“Ακόμη και οι διαφωνίες αποτελούν κέρδος για την Ορθοδοξία” ανέφερε μεταξύ άλλων σε εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη στην εφημερίδα «Κιβωτός Ορθοδοξίας» παραχώρησε ο Μητροπολίτης Δημητριάδος κ. Ιγνάτιος σχολιάζοντας την Σύνοδο της Κρήτης.
Το μάθημα των θρησκευτικών, οι σχέσεις Κράτους – Εκκλησίας, η ίδρυση μουσουλμανικού τεμένους στην Αττική, η Σύνοδος του Κολυμπαρίου είναι μερικά ακόμη από τα θέματα της εν λόγω συνέντευξης.
Για το πρώτο ο κ. Ιγνάτιος είπε πως “ξεπεράστηκαν γρήγορα από την Πολιτεία εμμονές ιδεολογικού, κυρίως, περιεχομένου, οι οποίες δεν επέτρεψαν εξ αρχής στον διάλογο να επικεντρωθεί αποκλειστικά στο ζητούμενο: Την δημιουργία ενός σύγχρονου και χρήσιμου μαθήματος θρησκευτικών για όλη την κοινωνία”
Για τις σχέσεις Πολιτείας –Εκκλησίας είπε πως δεν είναι στατικές, σχολίασε την πρόσφατη κόντρα των Μητροπολιτών Πειραιώς και Αργολίδος, εμφανίστηκε θετικός αλλά με επιφυλάξεις για το τέμενος στο Βοτανικό, ενώ τέλος για την κρίση τόνισε πως “οι καιροί απαιτούν ήρωες”.
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της οποίας έχει ως εξής:
Κ.Ο.: Το μάθημα των θρησκευτικών αποτέλεσε φέτος ένα καυτό θέμα ανάμεσα στην Πολιτεία και στην Εκκλησία. Ποια είναι η θέση σας για το ζήτημα και πώς εκτιμάτε τις κινήσεις, στις οποίες προέβη τόσο ο Αρχιεπίσκοπος και η Ιεραρχία, όσο και η Πολιτεία;
Δημητριάδος Ιγνάτιος: Το μάθημα των Θρησκευτικών δεν αποτελεί αντικείμενο προβληματισμού μόνον για την Εκκλησία και την Πολιτεία. Αφορά ολόκληρη την Ελληνική κοινωνία. Πρόκειται για τη δυνατότητα των παιδιών της πατρίδας μας να μαθαίνουν για την πίστη τους, η οποία διαποτίζει όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής, από την καμπάνα που χτυπάει την Κυριακή μέχρι τις αρχές και τις αξίες που διέπουν επί αιώνες ολόκληρο το Ελληνικό γένος. Επιπροσθέτως, πρόκειται και για συμμόρφωση στο Ελληνικό Σύνταγμα, το οποίο προβλέπει τη διαμόρφωση θρησκευτικής συνειδήσεως για όλους τους μαθητές. Αυτό που όντως έφερε στο προσκήνιο το θέμα των θρησκευτικών, και μάλιστα με τρόπο που το τοποθέτησε στην κορυφή της ειδησεογραφίας, είναι, κατ΄ αρχάς, οι νέες κοινωνικές συνθήκες, καθώς και οι παγκόσμιες τάσεις μετάλλαξης του σχολείου σε ένα οργανισμό απόκτησης της γνώσης μέσω της εμπειρίας και της διάδρασης. Η άποψή μου ήταν πάντα -και όχι μόνο η δική μου- πως το μάθημα πρέπει να διατηρήσει ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά: Πρώτον, τον ορθόδοξο χαρακτήρα του, καθώς η συντριπτική πλειονοψηφία των μαθητών προέρχεται από Ορθόδοξο περιβάλλον. Δεύτερον, την αποκλειστική διδασκαλία του από τους θεολόγους καθηγητές. Και τρίτον, την υποχρεωτικότητά του, ώστε να μην αποτελέσει αιτία διάσπασης της σχολικής κοινότητας, αλλά και να μην οδηγηθεί το ίδιο σε αποδυνάμωση μέσα στο σχολικό πρόγραμμα. Θεωρώ πως οι σκοποί αυτοί επετεύχθησαν, χωρίς αυτό να σημαίνει πως η τελική μορφή του μαθήματος δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερη. Η Ιερά Σύνοδος, αλλά και ο Αρχιεπίσκοπος προσωπικά ανάλωσαν πολύ χρόνο και δυνάμεις, ώστε οι διαπραγματεύσεις με την Πολιτεία να έχουν το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Ευτυχώς, ξεπεράστηκαν γρήγορα από την Πολιτεία εμμονές ιδεολογικού, κυρίως, περιεχομένου, οι οποίες δεν επέτρεψαν εξ αρχής στον διάλογο να επικεντρωθεί αποκλειστικά στο ζητούμενο: Την δημιουργία ενός σύγχρονου και χρήσιμου μαθήματος θρησκευτικών για όλη την κοινωνία. Ενός μαθήματος, που θα διαμορφώσει πολίτες με δυνατότητα ανοίγματος προς ευρύτερους πνευματικούς ορίζοντες, σε εποχές μάλιστα που ολόκληρη η Ευρώπη αναζητεί αξίες, ικανές να ενισχύσουν την ταυτότητα και την ενότητά της.
Κ.Ο.: Πώς αντιμετωπίζετε τις φωνές εκείνες που ζητούν την αναθεώρηση του άρθρου 3 του Συντάγματος και ποια πιστεύετε ότι θα πρέπει να είναι η στάση της Εκκλησίας;
Δημητριάδος Ιγνάτιος: Οι σχέσεις Πολιτείας –Εκκλησίας δεν είναι στατικές. Το Σύνταγμα με έναν πολύ σοφό τρόπο θέτει το περίγραμμα και αφήνει τεράστιες δυνατότητες περαιτέρω ρύθμισης από τον κοινό νομοθέτη, ακριβώς επειδή ο συνταγματικός νομοθέτης αντιλαμβάνεται την δυναμικότητα των σχέσεων Εκκλησίας-Πολιτείας. Αν θέλουμε να είμαστε ουσιαστικοί, ειλικρινείς και αποτελεσματικοί, πρέπει να αφήσουμε τις γενικές διατυπώσεις του Συντάγματος, οι οποίες έχουν δοκιμαστεί επιτυχώς, και να πάμε σε συγκεκριμένα θέματα, που πρέπει και μπορεί να λύσει ο κοινός νομοθέτης. Να σας δώσω ένα παράδειγμα: Με το ίδιο Σύνταγμα ο κοινός νομοθέτης δεν προσέφερε τη δυνατότητα στις θρησκευτικές κοινότητες της χώρας μας να έχουν τη νομική προσωπικότητα που ταιριάζει σε μια θρησκευτική κοινότητα και με το ίδιο Σύνταγμα ο κοινός νομοθέτης, τελικά, έδωσε τη δυνατότητα αυτή. Και αξίζει να υπενθυμίσω ότι η Εκκλησία της Ελλάδος στήριξε πλήρως αυτή την προσπάθεια.
Κ.Ο.: Ποιες είναι για εσάς οι ιδανικές σχέσεις μεταξύ Εκκλησίας και Κράτους;
Δημητριάδος Ιγνάτιος: Κατ΄ εμέ, οι όσο το δυνατόν ιδανικότερες σχέσεις μεταξύ Κράτους και Εκκλησίας επιτυγχάνονται, όταν και οι δύο συνειδητοποιούν και σέβονται αμοιβαία τους διακριτούς ρόλους τους. Παράλληλα με αυτή την συνειδητοποίηση, νομίζω πως αποτελεί επιτακτική ανάγκη η από κοινού συστηματική προσπάθεια ενδυνάμωσης της ενότητας του λαού μας. Πρέπει διαρκώς να βρίσκεται προ οφθαλμών πως ο Έλληνας συμπατριώτης μας είναι συγχρόνως πολίτης της ελληνικής δημοκρατίας αλλά -σε συντριπτική πλειονοψηφία- μέλος της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Οι θεσμοί, λοιπόν, Εκκλησίας και Κράτους οφείλουν να σεβαστούν αυτή την διπλή ταυτότητα, ενεργώντας με γνώμονα την προσωπική ολοκλήρωση του κάθε Έλληνα πολίτη ξεχωριστά, αλλά και την ενότητα της Ελληνικής κοινωνίας. Με άλλα λόγια, ιδανικές σχέσεις έχουμε, όταν δεν δημιουργούνται εκατέρωθεν διχαστικά διλήμματα και όταν όλοι, ανεξαρτήτως του θεσμικού τους ρόλου, λειτουργούν από κοινού για τα μεγάλα και τα σημαντικά: Μια ενωμένη πατρίδα, χωρίς μισαλλοδοξία και διαχωρισμούς, ικανή να ξεπεράσει την οικονομική, αλλά και την πνευματική κρίση.
Κ.Ο.: Το τελευταίο διάστημα είδαμε, μέσα από επιστολές Ιεραρχών, όπως αυτή του Μητροπολίτη Αργολίδας προς τον Μητροπολίτη Πειραιώς, να σχηματίζονται, μετά από καιρό, δύο διαφορετικές τάσεις μέσα στο σώμα της Ιεραρχίας. Τί πιστεύετε γύρω από αυτό το θέμα;
Δημητριάδος Ιγνάτιος: Το συνοδικό σύστημα, με το οποίον διοικείται η Ορθόδοξη Εκκλησία, έχει ως βασικό χαρακτηριστικό την πολυφωνία. Η Εκκλησία δεν θέλησε ποτέ να επιβάλλει «γραμμές», ιδίως μάλιστα σε περίπλοκα θέματα, όπως αυτά που αντιμετωπίζουμε σήμερα, τόσο σε πνευματικό, όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Προσωπικά, πίσω από αυτό που εσείς ονομάζετε «διαφορετικές τάσεις», διακρίνω ένα έντονο ενδιαφέρον εκ μέρους, όχι μόνον των δύο που αναφέρατε, αλλά του συνόλου των Ιεραρχών για το μέλλον αυτού του τόπου. Και επιτρέψτε μου να θεωρώ πως το ενδιαφέρον αυτό περιλαμβάνει όλους τους Έλληνες, ανεξαιρέτως, χωρίς διαχωρισμούς και αποκλεισμούς. Η Εκκλησία, ακόμη και μέσω της πολυφωνίας της, παραμένει ίσως ο μοναδικός χώρος, στον οποίον η Ελλάδα αντιμετωπίζεται ως ενιαία πατρίδα, που ανήκει σε όλους μας και ο Ελληνικός λαός, ως ενιαίο σώμα, το οποίο αγκαλιάζει τους πάντες. Παρόλα αυτά, δεν μπορώ να μην αναγνωρίσω πως τέτοιου είδους δημόσιοι διάλογοι, εάν δεν πραγματοποιηθούν και δεν παρουσιαστούν με τρόπο σωστό, υπάρχει κίνδυνος να οδηγήσουν μέρος του λαού μας σε σκανδαλισμό. Η Εκκλησία, και κυρίως το σώμα των Επισκόπων της, επιβάλλεται, ακόμη και διά της διαφορετικής έκφρασης, να εκπέμπει μήνυμα ενότητας και αλληλοαποδοχής.
Κ.Ο.: Η δημιουργία μουσουλμανικών κοιμητηρίων αλλά και τεμένους στην Αθήνα απορρέει, πλέον, από νόμους του Κράτους, καθώς έχει αυξηθεί ο αριθμός των μουσουλμάνων που ζουν στη χώρα μας. Ποια είναι η θέση σας;
Δημητριάδος Ιγνάτιος: Οι θρησκευτικές μειονότητες αποτελούν μια αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα. Όχι μόνον, λοιπόν, για τους μουσουλμάνους, αλλά και για όλα τα μέλη των αναγνωρισμένων θρησκειών επιβάλλεται η μέριμνα δημιουργίας τόπων εκπληρώσεως των θρησκευτικών τους καθηκόντων, πολλώ δε μάλλον, καθώς έχει ήδη αρχίσει να πραγματοποιείται η ένταξή τους στην ελληνική κοινωνία με δικαιώματα και υποχρεώσεις. Άλλωστε, είναι βέβαιον πως το θρησκευτικό συναίσθημα των ανθρώπων, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, θα βρει τρόπο να εκφραστεί. Εάν η Πολιτεία δεν λάβει μέτρα, κάθε χώρος της Αθήνας, αλλά και άλλων Ελληνικών πόλεων, θα μπορούσε να αποτελεί ένα τέτοιο χώρο, ημιπαράνομο και ουσιαστικά ανεξέλεγκτο. Συνεπώς, η δημιουργία τέτοιων χώρων είναι επιβεβλημένη, αλλά και αναπόφευκτη. Διατηρώ, όμως, δύο επιφυλάξεις: Η πρώτη έχει να κάνει με τη μέριμνα του Κράτους να λάβει τέτοια μέτρα, ώστε οι χώροι αυτοί να μην αποτελέσουν πεδίο καλλιέργειας εξτρεμιστικών τάσεων και οργανώσεως ενεργειών παντελώς ξένων με το ήθος και την κουλτούρα του λαού μας. Η δεύτερη αφορά στην ανάγκη συνδυασμού της δημιουργίας τέτοιων χώρων με μέτρα που θα διαχειριστούν αποτελεσματικά τις συνέπειες της προσφυγικής κρίσης. Εάν αυτό συμβεί, ο ελληνικός λαός θα νιώσει εντονότερα ένα αίσθημα ασφάλειας, γεγονός, που θα εξαλείψει τυχόν επιφυλάξεις και αντιδράσεις των τοπικών πληθυσμών, που ζουν κοντά σε τέτοιους χώρους.
Κ.Ο.: Αυτό το διάστημα κλείνει ένας χρόνος από την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο στο Κολυμπάρι της Κρήτης. Ποιες είναι οι σκέψεις σας γύρω από τον διάλογο των Ορθοδόξων Εκκλησιών;
Δημητριάδος Ιγνάτιος: Οτιδήποτε φέρνει κοντά τις Ορθόδοξες Εκκλησίες, με χαροποιεί και μου δημιουργεί ελπιδοφόρες προσδοκίες. Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος στο Κολυμπάρι της Κρήτης προετοιμαζόταν επί δεκαετίες και είχε στην ατζέντα της θέματα που εκκρεμούσαν επί πολλά έτη. Σε άλλα υπήρξε τολμηρή, σε άλλα έγινε φανερό πως ορισμένες συνθήκες πρέπει να ωριμάσουν ακόμη περισσότερο. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ξεκίνησαν συζητήσεις και διαμορφώθηκαν κείμενα, τα οποία προσφέρουν σε όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες βάση στοχασμού και διαλόγου. Θα ήθελα, τέλος, να επισημάνω πως σε όλη την ιστορική της διαδρομή η Ορθόδοξη Εκκλησία αναζητεί την χρυσή τομή μεταξύ συντήρησης και εξέλιξης. Αυτό συνέβη και σε αυτή την Σύνοδο, γεγονός που αποδεικνύεται από τις διαφορετικές αντιδράσεις ως προς τις αποφάσεις της εκ μέρους των τοπικών Εκκλησιών. Ακόμη, όμως, και οι διαφωνίες αποτελούν κέρδος για την Ορθοδοξία, η οποία πάντοτε βρίσκει τον δρόμο της και με την βοήθεια του Αγίου Πνεύματος υπερβαίνει τις αντιξοότητες και οδηγείται στην ευλογημένη σύνθεση τάσεων και απόψεων.
Κ.Ο.: Η οικονομική δυσπραγία έχει αγγίξει χιλιάδες συμπολίτες μας. Με ποιες δράσεις αντιμετωπίζει η Μητρόπολή σας την δύσκολη αυτή κατάσταση;
Δημητριάδος Ιγνάτιος: Στην Μητρόπολή μας, όπως έχω επισημάνει επανειλημμένως, τα συμπτώματα της κρίσης ήταν ορατά πολύ πριν το 2010. Αναφέρομαι συγκεκριμένα στις διαρκώς οξύτερες ανάγκες σίτισης, που εκδηλώνονταν χρόνο με τον χρόνο, αλλά και αντίστοιχες τάσεις όλων εκείνων των φαινομένων που χαρακτηρίζουν την φτώχεια, όπως την περιγράφουν οι διεθνείς οργανισμοί. Γι΄ αυτό, κατά κάποιον τρόπο, η κρίση μας βρήκε έτοιμους. Αφού τέθηκε ως προτεραιότητα η επίλυση των βασικών αναγκών επιβίωσης για όλους τους συμπολίτες μας, άρχισε μια πολυποίκιλη ανάπτυξη κοινωνικών δομών. Παράλληλα, η τοπική μας Εκκλησία οργάνωσε εντονότερα την δράση των ενοριών, θεωρώντας πως με αυτόν τον τρόπο συμβάλλει στην προσπάθεια κατά της περιθωριοποίησης και του κοινωνικού αποκλεισμού. Πίσω από κάθε της δράση, πάντως, παραμένει σταθερή η πεποίθησή της πως η κρίση δεν έχει μόνον οικονομικό χαρακτήρα, αλλά αποτελεί συνδυασμό πολλών εκκρεμοτήτων, κοινωνικών και πνευματικών, συνδυασμό ο οποίος απαιτεί και ανάλογο συνδυασμό δράσεων, όπως ο πολιτισμός.
Κ.Ο.: Πολλοί αναφέρουν ότι η κρίση δεν είναι μόνον οικονομική, αλλά και πνευματική, κρίση αξιών. Ποιος, πιστεύετε, ότι θα πρέπει να είναι ο ρόλος των Ιεραρχών ως προς την αντιμετώπιση του ζητήματος αυτού μέσα από τον εκκλησιαστικό λόγο;
Δημητριάδος Ιγνάτιος: Σας διαβεβαιώ πως όλοι οι Ιεράρχες έχουν επίγνωση των πτυχών της πολυποίκιλης κρίσης, η οποία ταλαιπωρεί τον λαό μας. Γι΄ αυτό και οι δράσεις τους εμπεριέχουν πολλαπλή σκόπευση. Οπωσδήποτε, ο ρόλος τους είναι πολύ ευρύτερος από τη διατύπωση λόγου παρηγοριάς ή επισήμανσης των αιτίων, που κρύβονται πίσω από τις δυσκολίες. Ζητούμενο γι’ αυτούς, όπως και σε κάθε ηγέτη, είναι να οραματιστούν μια καλύτερη πραγματικότητα, να εμπνεύσουν ολόκληρη την τοπική Εκκλησία, της οποίας ηγούνται, αλλά κυρίως να βρεθούν, όπως άλλωστε συμβαίνει, πρωτοπόροι σε κάθε δράση. Με λόγο και έργο οφείλουν να οδηγήσουν ένα κουρασμένο λαό στην αναγέννηση των ελπίδων και των δυνάμεών του. Θα ήθελα να γνωρίζετε πως αυτό δεν είναι πάντα εύκολο. Σε καιρούς όπου όλοι μεταθέτουν τις ευθύνες τους σε πρόσωπα και κέντρα αποφάσεων εντός ή εκτός Ελλάδος, η Εκκλησία μέσω των Ιεραρχών της καλεί στην ανάληψη της προσωπικής ευθύνης του καθενός και στην βεβαιότητα πως η υπέρβαση θα προκύψει και μέσω της αλλαγής του καθενός ξεχωριστά. Κατά μίαν έννοια, οι καιροί απαιτούν ήρωες, δηλ. ανθρώπους που δεν θα καταφύγουν σε εύκολες λύσεις, αλλά θα επιλέξουν την δύσκολη οδό της αναζήτησης πρωτότυπων λύσεων, σε συνδυασμό με το θάρρος για αντίσταση εναντίον τάσεων αποδόμησης όλων εκείνων των αξιών που κράτησαν την πατρίδα μας όρθια επί αιώνες. Ελπίδα, μετάνοια, δραστηριοποίηση ίσως, και να είναι το τρίπτυχο που περιγράφει τον ρόλο και το καθήκον όλων μας στις δύσκολες περιστάσεις που αντιμετωπίζουμε καθημερινά.