Όταν κατά τον 16ο αιώνα έφταναν στην Ισπανία, η οποία τότε θεωρούνταν ως η πλέον πολιτισμένη χώρα του κόσμου, οι πρώτες ειδήσεις για την ανακάλυψη στο Μεξικό πόλεων υψηλού πολιτισμού με επιβλητικά πέτρινα κτίρια και ναούς, κανένας δεν ήθελε να τις πιστέψει.
Κατά τις αντιλήψεις εκείνης της εποχής, φαινόταν απίστευτο ότι ήταν δυνατό να υπάρχει εκτός Ευρώπης ένας λαός, ο οποίος μάλιστα δεν πίστευε στην Καθολική Εκκλησία, τόσο πολιτισμένος και πνευματικά ανώτερος, όπως έλεγαν οι ειδήσεις για τους Μάγια του Γιουκατάν. Για αιώνες ολόκληρους, πλήρης άγνοια επικρατούσε στην Ευρώπη για τον ισχυρό λαό των Μάγια και για τον πολιτισμό τους.Μόλις στα μέσα του 19ου αιώνα, όταν ο Γερμανός Αλεξάντερ φον Χούμπολτ, κατά το ταξίδι του στην Αμερική, ανακάλυψε στη Χερσόνησο του Γιουκατάν μισοθαμμένα κάτω από τη γη και την πλούσια τροπική βλάστηση, τα ερείπια τεράστιων κτιρίων και γιγαντιαίων πυραμίδων, αφυπνίστηκε το γενικό ενδιαφέρον και άρχισαν σχετικές εξερευνήσεις.Το 1934, νοτιοαμερικανικές αποστολές ενεργούσαν ανασκαφές για να εκθάψουν τα λείψανα του πολιτισμού των Μάγια και προσπαθούσαν να ερμηνεύσουν τις επιγραφές που ήταν χαραγμένες στα πέτρινα ερείπια.Ένα από τα κυριότερα λείψανα της εποχής των Μάγια είναι το Τσιτσέν Ιτζά, δηλαδή η
“Πόλη στο Στόμα του Φρεατίου του Ιτζά”, η οποία υπήρξε η αγία πόλη και τόπος προσκυνήματος ολόκληρου του βασιλείου των Μάγια. Την ακμή της αυτή, η πόλη τη χρωστούσε στο πηγάδι της, που ήταν μοναδικό μέσα στην πετρώδη και άνυδρη εκείνη έκταση.Ήταν ένα αστείρευτο πηγάδι, διαμέτρου 30 μέτρων, κλεισμένο ολόγυρα με τοίχους ύψους 15 μέτρων και στο πηγάδι αυτό πίστευαν οι Μάγια ότι κατοικούσε ο θεός της βροχής Κουκουλκάν, τον οποίο απεικόνιζαν με τη μορφή φτερωτού δράκοντα.Όταν το 1541 ο τελευταίος βασιλιάς των Μάγια Τουτούλ-Ξιού ηττήθηκε από τον Ισπανό κατακτητή Φρανσίσκο ντε Μοντέχο και κυρίαρχοι πια οι Ισπανοί υπέταξαν όλη τη χώρα, το περίφημο πηγάδι περιέπεσε σε αφάνεια. Ο ναός του θεού της βροχής, ο οποίος ήταν κτισμένος επάνω σε μια πυραμίδα ύψους 30 μέτρων και ο οποίος διατηρείται ακόμα σχεδόν ανέπαφος, εγκαταλείφθηκε από τους ιερείς του, που οι τόσο θρησκόληπτοι Ισπανοί κατακτητές καταδίωκαν αμείλικτα. Οι απόγονοι, όμως, της τόσο άλλοτε υπερήφανης και ισχυρής φυλής των Μάγια, διατηρούσαν την παράδοση.Ένας από τους λίγους χρονικογράφους του Γιουκατάν, ο Επίσκοπος Ντιέγκο ντε Λάντα, διηγούνταν μεταξύ άλλων πως στον καιρό του ακόμη, οι επιζήσαντες κάτοικοι του Γιουκατάν πίστευαν ότι οι Μάγια πρόσφεραν παρθένες στον θεό της βροχής και ότι στο πηγάδι της Ιτζά θα υπήρχαν αμύθητοι θησαυροί, τους οποίους μαζί με τις παρθένες έριχναν εκεί μέσα οι πιστοί ως προίκα τους.Εκτός των βαρύτιμων κοσμημάτων με τα οποία ήταν στολισμένες οι νύφες αυτές του θανάτου, όλοι οι παριστάμενοι έριχναν άνθη και πολύτιμα κοσμήματα από χρυσάφι και πολύτιμα πετράδια. Εν τούτοις, για ολόκληρους αιώνες κανένας δε θέλησε να πιστέψει τα γραφόμενα του Επισκόπου ντε Λάντα και οι διηγήσεις του θεωρούνταν ως παραμύθι.Όταν άρχισαν οι συστηματικές έρευνες των ερειπίων των Μάγια, οι αρχαιολόγοι ασχολήθηκαν και με το βιβλίο του Ισπανού Επισκόπου. Αν έλεγε την αλήθεια, τότε θα έπρεπε στο βάθος του πηγαδιού να βρίσκονται ακόμη τα οστά των παρθένων, καθώς και ο θησαυρός.Με ειδικά μηχανήματα άρχισε η επιμελής έρευνα του βυθού. Αλλά επί εβδομάδες ολόκληρες δεν ανέσυραν παρά λάσπη και σκουπίδια. Σκέφτονταν να εγκαταλείψουν πλέον τις αναζητήσεις και να θεωρήσουν τη διήγηση του Επισκόπου οριστικά ως παραμύθι, όταν μια μέρα τα δίχτυα του μηχανήματος ανέσυραν μερικά κιτρινισμένα ανθρώπινα οστά. Φαινόταν ότι αφού ο βυθός είχε καθαριστεί από το στρώμα της λάσπης που είχε επικαθίσει έπειτα από τόσους αιώνες, αποκάλυπτε σιγά-σιγά τους θησαυρούς του.Τα δίχτυα πλέον είχαν αρχίσει να φέρνουν στην επιφάνεια αμύθητους θησαυρούς, διάφορα λίθινα και ορειχάλκινα αντικείμενα θαυμάσιας τέχνης, διάφορα σκεύη, χρυσά αγαλμάτια, χρυσά κοσμήματα, πολύτιμα πετράδια και ακόμη σωρούς από ανθρώπινα οστά. Σε πολλά από τα οστά αυτά κρέμονταν ακόμα τα χρυσά βραχιόλια των παρθένων.Ο Επίσκοπος Ντιέγκο ντε Λάντα δεν είχε διηγηθεί παραμύθια και η Επιστήμη τίναζε πλέον το πέπλο του μυστηρίου, το οποίο κάλυπτε ένα από τα φρικιαστικότερα δράματα των αιώνων.Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Η ΒΡΑΔΥΝΗ”, στις 21/09/1934…