Ἀνέγνωσα μετὰ προσοχῆς τὸ . Καὶ θὰ προσπαθήσω, ὅσο μπορῶ πιὸ σύντομα, νὰ ὑπογραμμίσω μερικὲς θέσεις του, οἱ ὁποῖες εἶναι ἀκατανόητες.
Καὶ ἀρχίζω ἀπὸ τὴν παράθεσι τοῦ ἀποσπάσματος τοῦ ἀειμνήστου ἱερομονάχου Ματθαίου Βλάσταρη, γιὰ τὸν ὁποῖον ὁ κ. Ἐλ. γράφει·
«Συμπερασματικά, κλείνω μὲ τὰ πιὸ κάτω λόγια, ποὺ ἀκούγονται πολὺ ἐπίκαιρα, ἑνὸς μεγάλου Θεσσαλονικέα Κανονολόγου, ὁ ὁποῖος ἔζησε τὸν 14ο αἰῶνα (σ.σ. ἕναν αἰῶνα περίπου πρὶν τὴν ἅλωσι τῆς Κων/λεως), τοῦ Ματθαίου Βλάσταρη, σὲ ἑρμηνεία, ἀπὸ τὴν “Προθεωρίαν τοῦ Συντάγματος κατὰ στοιχεῖον” (1335): “Ἡ Ἐκκλησία, ἐφόσον μεταβλήθηκαν ἐν πολλοῖς οἱ ἀνάγκες τῶν τέκνων της, ὄχι μόνο δύναται, ἀλλὰ καὶ ὀφείλει νὰ προσαρμόσει τὴν νομοθεσία της πρὸς τὶς νέες αὐτὲς ἀνάγκες, ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ τροποποιοῦσα ἢ καὶ καταργοῦσα τοὺς εἰς ἀχρησίαν περιελθόντας ἀνεφαρμόστους καταστάντας κανόνες, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη προβαίνουσα στὴν θέσπιση νέων κατὰ τὶς ἀνάγκες τῶν πιστῶν της».
Κατὰ πρῶτον ἀνέτρεξα στὴν «Προθεωρίαν τοῦ Συντάγματος κατὰ στοιχεῖον» (1335), ὅπως αὐτὴ εἶναι δημοσιευμένη στὸ «Σύνταγμα τῶν θείων καὶ ἱερῶν Κανόνων...» τῶν Γ. Α. Ράλλη καὶ Μ. Ποτλῆ, τόμ. 6ος, Ἀθῆναι 1859. Ἐπειδὴ ἡ παράθεσι τοῦ χωρίου εἶναι χωρὶς παραπομπή, διάβασα ὅλη τὴν «Προθεωρίαν», ἀλλὰ πουθενὰ δὲν βρῆκα κάτι σχετικὸ μὲ τὸ παρατιθέμενο χωρίο, οὔτε κατὰ λέξιν οὔτε καὶ κατὰ τὸ νόημα, ἀφοῦ ὁ κ. Ἐλ. δὲν τὸ παρέθεσε αὐτούσιο, οὔτε κἂν σὲ μετάφρασι, ἀλλὰ τὸ ἀπέδωσε ἑρμηνευμένο. Βρῆκα ἀντιθέτως χωρία τὰ ὁποῖα μιλοῦν γιὰ τὴν διαχρονικὴ ἀξία τῶν ἱ. Κανόνων καὶ λένε, ὅτι εἶναι ἰσόκυροι μὲ τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο, ὅτι εἶναι προτιμότεροι τῶν νόμων τοῦ κοινοῦ νομοθέτου, ὅτι ἔχουν τὴν χρησιμότητα τοῦ φωτὸς γι᾽ αὐτοὺς ποὺ πορεύονται στὸ σκοτάδι, καὶ ὅτι οἱ περιφρονοῦντες ἢ παραβαίνοντες αὐτοὺς ἐπισύρουν ἐπάνω τους ἀρὰς καὶ ἀναθέματα.
Ἕως ὅτου ὅμως μάθουμε τὴν ἀκριβῆ παραπομπή, δὲν μᾶς ἐμποδίζει κάτι νὰ δεχθοῦμε, ἔστω καὶ προσωρινά, ὅτι ἡ ἐν λόγῳ γνώμη ἀνήκει στὸ Ματθαῖο Βλάσταρη. Στὴν περίπτωσι αὐτὴ θὰ παρακαλοῦσα τοὺς ἀγαπητοὺς ἀναγνώστας τῆς ἱστοσελίδος νὰ προσέξουν μὲ πόσο σεβασμὸ ἐκφράζεται ὁ ἀείμνηστος κανονολόγος Ματθαῖος Βλάσταρης γιὰ τοὺς ἱ. Κανόνες. Ἂς διαβάσουν ἐν συνεχείᾳ πιὸ κάτω, στὸ παρὸν κείμενο, τί ἔγραψε ὁ Πατριάρχης μας γιὰ τοὺς ἱεροὺς Κανόνες καὶ ἂς συγκρίνουν τὸ ὕφος τῶν λόγων του, ποὺ εἶναι καταχωρημένοι στὴν ἐπιστημονική του Διατριβή: «Δὲν δύνανται», γράφει, «νὰ ἐφαρμοσθοῦν σήμερον καὶ πρέπει νὰ τροποποιηθοῦν αἱ διατάξεις αἱ κανονίζουσαι τὰς σχέσεις τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν πρὸς τοὺς ἑτεροδόξους καὶ ἑτεροθρήσκους. Περισσοτέρα ἀγάπη πρέπει νὰ “ἀρδεύσῃ” πολλὰς κανονικὰς διατάξεις πρὸς “ζωογονίαν”. Ἐπιβάλλεται τροποποίησις ὁρισμένων διατάξεων ἐπὶ τὸ φιλανθρωπότερον καὶ ρεαλιστικώτερον. Ἡ Ἐκκλησία δὲν δύναται καὶ δὲν πρέπει νὰ ζῇ ἐκτὸς τόπου καὶ χρόνου». Ἀφήνω λοιπὸν τὰ σχόλια στοὺς ὀξυδερκεῖς ἀναγνῶστες τῆς ἱστοσελίδος σας. (περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε στο περιοδικό «Χριστιανική ΣΠΙΘΑ» τεύχος Μαΐου-Ιουνίου, )
ΤΡΕΙΣ ΟΦΕΙΛΟΜΕΝΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ
Με έκπληξη πληροφορήθηκε πρόσφατα η κοινή γνώμη πως ο Πανοσιολογιώτατος Αρχιμανδρίτης π. Χρυσόστομος Πήχος, ηγούμενος της ιστορικής Ι. Μονής Λογγοβάρδας Πάρου, κατέθεσε μέσω της προϊσταμένης του Ιεράς Μητροπόλεως Παροναξίας στην Αρχιγραμματεία της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος την 7-3-2017, μήνυση εναντίον του Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου για έξι αριθμημένες κατηγορίες «δήθεν» ετεροδιδασκαλιών, που διαπράχθηκαν από τον Παναγιώτατο στη διάρκεια της εικοσιπενταετούς πατριαρχίας του.
Επί του κειμένου αυτού της υποβληθείσης μήνυσης ασκήθηκε κριτική εκ μέρους του γράφοντος με άρθρο που έφερε τον τίτλο «Ο Νεοζηλωτισμός χτυπά τη θύρα της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος» που αναρτήθηκε στη ιστοσελίδα και δημοσιεύθηκε στο περιοδικό PRONEWS του τεύχους Μαΐου.
Ο Πανοσιολογιώτατος ανταποκρίθηκε δημοσιεύοντας στο μηνιαίο περιοδικό «Χριστιανική Σπίθα» (τεύχος Μαΐου-Ιουνίου 2017) απαντητικό άρθρο με τον τίτλο «Σώσε μας Κύριε από τους νεώτερους σωτήρες!...».
Στο σημερινό άρθρο θα έχουμε τη δυνατότητα να ασχοληθούμε με τρία σημεία πάνω σε αυτήν την επίδικη πρωτοβουλία του Πανασιολογιωτάτου Καθηγουμένου Πατρός Χρυσοστόμου:
Σημείο Πρώτο
Ο τίτλος του μηνυτηρίου εγγράφου είναι «Κατάγνωσις ετεροδιδασκαλιών» οι οποίες κατά καιρούς διατυπώθηκαν από την Αυτού Θειοτάτη Παναγιότητα, τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο και αντίκεινται στην διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Δεν μπορώ όμως να σας αποκρύψω πως προκάλεσε αλγεινή εντύπωση σε μένα προσωπικά και πιστεύω και σε όλους τους συναδέλφους Φιλολόγους και Θεολόγους της Ελλάδος, που έτυχε να διαβάσουν την «Κατάγνωσιν» πόσο ατυχής και άστοχη και επικίνδυνη για τη γλωσσική μας αυτοσυνειδησία είναι να χρησιμοποιούμε αβασανίστως και επιπολαίως και απαιδεύτως την πιο ωραία γλώσσα της ανθρωπότητας, την ελληνική μας γλώσσα. Πιο συγκεκριμένα, η χρήση της αρχαίας ελληνικής και βυζαντινής λέξης «κατάγνωσις» με την έννοια της καταγγελίας, της μηνυτήριας αναφοράς προς μια Αρχή, είναι παντελώς εσφαλμένη. Η λ. «κατάγνωσις» παράγεται από το αρχαίο ελληνικό ρ. «καταγιγνώσκω». Το ρήμα αυτό ως δικανικός όρος συντάσσεται με αιτιατική προσώπου και γενική πράγματος που δηλώνει την αιτία (γενική της αιτίας). Μεταγενέστερα, το ρ. καταγιγνώσκω συντάσσεται και με γενική προσώπου, ενώ η αιτία της καταδίκης ευρίσκεται με εμπρόθετο προσδιορισμό: επί+δοτ… Στην νεοελληνική το ρήμα αυτό μεταφράζεται: «καταδικάζω κάποιον για τη διάπραξη κάποιου εγκλήματος, κάποιας άδικης πράξης». Το αφηρημένο ουσιαστικό «κατάγνωσις» σημαίνει : «καταδικαστική απόφαση». Το αντίθετο του ρ. «κατά-γιγνώσω» είναι το ρ. «από-γιγνώσκω» και σημαίνει «αθωώνω τον κατηγορούμενο, και «απόγνωσις» σημαίνει αθωωτική δικαστική απόφαση. Στον Κανόνα 15 της Πρωτοδευτέρας Συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως (861) διαβάζουμε « Οἱ γὰρ δι' αἱρεσίν τινα, παρὰ τῶν ἁγίων Συνόδων ἢ Πατέρων κατεγνωσμένην, …» όπου με την έκφραση «αίρεσιν κατεγνωσμένην» δηλώνεται η αίρεση που έχει τελεσίδικα καταδικαστεί από τις Συνόδους και τους αγίους Πατέρες. Λέγεται και «συνοδική κατάγνωσις», δηλαδή καταδικαστική απόφαση της Συνόδου.
Από πού έως πού λοιπόν εφευρέθηκε η λ. «κατάγνωσις» για να δηλωθεί η αίτηση προς μία Αρχή, εδώ σε Εκκλησιαστική Δικαστική Αρχή, προκειμένου να ερευνηθεί νομικώς και κανονικώς αν ευσταθούν ή όχι οι καταγγελλόμενες πράξεις; Η αντίστοιχη λέξη με τη δική μας μήνυση ή έγκληση είναι «διάγνωσις» ή «εξέτασις». Και η τελεσίδικη καταδικαστική απόφαση λέγεται «τελεία κατάκρισις». Τους δικανικούς αυτούς όρους βρίσκουμε στον πιο κάτω Κανόνα: «η ἁγία σύνοδος… ὥρισε τοῦ λοιποῦ, ἵνα, εἴ τις πρεσβύτερος ἢ διάκονος, ὡς δῆθεν ἐπὶ ἐγκλήμασί τισι τοῦ οἰκείου κατεγνωκὼς ἐπισκόπου, πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως καὶ ἐξετάσεως καὶ τῆς ἐπ' αὐτῷ τελείας κατακρίσεως …τοῦτον ὑποκεῖσθαι καθαιρέσει καὶ πάσης ἱερατικῆς ἀποστερεῖσθαι τιμῆς». (Κανών 13)
Ύστερα από όλες αυτές τις παρατηρήσεις, είναι απορίας άξιο πώς το εν λόγω έγγραφο παραλήφθηκε με αυτή τη μορφή από τη Γραμματεία της Ιεράς Μητροπόλεως Παροναξίας και ακολούθως από τη Αρχιγραμματεία της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος. Αν κάτι τέτοιο συνέβαινε στα ποινικά δικαστήρια, θα είχε διαφορετική τύχη.
Συμπερασματικά, θα ήταν δείγμα καλής θέλησης, αν, κατά τη γνώμη μου, ο υποβαλών την ανωτέρω έγκληση την απέσυρε και διορθωμένη κατά την επιγραφήν και το περιεχόμενο την επανακατέθετε ως πρέπει. «Λάθος συγγνωσκόμενον ουκ έστι λάθος»!
Σημείο Δεύτερο
Στο δεύτερο σημείο των παρατηρήσεών μου έχουμε να κάνουμε με κάτι κατά κυριολεξία τραγελαφικό. Και εξηγούμαι αμέσως: Στο τέλος του άρθρου μου στο PRONEWS προκειμένου να δείξω πως ο τότε νεαρός Αρχιμανδρίτης νυν δε Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος στην επιστημονική διατριβή του με θέμα την ανάγκη Κωδικοποίησης του Κανονικού Δικαίου της Ορθοδόξου Εκκλησίας δεν έγραφε απολύτως τίποτε απρεπές και δυσσεβές σε βάρος των Ιερών Κανόνων, όπως στην υπ. αριθμ. 1 κατηγορία της Καταγνώσεως ο κληρικός κατήγορος διατεινόταν, παρέθεσα ένα μικρό τμήμα (κεφ. ΙΙ) από την γνωστή «Προθεωρίαν του Συντάγματος κατά στοιχείον» (1335) του μεγάλου Θεσσαλονικέα Κανονολόγου Ιερομονάχου Ματθαίου Βλάσταρη, σε ερμηνεία: «Η Εκκλησία εφόσον μεταβλήθηκαν εν πολλοίς οι ανάγκες των τέκνων της, όχι μόνο δύναται, αλλά και οφείλει να προσαρμόσει την νομοθεσία της προς τις νέες αυτές ανάγκες, από τη μια μεριά τροποποιούσα ή και καταργούσα τους εις αχρησίαν περιελθόντας ανεφαρμόστους καταστάντας κανόνες, και από την άλλη προβαίνουσα στη θέσπιση νέων κατά τις ανάγκες των πιστών της».
Ο π. Χρυσόστομος στο απαντητικό του κείμενο στη «Χριστιανική Σπίθα» επαναλαμβάνει επακριβώς τα πιο πάνω λόγια του Ματθαίου Βλάσταρη. Μέχρι εδώ κανένας ψόγος. Από το πουθενά, όμως, διαβάζουμε μια παρένθεση με σ.σ., δηλαδή σημείωση του συντάκτη του άρθρου της Σπίθας, με την οποία πληροφορεί στα καλά καθούμενα τους αναγνώστες του πως ο Ματθαίος Βλάσταρης που μιλάει έτσι, δηλαδή προτείνει τροποποίηση ή κατάργηση ορισμένων αναχρονιστικών διατάξεων του Κανονικού Δικαίου, έζησε έναν αιώνα πριν από την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως. Ο π. Χρυσόστομος είχε προφανή πρόθεση να συνδέσει την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως με τις αμαρτίες, την αποστασία των ποιμένων και του λαού από το Θείο Θέλημα μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και ο Ματθαίος Βλάσταρης με τις δήθεν απαράδεκτες θεωρίες του περί Ιερών Κανόνων. Έχουμε προφανώς και εδώ εφαρμογή της παροιμίας: «ράβδος εν γωνία, άρα βρέχει». Σε μια καλόπιστη όμως κριτική παρόμοιες συλλογιστικές δεν έχουν καμιά απολύτως θέση.
Σημείο Τρίτο
Ο σεβαστός αρθρογράφος της «Χριστιανικής Σπίθας», στρέφοντας 180 μοίρες τη σκέψη του και αποδεχόμενος τώρα την αυθεντικότητα των λόγων του Μ. Βλάσταρη, προχωρεί σε έναν νέο σχολιασμό των διαπιστώσεων του Θεσσαλονικέα Κανονολόγου, αυτή τη φορά επισημαίνοντας τη «διαφορά ύφους» μεταξύ Βλάσταρη-Βαρθολομαίου. Φύγαμε έτσι από την κατηγορία της ετεροδοξίας του Πατριάρχη και πάμε τώρα να προβούμε σε αξιολόγηση του λεκτικού ύφους των δύο συγγραφέων. Γράφει, λοιπόν, ο π. Χρυσόστομος: «Στην περίπτωσι αυτή θα παρακαλούσα τους αγαπητούς αναγνώστας της ιστοσελίδος να προσέξουν με πόσο σεβασμό εκφράζεται ο αείμνηστος κανονολόγος Ματθαίος Βλάσταρης για τους ι. Κανόνες. Ας διαβάσουν εν συνεχεία πιο κάτω, στο παρόν κείμενο, τι έγραψε ο Πατριάρχης μας για τους ιερούς Κανόνες και ας συγκρίνουν το ύφος των λόγων του, που είναι καταχωρημένοι στην επιστημονική του Διατριβή: «Δεν δύνανται», γράφει, «να εφαρμοσθούν σήμερον και πρέπει να τροποποιηθούν αι διατάξεις αι κανονίζουσαι τας σχέσεις των Ορθοδόξων Χριστιανών προς τους ετεροδόξους και ετεροθρήσκους. Περισσοτέρα αγάπη πρέπει να ”αρδεύση” πολλάς κανονικάς διατάξεις προς ”ζωογονίαν”. Επιβάλλεται τροποποίησις ορισμένων διατάξεων επί το φιλανθρωπότερον και ρεαλιστικότερον. Η Εκκλησία δεν δύναται και δεν πρέπει να ζη εκτός τόπου και χρόνου».
Και ο οξυδερκής αναγνώστης της «Σπίθας» παίρνει τα δύο κείμενα, του Βλάσταρη και του Βαρθολομαίου, και τα βάζει το ένα δίπλα στο άλλο.
Διαβάζει στον Βλάσταρη: «Η Εκκλησία, εφόσον μεταβλήθηκαν εν πολλοίς οι ανάγκες των τέκνων της, όχι μόνο δύναται αλλά και οφείλει να προσαρμόσει την νομοθεσία της προς τις νέες αυτές ανάγκες, από τη μια μεριά τροποποιούσα ή και καταργούσα τους εις αχρησίαν περιελθόντας ανεφαρμόστους καταστάντας κανόνες, και από την άλλη προβαίνουσα στην θέσπιση νέων κατά τις ανάγκες των πιστών της».
Διαβάζει τώρα στον Βαρθολομαίο: «Δεν δύνανται να εφαρμοσθούν σήμερον και πρέπει να τροποποιηθούν αι διατάξεις αι κανονίζουσαι τας σχέσεις των Ορθοδόξων Χριστιανών προς τους ετεροδόξους και ετεροθρήσκους. Περισσοτέρα αγάπη πρέπει να ”αρδεύση” πολλάς κανονικάς διατάξεις προς ”ζωογονίαν”. Επιβάλλεται τροποποίησις ορισμένων διατάξεων επί το φιλανθρωπότερον και ρεαλιστικότερον. Η Εκκλησία δεν δύναται και δεν πρέπει να ζη εκτός τόπου και χρόνου».
Κάποιος που διαβάζει αυτά τα δυο κείμενα συγκλίνει εύκολα στο συμπέρασμα πως ο νεότερος χρονικά συγγραφέας έχει επηρεαστεί από τον παλαιότερο που στον χώρο του Κανονικού Δικαίου έχει μέχρι σήμερα διακεκριμένη θέση στην Ορθόδοξη Εκκλησία και θεωρείται αυθεντία. Τα συμπεράσματα πλέον ανήκουν στους αναγνώστες.
Πριν όμως κλείσομε θα ήταν λάθος και παράλειψη εκ μέρους μου αν δεν επαινούσα τον π. Χρυσόστομο που έγραψε: «Βρήκα (ενν. στον Βλάσταρη) χωρία τα οποία μιλούν για την διαχρονική αξία των ι. Κανόνων και λένε, ότι είναι ισόκυροι με το ιερό Ευαγγέλιο, ότι είναι προτιμότεροι των νόμων του κοινού νομοθέτου, ότι έχουν την χρησιμότητα του φωτός γ’ αυτούς που πορεύονται στο σκοτάδι, και ότι οι περιφρονούντες ή παραβαίνοντες αυτούς επισύρουν επάνω τους αράς και αναθέματα.»
Ασφαλώς με αυτήν την κατηγορηματική διατύπωση ο κανονολόγος Βλάσταρης, όπως και όλοι οι άλλοι ορθόδοξοι κανονολόγοι, αναφέρονται στους δογματικούς ιερούς Κανόνες ή αλλιώς ονομαζόμενους «Όρους» της Πίστεως, που θεσπίστηκαν από τις επτά (7) Οικουμενικές Συνόδους και είναι ισόκυροι και ισοδύναμοι με το Ευαγγέλιο. Άλλωστε, η αγία Γραφή, έξω και μακριά από την Εκκλησία, είναι μια απλή συλλογή κειμένων κι όχι ο Λόγος του Θεού.
Κάθε προτεινόμενη τροποποίηση ή κατάργηση ιερών Κανόνων αναφέρεται μόνο στις ιστορικοτοπικές ανάγκες μιας τοπικής ή της οικουμενικής Εκκλησίας.
Να μην ξεχνάμε όμως, κι έτσι τελειώνω, πως κάθε αλλαγή, τροποποίηση ή θέσπιση ιερών Κανόνων γίνεται κατά Αποστολική Διάταξη από μια Τοπική ή Οικουμενική Σύνοδο Επισκόπων.
*Ο Αντώνης Ιακώβου Ελευθεριάδης είναι Καθηγητής δρ. Φιλολογίας και Θεολόγος.