Το Βαρώσι είναι μόλις το 17% του Δήμου Αμμοχώστου, όλα όλα λίγα περισσότερα από 6 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Μόνο αυτό το κομμάτι δεν έχει εποικιστεί καθώς ήταν αμιγές ελληνικό ως το 1974.
Επίσης ήταν η βιτρίνα της πόλης, με μεγάλα ξενοδοχεία και τουριστικές επιχειρήσεις. Στις 16 Αυγούστου του 1974 όταν μπήκαν οι Τούρκοι, αφού είχαν προηγηθεί βομβαρδισμοί, βρήκαν άδεια σπίτι, εγκαταλελειμμένα ξενοδοχεία, γεμάτα ψυγεία και το φαγητό των ανθρώπων στα πιάτα. Οι 43.000 κάτοικοι έφυγαν από την πόλη με μια βαλίτσα με την βεβαιότητα ότι σε λίγα 24ωρα θα περάσει η μπόρα και θα επιστρέψουν.
Πέρασαν 46 χρόνια και ακόμα η βαλίτσα της επιστροφής είναι δίπλα στη πόρτα των νέων τους σπιτιών που τα θεωρούν προσωρινά. Αυτά τα χρόνια πολλές φορές ετοιμάστηκαν να γυρίσουν και πάντα η απογοήτευση διαδεχόταν τη λαχτάρα και τη νοσταλγία. Μέρα με τη μέρα μένουν και λιγότεροι. Ο χρόνος είναι ο μεγαλύτερος εχθρός και αυτό το γνωρίζουν πολύ καλά οι Τούρκοι.
Το Βαρώσι το 1974 σφραγίστηκε και ουδείς εισερχόταν στη πόλη χωρίς την άδεια του τουρκικού στρατού. Τα σπίτια λεηλατήθηκαν και ότι έμεινε όρθιο το «τρώει» η βροχή, ο αέρας και ο ήλιος. Πόλη φάντασμα την χαρακτήρισε για πρώτη φορά το 1977 ο Σουηδός δημοσιογράφος Jan-Olof Bengston, ο οποίος την επισκέφθηκε μαζί με το σουηδικό απόσπασμα της ειρηνευτικής δύναμης του ΟΗΕ.
Είχε γράψει στην εφημερίδα Kvallsposten: « Ο ασφαλτοστρωμένος δρόμος γέμισε ρωγμές και στα πεζοδρόμια βλάστησαν θάμνοι. Σήμερα - Σεπτέμβριος 1977 - τα τραπεζάκια που σερβίρεται το πρόγευμα είναι εκεί, η μπουγάδα απλωμένη στα σχοινιά, και οι ηλεκτρικοί λαμπτήρες αναμμένοι. Το Βαρώσι είναι μια πόλη φάντασμα».
Ο Ευάγγελος Αβέρωφ Τοσίτσας είχε περιγράψει το κυπριακό ως «ιστορία χαμένων ευκαιριών». Τέτοιες ευκαιρίες χάθηκαν και για την Αμμόχωστο, και όπως πολλοί εκτιμούν κάθε νέα εξέλιξη είναι χειρότερη της προηγούμενης.
Το 1978 οι Τούρκοι είχαν προτείνει την παραμονή της πόλης υπό τουρκοκυπριακό έλεγχο και επιστροφή μόνο κάποιων επιχειρηματιών σε λίγα ξενοδοχεία. Η πρόταση τους προέβλεπε ουσιαστικά τη νομιμοποίηση της κατοχής με την κατακράτηση όλου του οικονομικού ιστού της πόλης (ξενοδοχεία, δημόσια κτήρια, λιμάνι εκκλησίες, σχολεία κλπ). Η πρόταση απορρίφθηκε από την ελληνοκυπριακή πλευρά και την ίδια χρονιά κατατέθηκε το αγγλο-αμερικανικό -καναδικό σχέδιο που προέβλεπε επιστροφή όλων των ελληνοκυπρίων κατοίκων στην πόλη και ταυτόχρονη διαπραγμάτευση για συνολική λύση του κυπριακού.
Ωστόσο η κυβέρνηση Σπύρου Κυπριανού, απέρριψε το σχέδιο μόνο και μόνο γιατί προερχόταν από δυτικές χώρες και αυτό θα δημιουργούσε πρόβλημα στη σχέση με τον ΟΗΕ και βεβαίως την Σοβιετική Ένωση. Το συγκεκριμένο σχέδιο δεν ικανοποιούσε τους Τούρκους, οι οποίοι ανάσαναν με ανακούφιση όταν το απέρριψαν οι Ελληνοκύπριοι και έτσι μπορούσαν να τους φορτώσουν την επίδειξη αδιαλλαξίας.
Το 1979 επισκέπτεται τη Κύπρο ο ΓΓ του ΟΗΕ, Κουρτ Βαλντχάϊμ και σε συνάντηση με τον τότε Πρόεδρο Σπύρο Κυπριανού και τον Τουρκοκύπριο ηγέτη Ραούφ Ντενκτάς καταφέρνει να επιτύχει συμφωνία για την Αμμόχωστο αποσυνδεδεμένη από τις όποιες εξελίξεις για συνολική επίλυση του κυπριακού. Στη συμφωνία αναφερόταν πως: «Προτεραιότητα θα δοθεί στην επίτευξη συμφωνίας για την επανεγκατάσταση στα Βαρώσια υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών ταυτόχρονα με την έναρξη της μελέτης από τους συνομιλητές των συνταγματικών και εδαφικών πτυχών μιας συνολικής διευθέτησης. Μόλις επιτευχθεί συμφωνία για τα Βαρώσια θα εφαρμοστεί, χωρίς να αναμένεται η έκβαση των συζητήσεων για άλλες πτυχές του κυπριακού προβλήματος». Η τουρκική πλευρά δεν τίμησε την υπογραφή της, όπως το έπραξε πολλές φορές, απειλώντας με εποικισμό των Βαρωσίων.
Ο πρώην ηγέτης των Τουρκοκυπρίων, Μεχμέτ Αλί Ταλάτ μιλώντας σε τηλεοπτική συνέντευξη ανέφερε πως δεν δίνονταν άδειες για επισκέψεις στους δημοσιογράφους που ήθελαν να δουν το Βαρώσι «γιατί ντρεπόμασταν» και για τον ίδιο λόγο απέτρεπαν και αξιωματούχους της ΕΕ να δουν την πόλη. «Δεν έμεινε ούτε πόρτα, ούτε παράθυρο. Τα είχαν πάρει όλα. Τώρα εμείς πάμε σε εκείνα τα ερείπια και κάνουμε πικνίκ. Λέμε σε όλο τον κόσμο ‘να έτσι είμαστε’. Τι ντροπή, τι παράξενο πράγμα».
Ο Μεχμέτ Αλί Ταλάτ ανέφερε πως λόγω της πολιτικής ανασφάλειας που επικρατεί στα κατεχόμενα, η Τουρκία παρεμβαίνει και κάνει κομμάτια τη δημοκρατία στην τουρκοκυπριακή κοινότητα. Και στο παρελθόν έγιναν παρεμβάσεις, αλλά όχι σε αυτό το βαθμό, πρόσθεσε.
Τα ψηφίσματα του ΟΗΕ για τα Βαρώσια
Μετά την ανακήρυξη του ψευδοκράτους, το 1984 η κυπριακή κυβέρνηση προσέφυγε στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ το ο οποίο υιοθέτησε το ψήφισμα 550 το οποίο έχει ρητή αναφορά στην Αμμόχωστο.
Στο άρθρο 5 αναφέρει πως το Συμβούλιο Ασφαλείας «θεωρεί τις απόπειρες για εποικισμό οποιουδήποτε τμήματος των Bαρωσίων από άτομα άλλα από τους κατοίκους τους ως απαράδεκτες και ζητά τη μεταβίβαση της περιοχής αυτής στη διοίκηση των Hνωμένων Eθνών». Ακολούθησε το 1992 το ψήφισμα 789 που ζητά την μεταβίβαση της Αμμοχώστου στον ΟΗΕ. Την ίδια χρονιά στο πλαίσιο των προσπαθειών για λύση του Κυπριακού κατατίθεται η «Δέσμη Ιδεών» του τότε ΓΓ του ΟΗΕ Μπούτρος Μπούτρος Γκάλι. Η δέσμη περιελάμβανε και χάρτη στον οποίο προβλεπόταν η επιστροφή της Αμμοχώστου στους Ελληνοκύπριους. Ωστόσο μεσολάβησαν οι προεδρικές εκλογές του 1993 και ο Γλαύκος Κληρίδης προκειμένου να κερδίσει την στήριξη των κεντρώων δυνάμεων υποσχέθηκε «ενταφιασμό» των ιδεών Γκάλι οι οποίες απορρίφθηκαν.
ΤΟ 2004 το Σχέδιο Ανάν επίσης προέβλεπε επιστροφή των Βαρωσίων στους Ελληνοκύπριους, αλλά απορρίφθηκε από τους Ελληνοκύπριους με ποσοστό 76%. Έκτοτε σε όλους τους κύκλους διαπραγματεύσεων η Αμμόχωστος αποτελούσε πάντοτε βασικό κεφάλαιο με την τουρκική πλευρά να ζητάει όλο και περισσότερα ανταλλάγματα για την επιστροφή της. Σήμερα θεωρεί ανέφικτη την επιστροφή της πόλης και προχωράει σε βήματα για εποικισμό της.