Στο greek-observatory και τις Ειδήσεις Σεβόμαστε την ιδιωτικότητά σας

Εμείς και οι συνεργάτες μας αποθηκεύουμε ή/και έχουμε πρόσβαση σε πληροφορίες σε μια συσκευή, όπως cookies και επεξεργαζόμαστε προσωπικά δεδομένα, όπως μοναδικά αναγνωριστικά και τυπικές πληροφορίες που αποστέλλονται από μια συσκευή για εξατομικευμένες διαφημίσεις και περιεχόμενο, μέτρηση διαφημίσεων και περιεχομένου, καθώς και απόψεις του κοινού για την ανάπτυξη και βελτίωση προϊόντων.

Με την άδειά σας, εμείς και οι συνεργάτες μας ενδέχεται να χρησιμοποιήσουμε ακριβή δεδομένα γεωγραφικής τοποθεσίας και ταυτοποίησης μέσω σάρωσης συσκευών. Μπορείτε να κάνετε κλικ για να συναινέσετε στην επεξεργασία από εμάς και τους συνεργάτες μας όπως περιγράφεται παραπάνω. Εναλλακτικά, μπορείτε να αποκτήσετε πρόσβαση σε πιο λεπτομερείς πληροφορίες και να αλλάξετε τις προτιμήσεις σας πριν συναινέσετε ή να αρνηθείτε να συναινέσετε. Λάβετε υπόψη ότι κάποια επεξεργασία των προσωπικών σας δεδομένων ενδέχεται να μην απαιτεί τη συγκατάθεσή σας, αλλά έχετε το δικαίωμα να αρνηθείτε αυτήν την επεξεργασία. Οι προτιμήσεις σας θα ισχύουν μόνο για αυτόν τον ιστότοπο. Μπορείτε πάντα να αλλάξετε τις προτιμήσεις σας επιστρέφοντας σε αυτόν τον ιστότοπο ή επισκεπτόμενοι την πολιτική απορρήτου μας.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας.Δες περισσότερα εδώ.
ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ

Το φριχτό στοίχειωμα του συνοικισμού Συγγρού, το 1928 (Μέρος 2ο)…

Πριν ξετυλιχθεί το κουβάρι των όσων διαδραματίστηκαν στο στοιχειωμένο σπίτι από τη στιγμή του θανάτου του επτάχρονου παιδιού της χήρας Ελένης Παπουτσιδάκη, καθώς και τις συνεχείς εμφανίσεις του φαντάσματος του όμορφου ξανθού κοριτσιού, ο δημοσιογράφος της εφημερίδας “Η ΒΡΑΔΥΝΗ” περιγράφει την επίσκεψη της εντεταλμένης ομάδας στο εν λόγω σπίτι στο συνοικισμό Συγγρού, αναφέροντας ακριβώς τα γεγονότα και αφήνοντας τον Άγγελο Τανάγρα, ως τον καθ’ εξοχήν ειδικό, να δώσει την εξήγηση.Οι αφηγήσεις όλων όσων είδαν το φάντασμα συνέπιπταν. Συνομολογούσαν πως τούτο εμφανιζόταν μόνο δύο φορές την εβδομάδα, τη νύχτα της Τρίτης προς την Τετάρτη και τη νύχτα της Παρασκευής προς το Σάββατο, πάντοτε σχεδόν στις 12:30 μετά τα μεσάνυχτα.Την Παρασκευή 9 Μαρτίου του 1928, στις 10:30 το βράδυ, η ομάδα που θα μελετούσε τα παράξενα φαινόμενα του σπιτιού συγκεντρώθηκε στα γραφεία της εφημερίδας. Ανάμεσά τους ήταν ο Άγγελος Τανάγρας, Πρόεδρος της Εταιρείας Ψυχικών Ερευνών, ο Γραμματέας της νευρολόγος κύριος Κωνσταντινίδης, ο ιατρός Μ. Κανελλόπουλος, οι δημοσιογράφοι Παρθένης και Φαλτάιτς, δύο κυρίες συντακτών, ο δύσπιστος Τηλέμαχος Κοσμίδης, μια προσφυγοπούλα που κατοικούσε στον συνοικισμό και η οποία παρακολουθούσε όλη την ιστορία από την αρχή και τους οδήγησε σε διάφορα σπίτια, η δεσποινίδα Μαρία Στραβαρίδου και ο συντάκτης του άρθρου.Υπήρχαν αρκετοί αυτόπτες μάρτυρες, επιστήμονες και ειδικοί στη μελέτη των ψυχικών φαινομένων. Έτσι, θα αποκλειόταν η απάτη λόγω παραίσθησης. Όλοι μαζί πήραν το τραμ, εκτός του κυρίου Παρθένη που θα ερχόταν αργότερα και ξεκίνησαν για το στοιχειωμένο σπίτι.Δεν ήταν ακόμη 23:00 κι όμως, όλος ο συνοικισμός κοιμόταν. Τα περισσότερα σπίτια ήταν σκοτεινά, με σβησμένα φώτα.Η λεωφόρος Καισαριανής, πλατιά, ανοιχτή, με τον Υμηττό στο βάθος, ντυμένο με μια θαμπή, ασημένια αχλή που έχυνε το φεγγάρι θωπευτικά στη ράχη του, είχε μια μεγαλοπρέπεια σχεδόν αρχαϊκή, μυστικιστική.Η Καισαριανή… Η συνοικία με τα φροντισμένα, στενόχωρα, χαμηλοτάβανα σπιτάκια, που χωρούσαν ευρύχωρα, όμως, και ευθυτενώς το υπερήφανο μικρασιατικό παρελθόν μιας αλλοτινής άνετης ζωής.Μπαίνοντας πια μέσα στον συνοικισμό, διέσχιζαν δρομάκια σκοτεινά, σιωπηλά, λίγο τρομαγμένα θαρρείς. Τα φανάρια ήταν τόσο αραιά και το φως τους ήταν τόσο φειδωλό, ώστε πολλές φορές ο Άγγελος Τανάγρας αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει τον ηλεκτρικό φανό του, για να μην πέσουν μέσα σε κάποιον λασπωμένο λάκκο.Προχωρούσαν ήσυχα προς την οδό Ελευσίνος. Παντέρημη και βουβή, περισσότερο από κάθε άλλη στράτα που απάντησαν στο διάβα τους. Δεν ακουγόταν άχνα. Δε σάλευε τίποτε. Δεξιά, απλωνόταν μια σειρά από σπίτια βαμμένα με σκούρο μολυβί, σχεδόν μαύρο χρώμα. Πένθιμα, μελαγχολικά, άλαλα. Απέναντί τους, στεκόταν ένα οίκημα μοναχό, αποκομμένο από τα υπόλοιπα.-Το στοιχειωμένο σπίτι, είπε ο συντάκτης της εφημερίδας, δείχνοντας κατά κει.-Ψύχρα δεν κάνει ξαφνικά; παρατήρησε μια από τις κυρίες της παρέας και κοντοστάθηκε.Βάδιζαν προς τον κατάμαυρο διάδρομο. Ο Άγγελος Τανάγρας έφεξε με τον φανό του και ο συντάκτης ξέσφιξε τον σπάγκο, με τον οποίο ήταν δεμένη προχείρως η πόρτα. Την έσπρωξε και μπροστά τους εξαπλώθηκε μια εβένινη βουβαμάρα, που τους μούδιασε τα μέλη.Σε μια στιγμή βρίσκονταν όλοι στο εσωτερικό του. Η Μαρία Στραβαρίδου, με ένα δυο άλλους της παρέας, πετάχτηκαν έως το σπίτι της, που απείχε μόλις λίγα βήματα, για να φέρουν μια λάμπα και μερικά καθίσματα.Με τι ανακούφιση υποδέχτηκαν τη φωτοχυσία, που ζέστανε κάπως και την τρεμάμενη ψυχή τους…Η ώρα ήταν 11:10 μ.μ.Το στοιχειωμένο σπίτι ήταν όλο κι όλο ένα μικρό τετράγωνο δωμάτιο, με μια κουζινούλα προς τα δεξιά της εισόδου, που χωρίζονταν μεταξύ τους με μια φτενή, τζαμένια πόρτα. Η κουζίνα ήταν τόσο μικρή, που έμοιαζε περισσότερο με κρυψώνα παιδιού. Κατασκότεινη, περίεργη κουζίνα…Ένας τσιγκούνης φεγγίτης ίσα που άνοιγε από πάνω, για να πέσει μέσα μια στάλα φεγγαριού και στον τοίχο μια ετοιμόρροπη πιατοθήκη.Μέσα στο κυρίως δωμάτιο υπήρχαν δυο καβαλέτα, μια κάσα φασκιωμένη με χρωματιστά κουρελόρουχα, τα “ρούχα του μάγου”, τους είπε η Μαρία Στραβαρίδου, ο οποίος ήρθε και πέρασε τρεις μονάχα νύχτες εκεί μέσα, έως ότου είδε κι αυτός το φάντασμα και λάκισε αξημέρωτα. Πιο κει, ένα μικρό κιβώτιο με σκονισμένα εργαλεία και τίποτε άλλο.Στη γωνιά, απέναντι από την πόρτα της κουζίνας, χώραγε μετά βίας το κρεβάτι των ανθρώπων που διαδοχικά το κατοίκησαν. Το έδαφος ήταν σκαμμένο. Το είχε σκάψει μια νύχτα η δύσμοιρη χήρα Ελένη Παπουτσιδάκη, η μητέρα του επτάχρονου παιδιού που σκοτώθηκε, μετά τη φριχτή προφητεία του φαντάσματος. Το σκάψιμο έμεινε στη μέση, γιατί τη διέκοψε με βάρβαρες, απειλητικές ματιές το φάντασμα της ξανθιάς κοπέλας.Αποφάσισαν τότε να χαμηλώσουν το φως της λάμπας. Η ατμόσφαιρα έγινε μεμιάς τρομακτική. Για να ξοδέψουν τον χρόνο της αναμονής, η παρέα κίνησε να μοιράζεται ιστορίες παράδοξες, ιστορίες μυστηρίου και φαντασμάτων.Στις 23:30 κατέφτασε και ο κύριος Παρθένης, ο οποίος ρώτησε έναν νυχτοφύλακα να του υποδείξει πού θα έβρισκε το περιβόητο στοιχειωμένο σπίτι.-Μην πας εκεί μέσα, παιδί μου, γιατί θα σκιαχτείς! Θα πεταχτεί το φάντασμα κατά πάνω σου!, είπε ο νυχτοφύλακας στον δημοσιογράφο, δείχνοντάς του τον δρόμο.Μακριά ακούστηκαν δυο πιστολιές και κάποιος παρατήρησε το εξής:-Βρε παιδιά, έτσι που είμαστε όλοι μαζί μαζεμένοι, αν μας πάρει μυρωδιά η γειτονιά, θα νομίσουν οι άνθρωποι πως βγήκε απόψε μια ολόκληρη συμμορία από φαντάσματα. Ο κόσμος δε γνωρίζει πως επρόκειτο να έρθουμε. Μπορεί να μας αρχίσουν στις πιστολιές, να μας πετάξουν πέτρες, να τρομάξουν τα παιδιά και οι γυναίκες τους…Η παρατήρηση ήταν λογική. Σκέφτηκαν πως θα ήταν καλύτερο να ειδοποιήσουν κάποιον. Βγήκε ένας έξω, λοιπόν, και κάλεσε δυο νυχτοφύλακες που προχωρούσαν στον δρόμο, τυλιγμένοι σε βαριές κάπες και με μαγκούρες στα χέρια.Ήταν δύο άντρες ψηλοί, ο ένας, μάλιστα, μεγαλοπρεπής και επιβλητικός. Τους διηγήθηκαν ότι πολλές φορές είχαν εισβάλει στο σπίτι τούτο, αλλά δεν είδαν τίποτε. Άλλωστε, δεν πίστευαν και στα φαντάσματα.Βέβαια, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των γειτόνων, το φάντασμα του όμορφου ξανθού κοριτσιού ποτέ δεν εμφανιζόταν σε παρέες αντρών. Έπρεπε να υπάρχει τουλάχιστον μία ή περισσότερες γυναίκες. Γι’ αυτό, άλλωστε, είχαν πάρει μαζί τους και τόσες γυναίκες.Οι νυχτοφύλακες, αφού κάπνισαν μαζί τους ένα τσιγάρο, τους καληνύχτισαν και έφυγαν.Δίπλα στην είσοδο του δωματίου, ο τοίχος ήταν χαλασμένος και έχασκε μια τρύπα.-Από δω έβγαινε το φάντασμα πριν χτιστεί το κουζινάκι, είπε η Μαρία Στραβαρίδου και ο δημοσιογράφος που καθόταν κοντά, τράβηξε την καρέκλα παράμερα, προς την έξοδο του σπιτιού, έτσι, για σιγουριά.Η ώρα ήταν 12 ακριβώς. Μεσάνυχτα.Πια είχαν σβήσει εντελώς τη λάμπα και κάθονταν όλοι στα σκοτεινά, με τα μάτια καρφωμένα προς το μέρος της κουζίνας. Ακόμη και η ομιλία τους διεξαγόταν σε τόνο χαμηλό, δειλό.Τότε, ακούστηκε καθαρά η σταθερή φωνή του Άγγελου Τανάγρα:-Η προσοχή σας να είναι στραμμένη προς την κουζίνα. Μόλις κάποιος δει ή ακούσει κάτι, να μου το πείτε. Μην πάρετε τα μάτια σας, όμως, ακόμη κι αν τρομάξετε. Να κοιτάζετε με προσήλωση.Πάσχιζαν να είναι απολύτως ήρεμοι και ψύχραιμοι. Μια παγωνιά ανηφόριζε από τα πόδια τους και τους έπιασε τρέμουλο.Ξάφνου, ακούστηκαν βογγητά. Η πρότερη αταραξία έσπασε σε χίλια κομμάτια. Την πρώτη φορά σκέφτηκαν πως ίσως προέρχονταν από κάποιο παιδάκι διπλανού σπιτιού, που πιθανόν αναστέναζε στον ύπνο του.Μα, δέκα λεπτά αργότερα, άκουσαν πάλι τον ίδιο ήχο. Δε φαινόταν να προέρχεται από άλλο σπίτι, αλλά έβγαινε από την κουζίνα και μάλιστα, από το πάτωμά της, από όπου πιστευόταν πως ήταν θαμμένη, χωρίς να βρίσκει ανάπαυση ακόμα και στον τάφο της, η δολοφονημένη νέα.Δεν ήξεραν πού οφείλονταν τα βογγητά ετούτα, αλλά έμοιαζαν με άνθρωπο που πάλευε να φωνάξει, καθώς πνιγόταν ή που πιεζόταν κατάστηθα από μεγάλο βάρος.Τα ίδια βογγητά, πνιχτά και μακρόσυρτα, αντιλάλησαν και τρίτη και τέταρτη φορά, πάντοτε από το βάθος της κουζίνας. Ένας πνευματιστής θα έλεγε πως μόλις άρχιζε η φανέρωση της παρουσίας μιας άυλης οντότητας μέσα στο στοιχειωμένο σπίτι.Ο κύριος Τηλέμαχος Κοσμίδης, ωστόσο, ήταν εκείνος που πίστευε σε αυτά τα μεταφυσικά φαινόμενα λιγότερο από όλους τους. Ουσιαστικά, τα περιφρονούσε και τα θεωρούσε παιδαριώδη. Αίφνης, στις 12:30 ακριβώς, αυτός ο ανεπηρέαστος, λογικότατος και δύσπιστος άντρας ύψωσε το χέρι του, δείχνοντας προς την κουζίνα, ρωτώντας τον Άγγελο Τανάγρα:-Μα, τι είναι τούτο;Ο Πρόεδρος της Εταιρείας Ψυχικών Ερευνών άναψε αμέσως το ηλεκτρικό. Ο κύριος Κοσμίδης τους αποκάλυψε με σπασμένη φωνή πως είχε δει καθαρότατα, κατά τρόπον που απέκλειε κάθε απάτη, ένα αλλόκοτο φως μες στην κουζίνα, στο πάτωμα συγκεκριμένα, που ήταν χλομό κι ασθενικό.Εν τω μεταξύ, η σύζυγος του Γενικού Αρχιάτρου Αργυρίου Χρηστίδη, λίγες μέρες νωρίτερα, είχε ένα περίεργο όνειρο, που το αφηγήθηκε ως εξής:-Την περασμένη Τρίτη τη νύχτα είδα ένα αλλόκοτο όνειρο. Πήγα στο στοιχειωμένο σπίτι, στον συνοικισμό Συγγρού και είδα μέσα στην κουζίνα μια νέα με ξανθά μαλλιά, η οποία βαστούσε ένα φτυάρι και μου είπε: “Σκάψε εδώ”. Άρχισα, τότε, να σκάβω, αλλά η εργασία δεν προχωρούσε. Στράφηκα και είπα: “Πρέπει να γίνει σκότος και ησυχία εδώ μέσα”. Και την ίδια στιγμή αισθάνθηκα τα έπιπλα και όλο το δωμάτιο να κινούνται με τρόπο παράξενο και ένα βάρος με πίεζε. Φαίνεται ότι αγωνιούσα στον ύπνο μου, διότι ο σύζυγός μου ξύπνησε και με σκούντηξε.Αξίζει να σημειωθεί πως η κυρία Χρηστίδου είχε επισκεφτεί το στοιχειωμένο σπίτι προ καιρού.Πάντως, το σκάψιμο έπαιξε μεγάλο ρόλο σ’ αυτή την ιστορία, όπως θα δούμε παρακάτω.Συνεχίζεται…Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Η ΒΡΑΔΥΝΗ”, στις 11/03/1928…
Tags
Back to top button