Τα μετά την «Σύνοδο» της Κρήτης επίσημα αγιορειτικά κείμενα.Ένας σύντομος συμπληρωματικός σχολιασμός.
Αρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου, Διευθυντού του Γραφείου Αιρέσεων της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς
Εν Πειραιεί τη 11η Αυγούστου 2017.
Γύρω από την στάση του Αγίου Όρους απέναντι στη «Σύνοδο» της Κρήτης δημοσίευσε το Γραφείο μας πρόσφατα δύο κείμενα. Το πρώτο με τίτλο «Έκτακτη Διπλή Σύναξη Αγίου Όρους ρουτίνας, η σκοπιμότητας;», (8.6.2017) και το δεύτερο με τίτλο «Σχόλιο για σύσταση αταραξίας και εφησυχασμού». (6.7.2017).
Στα κείμενα αυτά επισημάνθηκε πρώτον μεν η γενική πνευματική καθίζηση και κατάπτωση των αγιορειτών Πατέρων και ιδιαιτέρως των Ιερών Μονών, που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια, η ένοχη σιωπή των, ο φόβος και η δειλία των, να μπουν σε αγώνες και θυσίες και να κάνουν ό,τι εξαρτάται από αυτούς για να αναχαιτίσουν, ή τουλάχιστον να φρενάρουν, όσο αυτό είναι δυνατό, την λαίλαπα του Οικουμενισμού, η οποία προχωρεί καλπάζοντας και σαρώνει τα πάντα.
Επισημάνθηκε ακόμη η αδυναμία των να πάρουν μια υπεύθυνη, σαφή και ξεκάθαρη θέση απέναντι στην «Σύνοδο» της Κρήτης, η οποία, όπως αποδείχθηκε από πλήθος μελετών και δημοσιεύσεων από εγκρίτους καθηγητές Θεολογικών Σχολών και άλλους πνευματικά καταξιωμένους ανθρώπους, δεν ήταν ούτε Αγία, ούτε Μεγάλη, αλλά ούτε και Σύνοδος. Πρόκειται για μια ένοχη σιωπή, αδράνεια και αφωνία, η οποία είναι ξένη προς την ομολογιακή και μαρτυρική πορεία των προκατόχων τους, αγίων και μαρτύρων και ομολογητών της πίστεως, η οποία τους οδήγησε στην ένοχη συμπόρευση με την παναίρεση του Οικουμενισμού.
Στις γραμμές που ακολουθούν θα προσπαθήσουμε, με την Χάρη του Θεού, να καταθέσουμε στον πιστό λαό του Θεού, ένα σύντομο συμπληρωματικό σχολιασμό, σαν συνέχεια των όσων ελέχθησαν στις δύο προηγούμενες μνημονευθείσες δημοσιεύσεις μας. Πιο συγκεκριμένα θα επιχειρήσουμε μια σύντομη κριτική αξιολόγηση των μετά τη «Σύνοδο» της Κρήτης μέχρι σήμερα δημοσιευθέντων επισήμων αγιορειτικών κειμένων, δηλαδή της «Εισηγήσεως της Ιεροκοινοτικής Επιτροπής επί των τελικών Κειμένων της εν Κρήτη Αγίας και Μεγάλης Συνόδου», της από 13ης. /26ης.11.2016, και του «Μηνύματος του Αγίου Όρους περί της Αγίας και Μεγάλης εν Κρήτη Συνόδου» του από 17ης / 30ης Ιουνίου 2017.
Α΄
Η «Εισήγηση της Ιεροκοινοτικής Επιτροπής».
Η ως άνω «Εισήγηση», συντάχθηκε, ως γνωστόν, από πενταμελή Επιτροπή, αποτελούμενη από τους Καθηγούμενους των Ιερών Μονών Ξηροποτάμου αρχιμ. Ιωσήφ, Σίμωνος Πέτρας αρχιμ. Ελισσαίο, Σταυρονικήτα αρχιμ. Τύχωνα, και τους ιερομόναχους Χρυσόστομο Κουτλουμουσιανό και Λουκά Γρηγοριάτη. Η Επιτροπή έλαβε εντολή από την Ε.Δ.Ι.Σ της 23ης.9.2016 να μελετήσει και αποτιμήσει τα τελικά κείμενα της «Συνόδου» της Κρήτης, (στο εξής Σ.τ.Κ.) και να συντάξει σχετική μελέτη επ᾽ αυτών. Η Εισήγηση, μετά από κάποιες εισαγωγικές παρατηρήσεις περί της σημασίας των δογματικών αληθειών της πίστεως και περί ενότητος της Εκκλησίας, μνημονεύει την επιστολή που έστειλε η Ιερά Κοινότης προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο, την 12η/25η Μαΐου 2016.
Με την επιστολή αυτή η Ιερά Κοινότης ζήτησε συγκεκριμένες τροποποιήσεις πάνω στα προσυνοδικά κείμενα, τις οποίες απαριθμεί στη συνέχεια σε έξι παραγράφους. Οι εν λόγω τροποποιήσεις και ιδίως οι τρεις πρώτες εξ’ αυτών, επειδή άπτονται της δογματικής διδασκαλίας της Εκκλησίας μας έχουν πολύ μεγάλη σημασία και εξέχουσα σοβαρότητα. Συγκεκριμένα το αίτημα «να μη αναγνωρισθούν οι ετερόδοξοι ως Εκκλησίαι» αποτελεί βασικό, δογματικής φύσεως, εκκλησιολογικό ζήτημα. Αναγνώριση των ετεροδόξων –αιρετικών ως Εκκλησιών συνεπάγεται αλλοίωση της περί Εκκλησίας δογματικής διδασκαλίας και οδηγεί μοιραία σε μια νέα, εκκλησιολογικής φύσεως, αίρεση και σε ανατροπή όλης της Συνοδικής και Κανονικής μας Παραδόσεως.
Επίσης το αίτημα «να τονισθή ότι οι διάλογοι με τους ετεροδόξους σκοπεύουν εις την επιστροφήν των εις την Ορθοδοξίαν», όπως και το αίτημα να παύσει η Ορθόδοξος Εκκλησία να συμμετέχει στο εξής στο «Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών» είναι εξ’ ίσου σοβαρά ζητήματα δογματικής φύσεως, διότι αποτελούν φυσική συνέπεια και συνέχεια της περί Εκκλησίας δογματικής διδασκαλίας της πίστεώς μας. Επίσης τα αιτήματα να παύσουν οι συμπροσευχές και να διατυπωθεί «ότι η εκκλησιαστική παράδοσις αναγνωρίζει ως ‘έσχατον κριτήν’ επί θεμάτων πίστεως την συνείδησιν του πληρώματος της Εκκλησίας», αποτελούν εξόχως σοβαρά ζητήματα, διότι η αθέτησή των οδηγεί σε παραβίαση των Ιερών Κανόνων και της Εκκλησιαστικής και Κανονικής μας παραδόσεως.
Στο σημείο αυτό όμως τίθεται το εύλογο ερώτημα: Έλαβε υπ’ όψιν της η Σ.τ.Κ. τα παρά πάνω καίρια από δογματικής απόψεως αιτήματα των αγιορειτών Πατέρων; Ασφαλώς όχι. Βέβαια εδώ με έμφαση πρέπει να τονιστεί, ότι η αθέτηση των παρά πάνω αιτημάτων σημαίνει, ότι η Σ.τ.Κ. δεν ορθοτόμησε τον λόγο της αληθείας και σε τελική ανάλυση οδηγήθηκε στη διατύπωση δογματικής πλάνης και κακόδοξης περί Εκκλησίας διδασκαλίας. Η αγιορειτική Επιτροπή απαριθμεί μεν τα αιτήματα, αλλά αποσιωπά, δεν έχει δυστυχώς το ομολογιακό θάρρος, να επισημάνει ότι η εν λόγω «Σύνοδος», επειδή ακριβώς δεν έλαβε υπ’ όψιν της τα παρά πάνω αιτήματα, οδηγήθηκε τελικά στη διατύπωση δογματικής πλάνης και κακόδοξης περί Εκκλησίας διδασκαλίας.
Μόλις και μετά βίας, μετά πολλού φόβου και τρόμου, τολμάει στη συνέχεια να διατυπώσει ότι: «Μετά παρέλευσιν ικανού διαστήματος από της συγκλήσεως της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, οφείλομεν να επισημάνωμεν με περίσκεψιν και νηφαλιότητα σημεία τινα του συνοδικού κειμένου ‘Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον’, τα οποία ως αμφίσημα αναμένουν την ορθοτέραν διατύπωσίν των, δια να φανή πως έχει η αλήθεια…». Παρά κάτω (σελ.7), χαρακτηρίζει τα συνοδικά κείμενα ως ατελή: «Τα κείμενα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου έχουν τας ελλείψεις και ατελείας των».
Για να τεκμηριώσει δε αυτούς τους ισχυρισμούς της, παραθέτει παρά κάτω, σε τέσσερις παραγράφους, ποιά είναι αυτά τα «σημεία του συνοδικού κειμένου», τα οποία χαρακτηρίζει ως «αμφίσημα», η «ατελή», και τα οποία «αναμένουν την ορθοτέραν διατύπωσίν των». Όπως αποδεικνύεται όμως από όσα παραθέτει η Επιτροπή στις παραγράφους αυτές, τα «σημεία» αυτά, τα οποία έχουν ανάγκη διορθώσεων, δεν είναι απλώς «αμφίσημα», ή «ατελή», ή εν μέρει ορθά, ώστε να «αναμένουν την ορθοτέραν διατύπωσίν των». Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με «αμφίσημες» και εν μέρει ορθές διατυπώσεις, ή με «ελλείψεις και ατελείας», αλλά με σαφέστατα κακόδοξες και αντορθόδοξες διατυπώσεις.
Όπως ορθότατα επισημαίνει η Επιτροπή: «Η διατύπωσις ‘ετερόδοξοι χριστιανικαί Εκκλησίαι’ δίδει χώρον εις την αντορθόδοξον θεωρίαν ότι Ορθόδοξοι και Ρωμαιοκαθολικοί ‘ευρίσκονται πλέον υπό καθεστώς όχι τετελεσμένου σχίσματος, αλλά διακοπής της εκκλησιαστικής κοινωνίας (ακοινωνησία)’. Η θεωρία αύτη συσκευάζει Ορθοδόξους και Ρωμαιοκαθολικούς εις την Μίαν Εκκλησίαν και αντιλαμβάνεται την ετεροδοξίαν ως διαφορετικήν διατύπωσιν της ιδίας αποστολικής πίστεως!». Το να «συσκευάζονται» όμως «Ορθόδοξοι και Ρωμαιοκαθολικοί εις την Μίαν Εκκλησίαν», δηλαδή το να αναγνωρίζεται ο Παπισμός ως πλήρης και ορθοδοξούσα Εκκλησία, δεν ισοδυναμεί με εκκλησιολογική πλάνη και αίρεση; Δεν ισοδυναμεί ουσιαστικά με διαγραφή και ακύρωση μιας σειράς Οικουμενικών και Τοπικών, ή Ενδημουσών Συνόδων, στις οποίες σαφέστατα καταδικάσθηκε ο Παπισμός ως αίρεση;[1]
Ασφαλώς Ναι. Είναι ανεπίτρεπτο, από δογματικής απόψεως, να υποβιβάζεται μια κακόδοξη διατύπωση στο επίπεδο του «αμφισήμου», του «ατελούς», ή του «ασαφούς» και του εν μέρει ορθού, διότι μια τέτοια νοοτροπία υποκρύπτει μια τάση υποβαθμίσεως της δογματικής πλάνης, μια τάση «δογματικού μινιμαλισμού», η οποία, τι άλλο μπορεί να φανερώνει παρά φόβο και δειλία, να διατυπωθεί η αλήθεια με το όνομά της; Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος γράφει σχετικά με το θέμα που μας απασχολεί τα εξής: «Καθάπερ εν τοις βασιλικοίς νομίσμασιν ο μικρόν τον χαρακτήρα περικόψας, όλον το νόμισμα κίβδηλον ειργάσατο, ούτω και ο της υγιούς πίστεως και το βραχύτατον ανατρέψας τω παντί λυμαίνεται επί τα χείρονα προϊών από της αρχής».2]
Όπως ακριβώς στα βασιλικά νομίσματα, όποιος τολμήσει να κόψει έστω και κάτι ελάχιστο από ό,τι έχει χαραχθεί επάνω σ’ αυτά, καθιστά όλο το νόμισμα κίβδηλο, έτσι και εκείνος ο οποίος διαστρέφει έστω και κάτι ελάχιστο από την υγιή πίστη, καταστρέφει τα πάντα, εκπίπτοντας σε χειρότερα από ότι πριν πιστεύσει.
Όπως πολύ εύστοχα επεσήμανε ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ιερόθεος σε εκτενέστατη θεολογική παρέμβαση, (33 σελίδων), την οποία κατέθεσε στην Σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, (23 και 24 Νοεμβρίου του 2016), στο κείμενο με τίτλο: «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» είσάγεται μια αιρετική εκκλησιολογία. Ο ως άνω ιεράρχης σχολιάζοντας την τελική πρόταση που κατέθεσε η Εκκλησία της Ελλάδος στη Σ.τ.Κ., στην παράγραφο 6, ότι «η Ορθόδοξος Εκκλησία αποδέχεται την ιστορικήν ονομασίαν των μη ευρισκομένων εν κοινωνία μετ’ αυτής άλλων ετεροδόξων χριστιανικών Εκκλησιών και ομολογιών», παρατηρεί τα εξής: «Όμως η νέα αυτή πρόταση της πλειοψηφίας της αντιπροσωπείας μας, αφ’ ενός μεν απομακρύνεται από την ομόφωνη απόφαση της Ιεραρχίας μας, αφ’ ετέρου δε είναι κακόδοξη και αντορθόδοξη».[3]
Και αποδεικνύει στη συνέχεια με αδιάσειστα θεολογικά επιχειρήματα ότι: «ή θα υπάρχει εκκλησία χωρίς αιρετικές διδασκαλίες, η οποία σώζει τους ανθρώπους, ή θα είναι αιρετική ομάδα, η οποία δεν μπορεί να αποκαλείται Εκκλησία. Το να ενώνονται οι δύο αυτές λέξεις –ετερόδοξη και Εκκλησία- σε μια ενότητα και η μία είναι κοσμητικό επίθετο της άλλης, είναι γεγονός εσφαλμένο, γιατί τότε εμπαίζονται και οι ετερόδοξοι και οι Ορθόδοξοι».[4]
Στην θεολογική του ανάλυση παρουσιάζει και αποδεικνύει ότι η παρά πάνω κακόδοξη διατύπωση προέρχεται από την αιρετική προτεσταντική θεωρία περί αοράτου και ορατής Εκκλησίας: «Η νέα αυτή πρόταση, [με την οποία γίνεται αποδεκτός ο όρος ‘ετερόδοξη εκκλησία’], εκφράζει την προτεσταντική άποψη περί αοράτου και ορατής Εκκλησίας, που είναι μια ‘νεστοριανική εκκλησιολογία’».[5]
Επίσης αναφέρει ότι «η άποψη ότι μπορεί να χαρακτηριστεί μια Εκκλησία ως ετερόδοξη –αιρετική καταδικάσθηκε από τις συνόδους του 17ου αιώνος με αφορμή την ‘Λουκάρειο ομολογία’…Οι αποφάσεις των συνόδων του 17ου αιώνος αποφάνθηκαν, ότι η εκκλησία δεν μπορεί να πλανάται».[6]
Στα ίδια συμπεράσματα κατέληξε και η «Σύναξη Κληρικών και Μοναχών», η οποία σε κείμενό της με τίτλο: «Ανοικτή επιστολή-Ομολογία για την ‘Σύνοδο’ της Κρήτης» αναφέρει τα εξής: «Η αποφυγή από την ‘Σύνοδο’ της Κρήτης να κρίνει τα κείμενα των Θεολογικών Διαλόγων και την συμμετοχή μας στο ‘Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών’, ενώ αντίθετα επαινεί και τα δύο, σημαίνει ότι ουσιαστικά εγκρίνει ότι οι Παπικοί έχουν Χάρη, Μυστήρια Ιερωσύνη, Αποστολική Διαδοχή (Balamand), και ότι εμείς χωρισμένοι από τους Μονοφυσίτες, τους Παπικούς και τους Προτεστάντες δεν μπορούμε να είμαστε η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία (Πόρτο Αλέγκρε, Πουσάν).
Η μη συμμετοχή της Εκκλησίας της Ελλάδος στην συνέλευση του Balamand μεταβάλλεται τώρα σε συνενοχή με την έγκριση των κειμένων των Διαλόγων. Καθίσταται έτσι η «Σύνοδος» της Κρήτης σύμμαχος και προαγωγός της παναιρέσεως του Οικουμενισμού, αντίθετη προς όλες τις προηγούμενες συνόδους της Εκκλησίας, οι οποίες, αντί να εκκλησιοποιούν τις αιρέσεις, τις κατεδίκαζαν και τις αναθεμάτιζαν… Επομένως όχι μόνο ως προς την διαδικασία συγκλήσεως και λειτουργίας, αλλά και ως προς τις αποφάσεις της, ιδιαίτερα ως προς την συνοδική αναγνώριση του Οικουμενισμού και των αιρέσεων ως εκκλησιών, η συνέλευση μερικών επισκόπων στην Κρήτη δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ούτε Σύνοδος, ούτε Αγία, ούτε Μεγάλη».[7]
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η Βουλγαρική Εκκλησία. Με ομόφωνη συνοδική απόφασή της και με όλους τους ιεράρχες της παρόντες κατά τη συνοδική συνεδρίαση που έλαβε χώρα στις 15 Νοεμβρίου 2016, κατέληξε μεταξύ άλλων, στο εξής συμπέρασμα σχετικά με το κείμενο με τίτλο «Σχέσεις της Ορθόδοξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον»: «Κατόπιν προσεκτικής μελέτης των κειμένων που υιοθετήθηκαν από τη Σύνοδο της Κρήτης, η Ιερά Σύνοδος έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι περιέχουν αποκλίσεις από την Ορθόδοξη παράδοση, από τη δογματική και κανονική παράδοση της Εκκλησίας και από το πνεύμα και το γράμμα των Οικουμενικών και των Τοπικών Συνόδων».[8]
Παρατηρεί ακόμη η Επιτροπή ότι: «Είναι γεγονός ότι οι πλείστοι των επισκόπων, έστω και με το σχήμα των Αντιπροσωπειών, επήγαν εις την Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον, δια να βεβαιώσουν την αυτοσυνειδησίαν της Μιας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας και όχι δια να επικροτήσουν κάποιαν οικουμενιστικήν γραμμήν». Δεν μας εξηγούν όμως, πως συμβαίνει το παράδοξο, οι μεν επίσκοποι της Σ.τ.Κ. να έχουν Ορθόδοξο και όχι οικουμενιστικό φρόνημα, τελικά όμως να επικροτούν και να νομιμοποιούν συνοδικά μια αιρετική-οικουμενιστική εκκλησιολογία; Μπορεί να δεχθεί η κοινή λογική έναν τέτοιο ισχυρισμό; Εμείς βλέπουμε το αποτέλεσμα, το έγκλημα που διεπράχθη στο Κολυμπάρι της Κρήτης, και με βάση αυτό το έγκλημα, βγάζουμε τα συμπεράσματά μας. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τις προθέσεις των ανθρώπων, διότι δεν είμαστε καρδιογνώστες. Τις προθέσεις των ανθρώπων τις γνωρίζει μόνον ο Θεός.
Παρά κάτω αναφέρει: «Δεν δυνάμεθα επίσης να μη αναγνωρίσωμεν την λαμπράν προσπάθειαν Προκαθημένων και συνοδικών αρχιερέων να βελτιωθούν τα κείμενα. Οφείλομεν μάλιστα να εξάρωμεν τας θεολογικάς προσπαθείας ωρισμένων επισκόπων να απαλειφθούν αμφίσημοι θεολογικαί έννοιαι και φράσεις και να προστεθούν απαραίτητοι προτάσεις, προκειμένου να αποφευχθή η οικουμενιστική νοηματοδότησις των κειμένων». Και παραθέτει στη συνέχεια κάποιες συγκεκριμένες περιπτώσεις βελτιώσεων. Εδώ το πρώτο που πρέπει να τονίσουμε είναι ότι, παρά τις όποιες βελτιώσεις, δυστυχώς δεν μπόρεσαν οι συνοδικοί αρχιερείς να αποτρέψουν την εισαγωγή μιας αιρετικής εκκλησιολογίας και την έκπτωση της Σ.τ.Κ. σε ψευδοσύνοδο. Και εκείνο που «μετράει» είναι, όχι οι όποιες προσπάθειες για βελτιώσεις, αλλά το τελικό αποτέλεσμα.
Μπορούμε να πούμε ότι τελικά η Σ.τ.Κ. ήταν στο σύνολό της μια αληθινή Ορθόδοξη Σύνοδος, που μπορεί να συγκαταριθμηθεί με τις Οικουμενικές Συνόδους της Εκκλησίας μας;
Ασφαλώς όχι. Εφ’ όσον λοιπόν δεν ήταν Ορθόδοξη Σύνοδος, τι άλλο μπορεί να ήταν παρά μια ψευδοσύνοδος; Υπάρχει κάτι ενδιάμεσο μεταξύ αληθούς Ορθοδόξου Συνόδου και ψευδοσυνόδου; Όπως δεν υπάρχει κάτι ενδιάμεσο μεταξύ αληθείας και ψεύδους, έτσι δεν μπορεί να υπάρχει κάτι ενδιάμεσο μεταξύ Ορθοδόξου Συνόδου και ψευδοσυνόδου. Μπορούμε να πούμε ότι μια γυναίκα είναι λίγο έγκυος; Ή είναι έγκυος, η όχι. Για να γίνουμε ακόμη πιο σαφείς, θα φέρουμε ένα παράδειγμα από τον χώρο της Ιατρικής.
Ας υποθέσουμε, ότι έχουμε κάποιον βαριά ασθενή, που χειρουργείται από μια ομάδα χειρουργών. Οι χειρουργοί βάζουν όλη την τέχνη τους και κάνουν «λαμπρές προσπάθειες» να σώσουν τον ασθενή. Μεταχειρίζονται ορισμένες χειρουργικές μεθόδους, με τις οποίες επιδιώκουν να βελτιώσουν την λειτουργία ορισμένων οργάνων. Ωστόσο τελικά δεν κατορθώνουν να σώσουν την ζωή του ασθενούς. Ο ασθενής μια ώρα μετά την επέμβαση πεθαίνει. Μπορεί τώρα η ομάδα των χειρουργών να καυχάται και να πανηγυρίζει, ότι πέτυχε κάποιες βελτιώσεις στον ασθενή, καθ’ ον χρόνον ο ασθενής τελικά πέθανε; Ασφαλώς όχι. Εκείνο που αξιολογούν όλοι είναι το τελικό αποτέλεσμα και όχι οι όποιες «λαμπρές προσπάθειες» τους.
Παρά κάτω προσθέτει: «Τα κείμενα της Συνόδου πρέπει να υπερβούν την μονομέρειαν, η οποία οφείλεται εις το ότι αυτά ηγνόησαν την ισχυράν θεολογικήν παράδοσιν που εχάραξαν σύγχρονοι θεοφόροι Πατέρες και έγκριτοι θεολόγοι, οι οποίοι διείδον την πορείαν των οικουμενικών διαλόγων ως μίαν οικουμενιστικήν παρέκκλισιν». Εδώ οι αγιορείτες Πατέρες προφανώς θέλουν να επισημάνουν ότι τα συνοδικά κείμενα έχουν κάποια «μονομέρεια», επειδή αποτυπώνουν την μία πλευρά των πραγμάτων.
Περιγράφουν τις σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τον ετερόδοξο χριστιανικό κόσμο από την σκοπιά εκείνων των φορέων που τις διεκπεραίωναν κατά τα εβδομήντα, ή πενήντα τελευταία χρόνια. Όμως στην Εκκλησία υπάρχει και η «ισχυρά θεολογική παράδοση που εχάραξαν σύγχρονοι θεοφόροι Πατέρες και έγκριτοι θεολόγοι». Η παράδοση αυτή είναι εκείνη που εκφράζει την πίστη των Προφητών, Αποστόλων και Πατέρων και αυτή την παράδοση όφειλε να ακολουθήσει η Σ.τ.Κ.. Συμφωνούμε απόλυτα ότι εκείνοι που εξέφρασαν μονομερώς την άλλη άποψη, την άλλη πλευρά των πραγμάτων, ασφαλώς δεν εξέφρασαν την «ισχυρά θεολογική παράδοση που εχάραξαν σύγχρονοι θεοφόροι Πατέρες και έγκριτοι θεολόγοι» και σε τελική ανάλυση δεν εξέφρασαν την πίστη των Προφητών, Αποστόλων και Πατέρων.
Αν όμως δεν εξέφρασαν αυτή την πίστη, τότε τι εξέφρασαν; Δεν είναι δυνατόν παρά να εξέφρασαν, μια άποψη που δεν εναρμονίζεται με την πίστη των Προφητών, Αποστόλων και Πατέρων, δηλαδή μια κακόδοξη άποψη και πιο συγκεκριμένα εξέφρασαν τον οικουμενιστικό (=αιρετικό), τρόπο διεκπεραιώσεως των διαχριστιανικών σχέσεων. Και τούτο επειδή, ό,τι είναι ξένο προς την πίστη των Προφητών, Αποστόλων και Πατέρων, δεν μπορεί παρά να είναι κακόδοξο και αιρετικό. Μπορούμε όμως μια κακόδοξη άποψη, μπορούμε έναν οικουμενιστικό (=αιρετικό) τρόπο σκέψεως και δράσεως να τον χαρακτηρίζουμε ως «μονομέρεια», που αποτυπώνει την μία πλευρά των πραγμάτων;
Εδώ λοιπόν δεν έχουμε να κάνουμε με κάποια «μονομέρεια», αλλά με έναν κακόδοξο τρόπο σκέψεως και δράσεως.
Επομένως η λέξη «μονομέρεια» είναι, νομίζω, τελείως αδόκιμη και άστοχη, διότι δεν αποδίδει με δογματική ακρίβεια την αλήθεια των πραγμάτων. Απομειώνει και υποβαθμίζει την δράση των αιρετικών οικουμενιστών στο επίπεδο της «μονομέρειας».
Παρά κάτω προσθέτει: «Όμως η τάσις δια ‘διακοπήν μνημοσύνου’ δεν είναι εν προκειμένω δικαιολογημένη. Τα κείμενα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου έχουν τας ελλείψεις και ατελείας των. Δεν υπεγράφη όμως ‘ενωτικός όρος’, όπως εις την Λυών και την Φλωρεντίαν και ουδείς Ορθόδοξος επίσκοπος προσεχώρησεν εις κατεγνωσμένην υπό της Εκκλησίας αίρεσιν ούτε εκήρυξεν ‘γυμνή τη κεφαλή’ τας αιρετικάς διδασκαλίας των ετεροδόξων». Εδώ κατά την ταπεινή μου γνώμη διατυπώνεται ένα σοβαρότατο λάθος. Αν ρίξουμε μια ματιά στα πρακτικά των Οικουμενικών Συνόδων και στους Ιερούς Κανόνες, θα διαπιστώσουμε, ότι το μοναδικό κριτήριο, επί τη βάσει του οποίου οι άγιοι Πατέρες απέκοπταν και αναθεμάτιζαν τους αιρετικούς, ήταν η έκπτωσή τους στην αίρεση.
Επίσης το μοναδικό κριτήριο, επί τη βάσει του οποίου ο 15ος Ιερός Κανόνας της ΑΒ΄ Συνόδου επιτρέπει την αποτείχιση, είναι και πάλι η αίρεση και όχι η υπογραφή κάποιου «ενωτικού όρου». Όπως σαφέστατα διατυπώνεται στον εν λόγω Ιερό Κανόνα: «Οι γαρ δι’ αίρεσιν τινά, [και όχι εξ’ αιτίας υπογραφής κάποιου ενωτικού όρου], παρά των αγίων Συνόδων, η Πατέρων κατεγνωσμένην της προς τον πρόεδρον κοινωνίας εαυτούς διαστέλλοντες …».
Δεν υπάρχουν άλλα κριτήρια, άλλες κόκκινες γραμμές, παρά μόνο η αίρεση. Αφού λοιπόν, όπως αποδείξαμε προηγουμένως, η Σ.τ.Κ. δεν ήταν Ορθόδοξη Σύνοδος, διότι εξέπεσε σε δογματικές πλάνες, τι άλλο μπορεί να ήταν παρά μια ψευδοσύνοδος; Στην ιστορία της Συνοδικής και Κανονικής μας Παραδόσεως συναντούμε δύο ειδών Συνόδους: Αληθινές Ορθόδοξες Συνόδους και Ψευδοσυνόδους. Τρίτο είδος Συνόδου δεν μπορεί να υπάρξει. Αν μια σύνοδος δεν είναι Ορθόδοξη, τότε οπωσδήποτε είναι ψευδοσύνοδος. Δεν υπάρχει τίποτε ενδιάμεσο μεταξύ Ορθοδόξου Συνόδου και ψευδοσυνόδου, όπως δεν υπάρχει τίποτε ενδιάμεσο μεταξύ φωτός και σκότους, μεταξύ αληθείας και ψεύδους. Αφού λοιπόν η Σ.τ.Κ. ήταν ψευδοσύνοδος, τότε γιατί η εφαρμογή του 15ου Ιερού Κανόνος δεν είναι δικαιολογημένη;
Κατά ποιάν έννοια μπορούν να θεωρηθούν, όσοι δικαιολογημένα εφαρμόζουν τον εν λόγω Ιερό Κανόνα, ως σχιματικοί, ή εκτός Εκκλησίας; Είναι δυνατόν η εφαρμογή ενός Ιερού Κανόνος να μας βγάζει έξω από την Εκκλησία; Όχι βέβαια. Άραγε όσοι επίσκοποι υπέγραψαν τις δογματικές πλάνες της ψευδοσυνόδου, δεν αναγνώρισαν, με την υπογραφή τους αυτή, πανηγυρικά και «γυμνή τη κεφαλή» ότι οι ετερόδοξοι είναι εκκλησίες με έγκυρα μυστήρια και σώζουσα Χάρη; Και, κατ’ επέκταση, δεν διεκήρυξαν «γυμνή τη κεφαλή», ότι οι αιρετικές διδασκαλίες των ετεροδόξων αποτελούν «διαφορετική διατύπωση της ιδίας αποστολικής πίστεως»; Ασφαλώς ναι. Πέραν αυτών, αν θέσουμε ως κριτήριο την υπογραφή κάποιου «ενωτικού όρου» και όχι την αίρεση, τότε ποιο κριτήριο θα θέσουμε για τους Προτεστάντες και τους μονοφυσίτες; Διότι γι’ αυτούς δεν υφίσταται καν θέμα «ενωτικού όρου».
Τέλος η Εισήγηση επισημαίνει: «Αναγνωρίζομεν ότι ο Παναγιώτατος Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος έδειξεν απεριόριστον ενδιαφέρον δια να εκφρασθή υπό της Συνόδου η ακραιφνής Ορθόδοξος Εκκλησιολογία». Πως όμως μπορούν να αποδείξουν τον παρά πάνω ισχυρισμό; Μπορούν να αποδείξουν ότι ο κ. Βαρθολομαίος έκανε το παν, και μάλιστα με την ιδιότητά του ως πρόεδρος της Συνόδου, για να μην γίνει αποδεκτός ο όρος «Εκκλησία» στους ετεροδόξους και να απορριφθούν όλες οι παράγραφοι που αναφέρονται στο Π.Σ.Ε.; Η τραγική πραγματικότητα δυστυχώς αποδεικνύει το αντίθετο: Ο κ. Βαρθολομαίος, υπήρξε από τους πιο ένθερμους θιασώτες για την αποδοχή του όρου «Εκκλησία» στους ετεροδόξους και υπήρξε ο πρώτος που υπέγραψε το κακόδοξο κείμενο με τίτλο «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τον λοιπον Χριστιανικό κόσμο».
[1] Βλέπε σχετικά, Πρωτ. Αναστασίου Γκοτσοπούλου, «Η συμπροσευχή με αιρετικούς», Εκδ. «Θεοδρομία», Θεσσαλονίκη 2009, σελ. 39-46.
[2] Εις Γαλάτας κεφ. Α, ΕΠΕ 20,194. PG 61,622.
[3] Βλ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεου, «Παρέμβαση και κείμενο στην Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος, (Νοέμβριος 2016), σελ. 23.
[4] Βλ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεου, «Παρέμβαση…», ο.π. σελ. 25.
[5] Βλ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεου, «Παρέμβαση…», ο.π. σελ. 5
[6] Βλ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεου, «Παρέμβαση…», ο.π. σελ. 4.
[7] Βλ. Ιστολόγιο Κατάνυξις, 30 Οκτωβρίου 2016, «Σύναξη Κληρικών και Μοναχών», «Ανοικτή επιστολή-Ομολογία για την ‘Σύνοδο’ της Κρήτης», σελ.6.
[8] Βλ. Ιστολόγιο «Ακτίνες», Ιερά Σύνοδος της Βουλγαρικής Ορθόδοξης Εκκλησίας: «Η Σύνοδος της Κρήτης δεν είναι ούτε Μεγάλη, ούτε Αγία ούτε Πανορθόδοξη», 7 Δεκεμβρίου 2016.
πηγή: