Η Μεγαλόχαρη, η Παναγία των Ποντίων απανταχού της γης, το ισχυρό θρησκευτικό, πνευματικό σύμβολο του ποντιακού ελληνισμού.
Την ύμνησαν οι Πόντιοι για αιώνες, προσέτρεξαν σε βοήθεια της στις πιο δύσκολες στιγμές της ιστορίας τους, την τιμούν και την προσκυνούν οι απόγονοί τους και όλος ο Ορθόδοξος ελληνισμός.
Και φέτος, τον Δεκαπενταύγουστο, ημέρα της γιορτής της Κοιμήσεως της Παναγίας, λατρευτικές εκδηλώσεις διοργανώνονται στις πλαγιές του όρους Βερμίου, στην Καστανιά Ημαθίας, όπου χτίστηκε το νέο μοναστήρι της Παναγιάς Σουμελάς, στις αρχές της δεκαετίας του 1950, σε ανιστόρηση του προσκυνήματος της παλιάς ιστορικής μονής του Πόντου.«Για δεκαέξι αιώνες, η Μονή της Παναγίας Σουμελά στον ιστορικό Πόντο υπήρξε το συλλογικό βίωμα πνευματικής και πολιτιστικής συνείδησης του ελληνισμού, ήταν σημείο αναφοράς», είπε στον ραδιοφωνικό σταθμό του ΑΠΕ ο επίτιμος πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ποντιακών Σωματείων και συγγραφέας ιστορικής έκδοσης με θέμα την Παναγία Σουμελά, Στέφανος Τανιμανίδης.
Οι εκδηλώσεις, λατρευτικές και πολιτιστικές, στο πλαίσιο της πανήγυρης ξεκίνησαν χθες, στις 4 το απόγευμα, και κορυφώνονται σήμερα με τον επίσημο εορτασμό και με καλλιτεχνικές εκδηλώσεις από παραδοσιακά ποντιακά μουσικά και χορευτικά συγκροτήματα.
Φέτος, θα είναι η πρώτη φορά, που στο ιερό προσκύνημα στο Βέρμιο θα συνεορτάσουν μαζί με την εικόνα της Παναγίας Σουμελά και οι εικόνες των δύο γειτονικών της μονών στον ιστορικό Πόντο, του Ιωάννη Βαζελώνος και του Γεωργίου Περιστερεώτα.
«Πριν από το 1922 η επιρροή των μονών στον Πόντο ήταν τεράστια. Είχαμε τρεις μεγάλες μονές, σταυροπηγιακές, της Παναγίας Σουμελά, του Ιωάννη του Βαζελώνα και του Γεωργίου Περιστερεώτα, Αυτές έχουν ανιστορηθεί και οι τρεις και στην Ελλάδα. Υπήρχαν και άλλες μικρότερες ανά περιοχή. Επειδή ο Πόντος ήταν μια εκτεταμένη περιοχή, κάθε περιοχή είχε το δικό της μοναστικό κέντρο, τους κατοίκους της, τα παρχάρια της. Μετά τη μικρασιατική καταστροφή και την προσφυγιά, αυτά τα μοναστήρια ιστοριοποιούνται στο χώρο της προσφυγικής εγκατάστασης», λέει στο ίδιο μέσο ο ιστορικός Βλάσης Αγτζίδης.
«Είναι αρχαίες μονές πολύ σημαντικές μονές στον χώρο του Πόντου, που άπλωσαν την ακτινοβολία της ελληνορθοδοξίας σε όλη τη Μαύρη Θάλασσα, τη Ρωσία, την Ουκρανία, την Κριμαία, είχε τεράστια απήχηση το ελληνορθόδοξο πνεύμα· μην το δούμε ως στενά ποντιακό, είναι ο ελληνορθόδοξος κόσμος, είναι μονές που προέρχονται από τη βαθιά αρχαιότητα», εξηγεί ο κ. Αγτζίδης.
Η ιστορία της Παναγίας Σουμελά
Το παλιό ιστορικό μοναστήρι της Παναγιάς Σουμελά, χτισμένο στην πλαγιά του βουνού στην περιοχή της Ματσούκα της Τραπεζούντας, στην Τουρκία, ήταν για δεκαέξι αιώνες σημείο αναφοράς όχι μόνο για τους Ποντίους, αλλά και ένα ευρύτερο πνευματικό κέντρο τεράστιας ακτινοβολίας και ιστορικής σημασίας. Δεν είναι τυχαίο, ότι πέραν των Βυζαντινών αυτοκρατόρων, ιδιαιτέρως των Κομνηνών και του Αλεξίου του Γ', που υπήρξε και ο πιο σημαντικός δωρητής της εκείνα τα χρόνια, πολλοί ισχυροί Οθωμανοί σουλτάνοι, όχι μόνο σεβάστηκαν τη μονή, αλλά και επέκτειναν τα προνόμιά της επικυρώνοντας τα, με διατάγματα τους και προσφέροντας σημαντικές δωρεές προς το μοναστήρι.
Οι σουλτάνοι Βαγιαζήτ Β΄, Σελήμ Α΄, Μουράτ Γ΄, Σελήμ Β΄, Iμπραήμ A΄, Μωάμεθ Δ΄, Σουλεϊμάν Β΄, Μουσταφά Β΄, Αχμέτ Γ΄ είναι ορισμένοι από τους ευεργέτες της ιστορικής μονής, που σύμφωνα με την παράδοση ιδρύθηκε το 386 μ.Χ. από τους μοναχούς Βαρνάβα και Σωφρόνιο. Θρυλείται, μάλιστα, ότι στον τόπο, όπου χτίστηκε η ιστορική μονή, σε υψόμετρο 1063 μέτρα, άγγελοι είχαν μεταφέρει την ιερή εικόνα της Παναγίας της Aθηνιώτισσας, την οποία, εικονογράφος της οποίας κατά την παράδοση ήταν ο Ευαγγελιστής Λουκάς.
«Είναι η Παναγία του Όρους Μελά. Το "στου" στα ποντιακά προφέρεται "σου" και έτσι γίνεται η Παναγία που βρίσκεται στο όρος Μελά (στου όρους Μελά), Παναγία Σουμελά», λέει ο Βλάσης Αγτζίδης.
Μετά τη μικρασιατική καταστροφή και την ανταλλαγή πληθυσμών το 1923 οι ελάχιστοι -μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού- εναπομείναντες μοναχοί της παλιάς μονής, που είχαν ήδη προλάβει να υποστούν δοκιμασίες, ληστείες, διωγμούς, ακολούθησαν τη μοίρα των χιλιάδων προσφύγων και ήρθαν στην Ελλάδα. Όμως, προηγουμένως είχαν φροντίσει να θάψουν, με την προσδοκία κάποτε να τα ξαναβρούν τα πιο σημαντικά κειμήλια του μοναστηριού σε απόσταση δέκα περίπου χιλιομέτρων στα ερείπια του παρεκκλησίου της Αγίας Βαρβάρας. Τρία πολύ σημαντικά κειμήλια. Την εικόνα της Παναγίας, τον σταυρό του αυτοκράτορα Mανουήλ Γ΄ του Kομνηνού και το χειρόγραφο Ευαγγέλιο του Οσίου Χριστοφόρου.
Μερικά χρόνια αργότερα, περί το 1930, όταν το πολιτικό κλίμα ανάμεσα στις δύο χώρες εξομαλύνθηκε, χρειάστηκε μια σειρά από ενέργειες του τότε πρωθυπουργού του Ελευθερίου Βενιζέλου, σε συνεννόηση με τον Ισμέτ Ινονού να γίνει από την Ελλάδα αποστολή για την εξεύρεση των θαμμένων κειμηλίων και την μεταφορά τους στην Ελλάδα.
«Ο πόντιος βουλευτής Λεωνίδας Ιασωνίδης, γνώστης της τουρκικής γλώσσας και παρών και μεταφραστής στις επαφές που είχαν οι δύο πρωθυπουργοί έπαιξε σημαντικό ρόλο», λέει ο κ. Τανιμανίδης.
Προσθέτει, μάλιστα, ότι ο Ινονού εντυπωσιάστηκε από τις γνώσεις και την ομιλία του Ιασωνίδη και τον ενθάρρυνε να του πει εάν κάτι μπορούσε να κάνει για αυτόν. Και εκείνος αποκρίθηκε ότι θα ήθελε να έρθουν τα πολύτιμα κειμήλια της Παναγίας Σουμελά στην Ελλάδα. Μάλιστα, ο Ιασωνίδης, σε ομιλία του το 1932, αφού είχαν έρθει στην Ελλάδα τα κειμήλια, είπε χαρακτηριστικά: «Μέχρι σήμερα είχαν έρθει οι Πόντιοι. Τώρα ήρθε και ο Πόντος».
Η αποστολή στην παλιά μονή οργανώθηκε σε συνεννόηση και αφού έγιναν όλες οι απαραίτητες γραφειοκρατικές ενέργειες, μεταξύ των δύο χωρών. Ο ιερομόναχος Αμβρόσιος Σουμελιώτης ήταν εκείνος που μετέβη στην περιοχή, καθ’ υπόδειξη του μοναχού Ιερεμία, ο οποίος ασθενούσε και δεν είχε τη δύναμη να πάρει μέρος στην αποστολή, αλλά ήταν από τους τελευταίους μοναχούς του μοναστηριού και γνώριζε την κρύπτη. Η αποκάλυψη των κειμηλίων ήταν επίπονη, το τοπίο εγκαταλειμμένο και διαφορετικό, αλλά ο ιερομόναχος Αμβρόσιος κατάφερε να τα βρει και να τα φέρει στην Αθήνα.
Για την επόμενη εικοσαετία, από το 1931 μέχρι και το 1951 τα κειμήλια φυλάσσονταν στο Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών. Μέχρι που ο Κρωμναίος γιατρός και συγγραφέας Φίλων Κτενίδης πρόεδρος του σωματείου «Παναγία Σουμελά» προώθησε δημόσια την ιδέα για την ίδρυση της μονής Παναγίας Σουμελά στην Καστανιά του Βερμίου. Οι πρώτες εργασίες ξεκίνησαν εκείνη τη χρονιά με τη θεμελίωση και την ανέγερση του πρώτου πετρόκτιστου ναού μικρών σχετικά διαστάσεων, σε σχέδια του αρχιτέκτονα Φυλλίδη. «Ηταν λαμπρός αρχιτέκτονας, είχε κάνει το ρυμοτομικό σχέδιο όλης της Τραπεζούντας», λέει ο Στέφανος Τανιμανίδης.