του Άγγελου Συρίγου –
Από το 1996 είχε καθιερωθεί στα νερά των Ιμίων να περιπολούν κυρίως πλοία της Ακτοφυλακής των δύο χωρών. Στην πραγματικότητα, οι δύο πλευρές καταγράφουν τη ναυτική παρουσία τους στην περιοχή, επιδιδόμενες σε έναν ανταγωνισμό και σε παρενοχλήσεις, οι οποίες, όμως, ήταν οριοθετημένες, με την έννοια ότι απέφευγαν ενέργειες, οι οποίες θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε σύγκρουση.
Αυτή τη φορά, η τουρκική πλευρά υπερέβη το πλαίσιο. Με την προσπάθεια εμβολισμού του «Γαύδος» έστειλαν ένα μήνυμα, το οποίο η Αθήνα οφείλει να αξιολογήσει για να προσαρμόσει την τακτική της. Είχε προηγηθεί μία αντίστοιχη εκφοβιστική ενέργεια στις 18 Ιανουαρίου. Μία ένδειξη ότι επρόκειτο για σχεδιασμένο επεισόδιο είναι ότι τη στιγμή του εμβολισμού υπήρχαν στην περιοχή επτά τουρκικά σκάφη. Είναι ενδεικτικό ότι εναντίον του αλουμινένιου «Γαύδος» επιτέθηκε ένα μεγαλύτερο και πολύ βαρύτερο (κατασκευασμένο από χάλυβα) τουρκικό.
Ότι επρόκειτο για σχεδιασμένη ενέργεια συνηγορούν και δηλώσεις τόσο του Ερντογάν όσο και του Γιλντιρίμ, παρότι ο Τούρκος πρωθυπουργός, στη συνομιλία με τον Έλληνα ομόλογό του, επιχείρησε να αποφορτίσει την ένταση. Το μήνυμα, άλλωστε, είχε σταλεί και προς την Αθήνα και προς τη Λευκωσία. Ταυτοχρόνως, εξουδετέρωσε πολιτικά την κεμαλική αντιπολίτευση, η οποία υπερακοντίζει σε επεκτατισμό όσον αφορά το Αιγαίο και την Κύπρο, και προσέφερε στην τουρκική κοινή γνώμη την εντύπωση μίας νίκης, όταν οι στρατιωτικές επιχειρήσεις στο Αφρίν δεν πηγαίνουν καλά.
Κρίνοντας και από τη γενικότερη στάση του Ερντογάν και από το διπλωματικό μπραντεφέρ με την Ουάσιγκτον, είναι σαφές πως ο εμβολισμός της ελληνικής ακταιωρού θα λειτουργούσε ως απόδειξη αποφασιστικότητας. Προφανώς, από τη στιγμή που η Άγκυρα υπερέβη τα παραδοσιακά όρια, δεν θα διστάσει να υπερβεί και πάλι.
Αυτό σημαίνει ότι το παραδοσιακό πλαίσιο συμπεριφοράς των δύο πλευρών ουσιαστικά παύει να υφίσταται. Ως εκ τούτου, η Αθήνα –και στο επίπεδο της πολιτικής ηγεσίας και στο επίπεδο της στρατιωτικής ηγεσίας– είναι υποχρεωμένη να εξάγει τα συμπεράσματά της και κυρίως να προσαρμόσει τα επιτελικά σχέδια και τις καθημερινές κινήσεις στα νέα δεδομένα.
Πηγή: https://slpress.gr