Για τη διαπραγμάτευση, την υπέρβαση της λιτότητας και το νέο αναπτυξιακό υπόδειγμα μιλά ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Γιάννης Δραγασάκης, σε συνέντευξη του στο «Έθνος της Κυριακής», υπογραμμίζοντας ότι «δεν τίθεται θέμα 4ου μνημονίου, ούτε Grexit».
Παράλληλα, καταλογίζει ευθέως στο ΔΝΤ και δύο ευρωπαϊκές χώρες τις ευθύνες για τις καθυστερήσεις στο κλείσιμο της αξιολόγησης. Στο ίδιο πλαίσιο ασκεί δριμεία κριτική στον πρόεδρο της ΝΔ ότι γνώριζε για την «καθυστέρηση» και «επιχείρησε να τα εκμεταλλευτεί για να προκαλέσει πρόωρες εκλογές».
Ειδικότερα, ο κ. Δραγασάκης τονίζει ότι ο στόχος για συμφωνία σε επίπεδο τεχνικών κλιμακίων μέχρι την 20η Μαρτίου είναι εφικτός και για την επίτευξη του εργάζονται η κυβέρνηση και η διαπραγματευτική ομάδα. Επισημαίνει ότι η κυβέρνηση έκανε ήδη τις δικές της και πως «η ολοκλήρωση της συμφωνίας προϋποθέτει ότι και οι άλλες πλευρές θα αποδείξουν στην πράξη τη θέληση τους για συμφωνία».
Σημειώνει ότι η κυβέρνηση εργάζεται για μια συνολική συμφωνία που θα δρομολογεί και την ολοκλήρωση του Προγράμματος και θα θέτει το δημοσιονομικό πλαίσιο της μεταμνημονιακής φάσης. Αυτό σημαίνει, αναφέρει, ότι η τελική συμφωνία, εκτός από τα όποια μέτρα και αντίμετρα, θα καλύπτει το θέμα των πλεονασμάτων και των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος, ενώ επιδιώκεται να περιλαμβάνει και μέτρα για την τόνωση των επενδύσεων και την ταχύτερη μείωση της ανεργίας.
Τονίζει ότι η αξιολόγηση θα μπορούσε να έχει ολοκληρωθεί στις 5 Δεκεμβρίου και αφήνει ευθείες κατηγορίες ότι οι καθυστερήσεις οφείλονται στο ΔΝΤ και δύο μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες
«Από τη μια πλευρά ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες απαίτησαν εξωπραγματικά πρωτογενή πλεονάσματα -3,5% για 10 χρόνια- και από την άλλη πλευρά το ΔΝΤ απαίτησε νέα μέτρα λιτότητας, που πλήττουν τα πιο φτωχά στρώματα». «Στην ουσία», σχολιάζει, «άλλαξε τους κανόνες του παιχνιδιού στη διάρκεια της εξέλιξής του».
«Φωτογραφίζοντας» τον κ. Κυριάκο Μητσοτάκη και τη ΝΔ, σημειώνει ότι «είναι υποκριτικό να μιλούν κάποιοι για καθυστερήσεις χωρίς να αναφέρονται στις αιτίες που τις προκαλούν. Σε περιόδους τόσο κρίσιμες, η χώρα δεν έχει ανάγκη από «Πόντιους Πιλάτους», ούτε από «συμμαχίες προθύμων» που χαϊδεύουν τα αυτιά των δανειστών» λέει.
Ο κ. Δραγασάκης εξηγεί πώς άλλαξαν τους κανόνες τους «παιχνιδιού». Αναφέρει ότι ενώ ήδη στα τέλη Νοεμβρίου η κυβέρνηση είχε ολοκληρώσει το μεγαλύτερο μέρος των υποχρεώσεων της, «δύο ευρωπαϊκές χώρες δήλωσαν ότι δεν αρκεί που η κυβέρνηση υλοποιεί το Πρόγραμμα. Για να υπάρξει συμφωνία είπαν, πρέπει το ΔΝΤ να συμμετάσχει πλήρως, αν και το Ταμείο απέχει από τη χρηματοδότηση του ελληνικού προγράμματος από τον Αύγουστο του 2014».
Επισημαίνει ότι ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε δήλωσε πως χωρίς το ΔΝΤ δεν υπάρχει πρόγραμμα, κάτι που έδωσε μεγάλη διαπραγματευτική δύναμη στο Ταμείο που απαιτούσε νέα μέτρα 2% του ΑΕΠ πέραν της αρχικής συμφωνίας, ενώ την ίδια στιγμή οι ίδιοι ΥΠΟΙΚ που ήθελαν το ΔΝΤ δεν δέχονταν το αίτημα του για το χρέος. Ο κ. Δραγασάκης τονίζει ότι καταβλήθηκαν εργώδεις προσπάθειες της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού και ευρεία διεθνής συμπαράταξη υπέρ της Ελλάδας για να αρθεί το αδιέξοδο.
Κατηγορεί τον κ. Μητσοτάκη ότι αυτά «όχι μόνο τα γνώριζε, αλλά επιχείρησε να τα εκμεταλλευτεί για να προκαλέσει πρόωρες εκλογές».
Ο κ. Δραγασάκης σημειώνει ότι «δεν τίθεται θέμα 4ου Μνημονίου, ούτε Grexit, παρότι υπάρχουν κέντρα του εξωτερικού που δεν εγκαταλείπουν ούτε την ιδέα του Grexit, ούτε την ιδέα των Μνημονίων ως μόνιμο καθεστώς» και πως όμως κανένα από τα δύο δεν έχει οποιαδήποτε βάση και θέση στη συζήτηση.
Σχετικά με τη μετάβαση σε φάση «μετα-λιτότητας», σημειώνει ότι σε αυτή τη φάση που αποτελεί ακόμα στόχο προς κατάκτηση, θα υπάρξει έμφαση στην ανάκαμψη, τη μείωση της ανεργίας, τη σταθεροποίηση και τη βαθμιαία βελτίωση του βιοτικού επιπέδου. Σημειώνει παράλληλα τη σημασία που έχει «να συνειδητοποιήσουμε το κεντρικό δίλημμα της περιόδου», εξηγώντας ότι προκύπτει από το εξής: η φάση αυτή δημιουργεί προϋποθέσεις για να φύγουμε μπροστά στην ανασυγκρότηση της χώρας με υλοποίηση μιας νέας αναπτυξιακής στρατηγικής. Εμπεριέχει όμως ακόμα τον κίνδυνο παλινδρόμησης σε νέους κύκλους λιτότητας «αν επιστρέψουμε σε νεοφιλελεύθερα δόγματα που έχουν αποτύχει, εάν επιτρέψουμε στους υπεύθυνους της κρίσης και στα κατεστημένα συμφέροντα να αποτρέψουν τις αναγκαίες κοινωνικές και θεσμικές αλλαγές».
Αναφορικά με την εθνική αναπτυξιακή στρατηγική, σημειώνει ότι η πρωτοβουλία της κυβέρνησης λαμβάνει υπόψη τις υποχρεώσεις της Συμφωνίας αλλά και τις υπερβαίνει, με την έννοια ότι η υπό επεξεργασία αναπτυξιακή στρατηγική θέλουμε εξαρχής να είναι δικής μας «ιδιοκτησίας».
Υπογραμμίζει ότι χρειάζεται αλλαγή αναπτυξιακού παραδείγματος και ένα αναπτυξιακό σοκ που θα στηρίζεται στις επενδύσεις και στην απασχόληση, ώστε να ξεφύγει η χώρα από το τέλμα στο οποίο έχει παγιδευτεί εξαιτίας της κρίσης και των «διαλυτικών συνεπειών» του 1ου και του 2ου Μνημονίου.
Ως προς τον στόχο της αναπτυξιακής στρατηγικής υποστηρίζει ότι διαμορφώνονται θύλακες μιας καινοτόμου και κοινωνικά υπεύθυνης επιχειρηματικότητας που είναι έτοιμη να δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας και πως η αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων με τις κατάλληλες πολιτικές μπορεί να τον κάνει ρεαλιστικό. Υπογραμμίζει ότι πρέπει να εισαχθούν «επιταχυντές» για την αντιστροφή των σημερινών τάσεων: Επιτάχυνση ξένων και εγχώριων επενδύσεων, εφαρμογή ειδικού προγράμματος απασχόλησης. Και σημειώνει ότι πρέπει να εμπνεύσουμε την κοινωνία και τους νέους να αξιοποιήσουν μαζικά τις θεσμικές δυνατότητες που δημιουργούμε για συνεργατικές και άλλες μορφές κοινωνικής οικονομίας και μικροπιστώσεων.