Ένα εμβόλιο για τα χλαμύδια έδειξε πολλά υποσχόμενα αποτελέσματα σε πρώιμες κλινικές δοκιμές, ενισχύοντας τις προσδοκίες για τον περιορισμό της εξάπλωσης της σεξουαλικά μεταδιδόμενης λοίμωξης που μπορεί να οδηγήσει σε υπογονιμότητα στις γυναίκες.
Με επικεφαλής ερευνητές από το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Δανία, η κλινική δοκιμή φάσης 1 διαπίστωσε ότι το πειραματικό εμβόλιο ήταν ασφαλές και προκάλεσε ανοσοαπόκριση.
Σύμφωνα με το , στην κλινική δοκιμή συμμετείχαν άνδρες και γυναίκες με μέσο όρο ηλικίας τα 26 έτη. Οι συμμετέχοντες έλαβαν είτε το εμβόλιο είτε ένα εικονικό φάρμακο για σχεδόν τέσσερις μήνες.
Οι ερευνητές σχεδιάζουν τώρα μια μεγαλύτερη δοκιμή φάσης 2 προκειμένου να εξετάσουν την αποτελεσματικότητα του εμβολίου. Ωστόσο, ορισμένα ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα.
«Προστατεύει από τη μόλυνση με χλαμύδια; Εάν έχετε κάποια λοίμωξη, σημαίνει ότι έχετε περισσότερες πιθανότητες να έχετε ασυμπτωματική λοίμωξη; Δεν το γνωρίζουμε αυτό και αυτή θα είναι η επόμενη φάση της έρευνας», δήλωσε στο NBC η Δρ. Χίλαρι Ρένο, καθηγήτρια ιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον.
Η χλαμυδίωση αποτελεί γενικά μια «σιωπηρή νόσο» επειδή το 75% των γυναικών και το 50% των ανδρών που έχουν μολυνθεί δεν εμφανίζουν συμπτώματα. Αν όμως υπάρξουν συμπτώματα, εμφανίζονται 1-3 εβδομάδες μετά την πιθανή επαφή με το μικρόβιο. Σύμφωνα με τους ειδικούς, τα χλαμύδια μπορεί να προκαλέσουν φλεγμονώδη νόσο της πυέλου. Εάν δεν αντιμετωπιστούν μπορεί να οδηγήσουν σε ουλώδη ιστό που καθιστά πιο δύσκολη την εγκυμοσύνη. Τα χλαμύδια μπορούν επίσης να προκαλέσουν δυνητικά θανατηφόρα έκτοπη ή εξωμήτρια κύηση.
Η ασθένεια μεταδίδεται μέσω της σεξουαλικής επαφής χωρίς προφυλάξεις (χωρίς προφυλακτικό) και είναι ιδιαίτερα συχνή σε σεξουαλικά ενεργούς εφήβους και νεαρούς ενήλικες. Μπορεί να μεταδοθεί και μέσω των χεριών, όταν έρθουν σε επαφή με τα γεννητικά όργανα. Επίσης η μητέρα που έχει μολυνθεί, μπορεί να μεταδώσει στο μωρό, κατά τον φυσιολογικό τοκετό. Τα βακτήρια αυτά μπορούν επίσης να προκαλέσουν μόλυνση των ματιών που ευθύνεται για την απώλεια όρασης 1,9 εκατομμυρίων ανθρώπων παγκοσμίως.