Με ένα μαχαίρι της αρχαίας ελληνικής τέχνης στο ζωνάρι του και με δώδεκα χρυσά δαχτυλίδια κρυμμένα στο σαρίκι του, ο Ινδός έμπορος Αχμέτ Μπονούρ έφτασε στο Καλάτ.
Με το καραβάνι του διέσχιζε την έρημο του Μπαλοχιστάν, όταν έξαφνα δέχτηκε επίθεση ίσως από Σουνίτες, τουλάχιστον όπως ο ίδιος υπέθεσε αρχικά και οι οποίοι τον διέλυσαν. Κατόπιν, περιπλανήθηκε για δυο ολόκληρες μέρες ολομόναχος, ώσπου έφτασε σ’ ένα λόφο. Στην κορυφή του διέκρινε μια πυραμίδα. Η καμήλα του σκόνταψε στο αμμώδες έδαφος και το ένα πόδι της καταβυθίστηκε. Έτσι, ο Αχμέτ, που εν τω μεταξύ είχε πηδήξει από την καμήλα του για να τη βοηθήσει, διαπίστωσε ότι επρόκειτο για την οροφή μιας υπογείου στοάς, που είχε υποχωρήσει από το βάρος του ζώου.
Ο Αχμέτ τρύπωσε μέσα στην υπόγεια στοά, αλλά το πυκνό σκοτάδι τον εμπόδιζε να διακρίνει το παραμικρό. Αφού έφτιαξε μια πρόχειρη δάδα, χρησιμοποιώντας ένα πανί που το είχε εμποτίσει με λίπος, ξανακατέβηκε στο υπόγειο άνοιγμα κι αυτή τη φορά προχώρησε αρκετά.
Σε λίγο, έφτασε σε μια ευρύχωρη αίθουσα, που τη σκέπαζε ένας ψηλός θόλος. Περίτεχνες παραστάσεις από διάφορα ζώα, κράνη και όπλα της μακεδονικής εποχής στόλιζαν το εσωτερικό του θόλου. Στο κέντρο της ευρύχωρης αυτής αίθουσας βρισκόταν ένας αρχαίος τάφος και παραπλεύρως, ήταν τοποθετημένα τα αφιερώματα προς τον νεκρό. Υδρίες με σπάνιες και θεσπέσιας τέχνης παραστάσεις, χρυσά δαχτυλίδια και όπλα.
Ο Αχμέτ άρπαξε όσα περισσότερα μπόρεσε από τα πολύτιμα αυτά αφιερώματα και βγήκε έξω. Έκρυψε τον θησαυρό του ανάμεσα στην κουβέρτα που είχε πάνω στην καμήλα του, στο σαρίκι του και στο ζωνάρι του. Εκείνο όμως που τον είχε ξετρελάνει, ήταν το μαχαίρι με τη χρυσή λαβή, που το στόλιζαν αστραφτερά πετράδια.
Όταν ξεκίνησε να φύγει, σε κάποιο σημείο της διαδρομής αποφάσισε να ξαποστάσει. Τον πήρε ο ύπνος και τότε δέχτηκε επίθεση από ληστές, που του έκλεψαν τα ανεκτίμητα ευρήματά του. Δεν κατόρθωσαν όμως να βρουν τα δώδεκα δαχτυλίδια, που τα είχε κρύψει στο σαρίκι του και το λατρεμένο του μαχαίρι με την κομψή λαβή, που φώλιαζε στο ζωνάρι του.
Αιμόφυρτος, σύρθηκε στην έρημο, μέχρι που τον παρέλαβε ένα διερχόμενο καραβάνι, που τελικά τον οδήγησε στο Καλάτ. Εκεί, ένας δικαστής που είχε σπουδάσει στο Παρίσι, εξέτασε τα αρχαιολογικά ευρήματα και αποφάνθηκε ότι ανήκαν στην αρχαία ελληνική εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Μάλιστα, ένα από τα δαχτυλίδια έφερε παράσταση ενός ωραίου ανδρός, με τη χαρακτηριστική μύτη της εποχής και θεωρήθηκε ότι επρόκειτο για τον Μεγάλο Αλέξανδρο, δεδομένου ότι το Μπαλοχιστάν είχε υποταχθεί στον Μακεδόνα κατακτητή.
Προφανώς, ο τάφος κάτω από την πυραμίδα φαίνεται πως ανήκε σε κάποιον Μακεδόνα στρατηγό. Απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων ζουν ακόμα στην έρημο του Μπαλοχιστάν και δε μοιάζουν καθόλου, ούτε στη φυσιογνωμία, αλλά ούτε και στους τρόπους, με τους γηγενείς κατοίκους της ερήμου. Σύμφωνα με τοπικούς θρύλους, αυτοί ακριβώς οι απόγονοι φυλάττουν τους τάφους των προγόνων τους από συλήσεις και βανδαλισμούς και ίσως αυτοί ακριβώς επιτέθηκαν στον Αχμέτ, προκειμένου να επανακτήσουν τους θησαυρούς των προγόνων τους και να εξασφαλίσουν την ηρεμία στον αιώνιο ύπνο των νεκρών τους.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΕΜΠΡΟΣ», στις 20/03/1953…