25η Μαρτίου: Η άγνωστη ιστορία της Ψωροκώσταινας που από πλούσια σύζυγος έγινε πλύστρα στο Ναύπλιο και πρωταγωνίστησε στον έρανο για τους πολιορκημένους στο Μεσολόγγι.
Ιούνιος του 1821. Το Αϊβαλί καίγεται. Η πλούσια Πανώρια Χατζηκώστα, σύζυγος του μεγαλέμπορα Κώστα Αϊβαλιώτη, βλέπει την άνετη ζωή της στο Αϊβαλί να αλλάζει ριζικά.
Οι Τούρκοι, ως αντίποινα για την Επανάσταση που ξέσπασε στην Πελοπόννησο, έκαψαν το Αϊβαλί και σκότωσαν τους κατοίκους του.
Η Πανώρια είδε να σφάζονται μπροστά στα μάτια της τα τέσσερα παιδιά της και ο άντρας της.
Τρελαμένη από τη θλίψη και την απόγνωση σώζεται από τον καλόγερο και δάσκαλο Βενιαμίν Λέσβιο που την παίρνει μαζί του ως υπηρέτρια.
Αρχικά πηγαίνουν στα Ψαρά ( από όπου πήρε και το προσωνύμιο Ψωροκώσταινα) κι από κει στην Υδρα.
Αγώνας για ζωή στο Ναύπλιο
Επόμενος σταθμός το Ναύπλιο. Εκεί ζει πάμφτωχη κι ολομόναχη. Στο Ναύπλιο ξεκινάει ένας σκληρός αγώνας επιβίωσης .
Για να βγάλει το ψωμί της αναγκάζεται να κάνει την αχθοφόρο και την πλύστρα.
Παρόλα αυτά, παίρνει υπό την προστασία της ορφανά παιδιά αγωνιστών, που έχουν σκορπίσει στην απελευθερωμένη πρωτεύουσα του νεοσύστατου κράτους και τα φιλοξενεί στη καλύβα της.
Για να τα θρέψει γυρνά από σπίτι σε σπίτι και ζητιανεύει. Τα χαμίνια της παραλίας την παίρνουν στο κατόπι και την φωνάζουν Ψωροκώσταινα.
Ερανος για τους πολιορκημένους του Μεσολογγίου
Το 1826, ενώ μαίνονταν η πολιορκία του Μεσολογγίου από τον Ιμπραήμ, διενεργήθηκε έρανος στην κεντρική πλατεία της πόλης, για την ενίσχυση των αποκλεισμένων μαχητών.
Οι υπεύθυνοι μάταια ζητούσαν από τον πολύπαθο λαό να βάλει το χέρι στην τσέπη.
Η Πανώρια ή Ψωροκώσταινα όπως τη χλεύαζαν οι μάγκες του Αναπλιού, η φτωχότερη όλων, η χήρα Χατζηκώσταινα, βγάζει το ασημένιο δαχτυλίδι που φορούσε στο δάχτυλό της και μαζί με ένα γρόσι που είχε στην τσέπη της, τα ακουμπά στο τραπέζι της ερανικής επιτροπής.
«Δεν έχω τίποτα άλλο από αυτό το ασημένιο δαχτυλίδι κι αυτό το γρόσι. Αυτά τα τιποτένια προσφέρω στο μαρτυρικό Μεσολόγγι».
Ολοι από την Ψωροκώσταινα ζητούν να ζήσουν…
Η απρόσμενη αυτή χειρονομία έκανε κάποιον από το πλήθος να αναφωνήσει: «Για δείτε, η πλύστρα η Ψωροκώσταινα πρώτη πρόσφερε τον οβολό της» κι αμέσως ξύπνησε το ελληνικό φιλότιμο.
Ένας, ένας όλοι άρχισαν να αποθέτουν στο τραπέζι του εράνου λίρες, γρόσια και ασημικά, ό,τι είχε ο καθένας από το υστέρημά του.
Με την ίδρυση του ελληνικού κράτους, σε μια συνεδρίαση της Συνέλευσης, κάποιος παρομοίασε το Ελληνικό Δημόσιο με την Ψωροκώσταινα.
Ο συσχετισμός αυτός έμεινε… Αργότερα, επί της βασιλείας του Όθωνα, οι αγωνιστές συνήθιζαν να αποκαλούν ειρωνικά την βαυαρική αντιβασιλεία «Ψωροκώσταινα» και αυτή γεμάτη περιφρόνηση ανταπαντούσε, σε όσους ζητούσαν τη βοήθεια του κράτους για να συντηρηθούν, «όλοι από την Ψωροκώσταινα ζητούν να ζήσουν».
Από το βιβλίο της Κατερίνας Παπαδριανού ” Ψωροκώσταινα”
πηγή: