
Ο Donny Benét, καλλιτέχνης από το Σίδνεϊ της Αυστραλίας, κάνει θραύση με το ρετρό μουσικό του ύφος που μας θυμίζει τις μέτα-ντίσκο εποχές δεκαετίας του 80, εκτελώντας όμως πάντα σε σύγχρονο πλαίσιο. Το πρώτο του πλήρες άλμπουμ, «Don’t Hold Back», κυκλοφόρησε από την εταιρεία παραγωγής Rice is Nice.
Ποιος είναι:
Ο πατέρας του, Antonio Giacomelli Benét ήταν μουσικός της Ιταλό-ντίσκο (έπαιζε ακορντεόν) - Από αυτόν ο Donny έμαθε ακορντεόν και ηλεκτρικό μπάσο. Ξεκίνησε παίζοντας ακορντεόν και συνθεσάιζερ σε διάφορα ιταλικά συγκροτήματα στο Σίδνεϊ. Μετακόμισε στο Λας Βέγκας στα μέσα της δεκαετίας του 2000. Εκεί εκτελούσε διασκευές του Tom Jones και κλασικά ντίσκο κομμάτια στο Airport Hilton Ballroom.
Το 2010 και έπαιζε στο συγκρότημα The Dreamlanders του Jack Ladder. Έγραφε δικά του τραγούδια στο στούντιο Donnyland Studios του πατέρα του. Το 2011 υπέγραψε με την Rice is Nice και κυκλοφόρησε το «Don’t Hold Back», το οποίο έγινε δεκτό με μεγάλο ενδιαφέρον από τα μέσα ενημέρωσης της Αυστραλίας καθώς πολλά δημοσιεύματα επαίνεσαν την ειλικρινή ματιά του για την ποπ μουσική της δεκαετίας του 80.
Η μουσική του Benét βασίζεται κυρίως στο συνθεσάιζερ, αλλά διαθέτει και ηλεκτρονικά ντραμς, σαξόφωνο και ηλεκτρικό μπάσο, τα οποία (εκτός από το σαξόφωνο) παίζει ο ίδιος. Κάνει επίσης και τις λούπες μέσω του λογισμικού Ableton, τόσο στα ηχογραφημένα κομμάτια του όσο και στα live. Μεταξύ των επιρροών του αναφέρει τον Jan Hammer, δημιουργό του soundtrack του «Miami Vice», καθώς και τους Alan Vega και Prince.
Ο σεξουαλικός χαρακτήρας των στίχων του προέρχεται από τις εμπειρίες του όταν έκανε τις διασκευές του Tom Jones στο Λας Βέγκας και όπως λέει ο ίδιος: «έπρεπε να κάνω τα τραγούδια μου λίγο πιο σεξουαλικά για να κρατήσω το ενδιαφέρον των ακροατών. Έπρεπε να τα κάνω λίγο πιο ακραία και έτσι ακολούθησα το ίδιο στυλ και στα δικά μου τραγούδια».
Σε μια πρόσφατη συνέντευξη του εξήγησε:«Πάντα αυτοσαρκάζομαι για το πόσο κακός εραστής είμαι ή, για το πόσο καλός εραστής θα ήμουν στην φαντασία μου».