λουλούδια της εποχής, τις άσχημες πέτρες. Το πρωί, οι αρχές έβαζαν και μάζευαν βιαστικά τ' αφιερώματα αυτά των πιστών. [...]
Η μητέρα μου έφερε βαριά το ανάθεμα. Το θεωρούσε ασχημιά και ντροπή και, θεοσεβούμενη όπως ήταν, έτρεμε μην πάθει τίποτε ο Βενιζέλος, που τον αναθεμάτισε η εκκλησία.
Ένα από τα πρώτα βράδια που ήμαστε όλοι συναγμένοι στο πατρικό, έφερε την ομιλία αυτήν και παρακάλεσε το Βενιζέλο να προκαλέσει μια τελετή, όπου πάλι η εκκλησία να σηκώσει το ανάθεμα.
Ο Βενιζέλος άναψε.
-"Όχι, βέβαια, κυρία Μπενάκη, δε θα το κάνω αυτό ποτέ!", αναφώνησε. "Το ανάθεμα θα μείνει, και κάτω από το ανάθεμα θα νικήσομε, θα ελευθερώσομε τη Μακεδονία και θα τσακίσομε τους Βουλγάρους. Όχι μόνο δε θα ζητήσω να σηκωθεί το ανάθεμα, αλλά και θα μείνουν οι πέτρες εκεί που έπεσαν στοίβα, να ξέρει και να θυμάται ο κοσμάκης πως είμαι αναθεματισμένος, και όμως πως η νίκη θα είναι δική μας..."
Κάποιος είπε: "Δε θα μείνουν πολύ οι πέτρες! Ήδη μίκρανε η στοίβα, και κάθε νύχτα μικραίνει..."
Ο Βενιζέλος έβγαλε τις φωνές.
-"Δεν εννοώ να γίνει αυτό!", αναφώνησε. "Δε θέλω να χαθεί η απόδειξη αυτή του αναθέματος! Θα βάλω φύλακες! Εννοώ να μείνουν οι πέτρες όπως είναι, να τις βλέπουν κάθε μέρα οι περαστικοί και να ξέρουν τι ανόητα, τι μάταια πράγματα που είναι οι κατάρες της εκκλησίας!"
-"Είναι όμως μια ασχημιά στο Πεδίο του Άρεως, κύριε Πρόεδρε", είπε ο πατέρας μου, που αν και παραιτημένος, δεν ξεχνούσε πως υπήρξε Δήμαρχος Αθηναίων.
-"Θα υποστούμε και την ασχημιά αυτή, κύριε Μπενάκη", αποκρίθηκε ο Βενιζέλος, "θα την υποστούμε για την ανατροφή του λαού, που πρέπει να μάθει την αξία της εκκλησιαστικής κατάρας όσο και της ευλογίας της, όταν γίνεται η εκκλησία όργανο πολιτικών παθών".
(Αρχείο της Π. Σ. Δέλτα, Α΄, "Ελευθέριος Βενιζέλος", Ημερολόγιο-Αναμνήσεις, επιμέλεια Π. Α. Ζάννας, Ερμής, Αθήνα 1978, σ. 279-280).
Αφορισμοί και αναθέματα εναντίον του Βενιζέλου δεν γινόντουσαν μόνο στην Αθήνα, αλλά και σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας. Έναν τέτοιο ανάθεμα-αφορισμό διαβάζουμε στα Κρητικά Νέα, Εφημερίδα της ίδιας εποχής, συντάκτης του οποίου είναι ο Μητροπολίτης Φωκίδος Αμβρόσιος και ο αρχιεπίσκοπος Νικηφόρος:
«Ημείς οι υπογεγραμμένοι Μητροπολίται εντολήν ελάβομεν παρά χιλιάδων εφέδρων και πολιτών να αναγνώσωμεν βαρύτατον αφορισμόν κατά του ενόχου εσχάτης προδοσίας Ελ. Βενιζέλου, του προδώσαντος το έθνος μας εις τους Αγγλογάλλους του ατίμως συνεννοηθέντος μετ’ αυτών ίνα στείλωσι την προχθεσινήν νόταν είς την Ελλάδα, μόνον και μόνον διά να πικρανθεί ο λατρευτός μας Βασιλεύς και εκβιασθή όπως καλέση επί την αρχήν τον πουλημένον σενεγαλέζον τράγον Βενιζέλον, τον ηθικόν αυτουργόν της πυρπολήσεως του Τατοΐου , τον ηθικόν αυτουργόν των βασάνων ας υπέστησαν οι ανδραγαθήσαντες αξιωματικοί μας εις χείρας του ανάνδρου Σαράιγ.
Κατ’ αυτού όθεν του προδότου Βενιζέλου ανεγνώσαμεν αφορισμόν όπως ενσκήψωσι:
• Τα εξανθήματα του Ιώβ
• Το κύτος του Ιωνά
• Η λέπρα του Ιεχωβά
• Ο μαρασμός των νεκρών
• Το τρεμούλιασμα των ψυχορραγούντων
• Οι κεραυνοί της κολάσεως
• Και αι κατάραι και τα αναθέματα των ανθρώπων.
Τας ιδίας αράς θα αναγνώσωμεν και κατ’ εκείνων οίτινες κατά τας προσεχείς εκλογάς θέλουσι δώσει λευκήν ψήφον προς τον κατάπτυστον προδότην Βενιζέλον και θα παρακαλέσωμεν, συν τοις άλλοις, όπως μαραθώσιν αι χέραι, τυφλωθώσιν οι οφθαλμοί και κωφαθώσι τα ώτα. Γένοιτο».
Δέστε λοιπόν πού φτάσαμε. Προκειμένου να εξοντώσουν πολιτικά τον μεγάλο Ελευθέριο Βενιζέλο τα Ανάκτορα και οι πολιτικάντηδες της εποχής έσυραν και κατέβασαν την Εκκλησία στο ευτελιστικό πεζοδρόμιο και την κατέστησαν θεραπαινίδα ανομολόγητων ποταπών πολιτικο-οικονομικών συμφερόντων.
Ας είναι το θλιβερό αυτό περιστατικό του 1916 ένα χρηστικό μήνυμα για τη σημερινή Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος υπό την ηγεσία του συνετού Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου του Β’. Τηρουμένων δε των αναλογιών (mutatis mutandis) η Εκκλησία της Ελλάδος και σήμερα διατρέχει τον κίνδυνο, ηθελημένα ή αθέλητα, να εμπλακεί σε ύποπτα πολιτικά παιχνίδια και να χάσει τον σωτηριώδη και φιλάνθρωπο σκοπό που έχει.
*Ο Αντώνης Ιακώβου Ελευθεριάδης είναι Δρ. Φιλολογίας και Θεολόγος