Οι ελληνοβουλγαρικές σχέσεις από την δεκαετία του 1870 και έπειτα, ήταν τεταμένες. Στο χειρότερο σημείο τους βρέθηκαν την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα, με τον μακεδονικό αγώνα στην κορύφωσή του. Υπήρξε στην συνέχεια συγκυριακή συμμαχία εναντίον της οθωμανικής αυτοκρατορίας κατά τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο. Στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Βουλγαρία, αφού αμφιταλαντεύτηκε, συντάχθηκε με τις Κεντρικές Αυτοκρατορίες και βρέθηκε στην πλευρά των ηττημένων.
Με την Συνθήκη του Νεϊγί (27/11/1919),η Βουλγαρία απώλεσε τη Δυτική Θράκη η οποία με τη Συνθήκη των Σεβρών (1920), παραχωρήθηκε στην Ελλάδα. Επίσης, η Βουλγαρία υποχρεώθηκε να παραχωρήσει στη Σερβία τα στρατηγικής σημασίας εδάφη Μποσίλεγκραντ, Τιμόκ, Τριν και στη Ρουμανία, τη Δοβρουτσά. Υπήρξε ειδική μέριμνα για την προστασία των μελών των μειονοτήτων που διαβιούσαν στο βουλγαρικό έδαφος, μία από τις οποίες ήταν και η ελληνική. Υπογράφτηκε ακόμα μια ελληνοβουλγαρική συνθήκη «περί αμοιβαίας και εθελουσίας μεταναστεύσεως των φυλετικών μειονοτήτων»
Η ένταση όμως στις ελληνοβουλγαρικές σχέσεις παρέμενε καθώς υπήρχαν οικονομικές κυρίως διαφορές και μεθοριακά επεισόδια που προκαλούσαν οι κομιτατζήδες.
Το επεισόδιο στο Τερλίς (Βαθύτοπος) το 1924
Οι κομιτατζήδες, ήταν μέλη των οργανώσεων ΙΜRΟ και ITRO. Εκτός από την Ελλάδα, έκαναν επιδρομές και στην Νοτιοσλαβία, (τέως Γιουγκοσλαβία) και δρούσαν με την ανοχή, αν όχι με τη στήριξη, των επίσημων βουλγαρικών αρχών.
Τα χωριά Τερλίς (σημ. Βαθύτοπος), Λόφτσα (σημ. Ακρινό) και Καράκιοϊ (σημ.Κατάφυτο), δόθηκαν στην Ελλάδα με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (1913). Κατοικούνταν σχεδόν αποκλειστικά, από βουλγαρικό πληθυσμό.
Στις 26 Ιουλίου 1924, οι κάτοικοι του Τερλίς, είχαν συγκεντρωθεί στην πλατεία του χωριού και συζητούσαν για την εθελοντική ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας, καθώς η σχετική προθεσμία, έληγε 5 μέρες αργότερα, στις 31 Ιουλίου 1924. Τότε, ακούστηκαν πυροβολισμοί και εκρήξεις από ένα γειτονικό φαράγγι.
Ο επικεφαλής αξιωματικός της περιοχής, ταγματάρχης Καλαμπαλίκης διέταξε τη σύλληψη 70 εθνικιστών χωρικών από τα τρία χωρία. Την επόμενη μέρα, Κυριακή 27 Ιουλίου 1924, ανέθεσε στον Κρητικό Υπολοχαγό Δοξάκη και 10 στρατιώτες, να μεταφέρουν 27 από τους συλληφθέντες, αρχικά στη Βροντού και στη συνέχεια στις Σέρρες. Ο Δοξάκης, δεν ακολούθησε την συνηθισμένη διαδρομή, αλλά ένα μονοπάτι που χρησιμοποιούνταν σπάνια. Επέστρεψε 5-6 ώρες αργότερα με τους στρατιώτες, λέγοντας ότι είχαν δεχθεί επίθεση από Βούλγαρους κομιτατζήδες.
Στη μάχη που ακολούθησε, 17 από τους κρατούμενους σκοτώθηκαν ενώ οι υπόλοιποι 10 κατάφεραν να διαφύγουν.
Να σημειώσουμε, ότι στην εξουσία βρισκόταν τότε η κυβέρνηση Θεμιστοκλή Σοφούλη και ότι παραμεθόριες περιοχές της Μακεδονίας, είχε επιβληθεί στρατιωτικός νόμος από την προηγούμενη κυβέρνηση Μιχαλακόπουλου και προκειμένου να μην διακοπούν οι διμερείς σχέσεις και εξαιτίας των διωγμών των Ελλήνων της Φιλιππούπολης και του Πύργου (Πλόβντιβ και Μπουργκάς αντίστοιχα σήμερα), ζητήθηκε από τον αντιπρόσωπο της χώρας μας και στην Κ.Τ.Ε. να προσφέρει βοήθεια.
Αυτός, αν και είχε ήδη «χρεωθεί» τη μεγάλη διπλωματική ήττα της Ελλάδας για το επεισόδιο «Tellini / Κέρκυρας (1923) (σχετικό άρθρο γράψαμε στο protothema. gr στις 28/8/2016), δεν είχε απομακρυνθεί από τη θέση του.
Ενεργώντας τελείως αυθαίρετα, άρχισε να διαπραγματεύεται με τον Βούλγαρο ομόλογό του Κρίστο Καλφόφ (Hristo Kalfov). Οι διαπραγματεύσεις, οδήγησαν στην υπογραφή δύο πρωτοκόλλων στις 29 Σεπτεμβρίου 1924 (Πρωτόκολλα Πολίτη – Καλφόφ), με τα οποία ουσιαστικά αναγνωριζόταν βουλγαρική μειονότητα στην Ελλάδα και δίνονταν εγγυήσεις για την προστασία της. Τυπώθηκε μάλιστα (στην Ελλάδα) και βουλγαρικό αλφαβητάριο (!), το Abecedar, για τους μαθητές της «μειονότητας» αυτής.
Η ελληνική κυβέρνηση, βρέθηκε σε δυσχερέστατη θέση, ενώ σφοδρότατη ήταν και η αντίδραση των Σέρβων, που προχώρησαν απροειδοποίητα σε καταγγελία της Συνθήκης του 1913. Μετά από πολλές παρασκηνιακές διαβουλεύσεις και διεργασίες, η Ελλάδα πέτυχε να μην εφαρμοστούν τα Πρωτόκολλα Πολίτη – Καλφόφ, κυρίως χάρη στον Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος εκπροσωπώντας τη χώρα μας στο Συμβούλιο της Κ.Τ.Ε, έδωσε ικανοποιητικές εξηγήσεις για τη συμπεριφορά της χώρας μας απέναντι στις μειονότητες.
Το επεισόδιο του Πετριτσίου
Στις 25 Ιουνίου 1925, ο Θεόδωρος Πάγκαλος (1878 – 1952), ανέτρεψε την κυβέρνηση του Ανδρέα Μιχαλακόπουλου και επέβαλε δικτατορικό καθεστώς.
Ο Πάγκαλος, είχε πλήρη άγνοια για το διεθνές γίγνεσθαι, όμως πάγια εμμονή του ήταν η επανέναρξη του πολέμου με την Τουρκία για την απελευθέρωση της Ανατολικής Θράκης και, αν αυτό ήταν εφικτό και της Μικράς Ασίας. Ανέθεσε μάλιστα στον τότε αρχηγό ΓΕΣ, Υποστράτηγο Πτολεμαίο Σαρηγιάννη την προετοιμασία για τις επικείμενες επιχειρήσεις. Τον Οκτώβριο του 1925, του δόθηκε η αφορμή να δείξει τις προθέσεις του…
Στις 19 Οκτώβριου 1925, συνέβηκε ένα σοβαρό μεθοριακό επεισόδιο στο 69ο συνοριακό φυλάκιο στο όρος Κερκίνη (Μπέλες), κοντά στη διάβαση Δεμίρ Καπού (Σιδηρές Πύλες). Συγκεκριμένα, οι Έλληνες στρατιώτες του φυλακίου, δέχτηκαν αιφνίδια πυρά από τους άνδρες του γειτονικού βουλγαρικού φυλακίου, από απόσταση 40 μέτρων περίπου, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν δύο από αυτούς.
Ανταποδίδοντας τα πυρά, οι Έλληνες σκότωσαν τρεις Βούλγαρος στρατιώτες. Ακούγοντας τους πυροβολισμούς, ο διοικητής του Λόχου Προκαλύψεως στον οποίο ανήκε το φυλάκιο, Λοχαγός Πεζικού Χ. Βασιλειάδης, από τα Άνω Πορόια, που ήταν η έδρα του, κρατώντας λευκή σημαία, κινήθηκε προς το βουλγαρικό φυλάκιο. Δέχθηκε όμως καταιγισμό πυρών και σκοτώθηκε ακαριαία. Το περιστατικό, έγινε γύρω στις 14.00 της 19/10/1925. Για το πώς ξεκίνησε, υπάρχουν δύο εκδοχές:
Σύμφωνα με την πρώτη, καθώς τα δύο φυλάκια βρισκόταν πολύ κοντά, Έλληνες και Βούλγαροι στρατιώτες, έπαιζαν μαζί πρέφα… Κάποια στιγμή διαπληκτίστηκαν, στη «Στρατιωτική Γεωγραφία» 1957, ΤΟΜΟΣ Γ’, σελ. 160 αναφέρεται ότι η αιτία του διαπληκτισμού ήταν το ότι “οι Έλληνες δεν ετήρουν τους κανόνες του παιχνιδιού», οι Βούλγαροι αφού επέστρεψαν στο φυλάκιο τους, πυροβόλησαν και σκότωσαν τους δύο Έλληνες.
Σύμφωνα με τη δεύτερη εκδοχή, που είναι η επικρατέστερη στις ξένες πηγές, το επεισόδιο προκλήθηκε, όταν ο σκύλος ενός Έλληνα στρατιώτη μπήκε στο βουλγαρικό έδαφος, ο στρατιώτης προσπάθησε να τον φέρει πίσω στο ελληνικό, με αποτέλεσμα να δεχτεί τα βουλγαρικά πυρά και να σκοτωθεί. Γι’ αυτό τον λόγο το λεγόμενο «Επεισόδιο του Πετριτσίου», αναφέρεται συχνότερα διεθνώς ως The War of Stray Dog, δηλαδή «Ο Πόλεμος του αδέσποτου (περιπλανώμενου) σκύλου» παρά ως The Incident at Petrich,δηλ. το επεισόδιο (συμβάν) στο Πετρίτσι.
Η κατάσταση, ειδικά μετά την εν ψυχρώ δολοφονία του Λοχαγού Βασιλειάδη που κρατούσε λευκή σημαία, άρχισε να ξεφεύγει από κάθε έλεγχο. Απροπό, να αναφέρουμε ότι οι Βούλγαροι ισχυρίστηκαν πως οι άνδρες τους δεν διέκριναν τη λευκή σημαία ούτε καν τον Λοχαγό, λόγω της μάχης και του πυκνού καπνού!
Ο διοικητής του οικείου Τάγματος Προκαλύψεως, Αντισυνταγματάρχης Α. Σέργιος, έθεσε σε συναγερμό όλα τα γειτονικά φυλάκια. Υπήρξε άμεση κινητοποίηση από το Γ’ και το Δ’ Σώμα Στρατού και την 6η Μεραρχία. Ενημερώθηκε ο αρχηγός ΓΕΣ Σαρηγιάννης και έπειτα ο πρωθυπουργός και υπουργός Στρατιωτικών, Θ. Πάγκαλος. Φαίνεται ότι συνεχίστηκε η σποραδική ανταλλαγή πυροβολισμών ως το βράδυ, ενώ ένα τάγμα του βουλγαρικού στρατού κατέλαβε μια κορυφογραμμή μέσα στο ελληνικό έδαφος.
Το μεσημέρι της μεθεπόμενης του επεισοδίου, ο Έλληνας επιτετραμμένος στη Σόφια, επέδωσε στη βουλγαρική κυβέρνηση, νότα (διπλωματική διακοίνωση), με την οποία, ανάμεσα στα άλλα, ζητούνταν η άμεση ικανοποίηση τριών όρων:
i. Η έκφραση άμεσης λύπης και συγγνώμης από τη Βουλγαρία για τα συμβάντα
ii. Η καταβολή αποζημίωσης 6 εκατομμυρίων δραχμών στις οικογένειες των φονευθέντων και
iii. Η παραδειγματική τιμωρία του Βούλγαρου αξιωματικού που διέταξε την επίθεση εναντίον των ανδρών του ελληνικού φυλακίου.
Αντίγραφο της διακοίνωσης αυτής επιδόθηκε και στον ακόλουθο της βουλγαρικής πρεσβείας στην Αθήνα Ντάντσες, καθώς ο πρέσβης απουσίαζε. Η βουλγαρική πλευρά ισχυρίστηκε ότι αγνοούσε πλήρως το επεισόδιο και το «χρέωσε» στους κομιτατζήδες.
Την ίδια μέρα, υπουργός Εξωτερικών ανέλαβε ο Αλέξανδρος Χατζηκυριάκος μετά την επεισοδιακή παραίτηση του Κ. Ρέντη. Σε ευρεία κυβερνητική σύσκεψη, αποφασίστηκε η διακοπή της σιδηροδρομικής σύνδεσης με τη Βουλγαρία και η προετοιμασία στρατιωτικών μονάδων για προέλαση στο βουλγαρικό έδαφος.
Πραγματικά, το πρωί της 22ας Οκτωβρίου 1925, ελληνικές δυνάμεις μπήκαν στο βουλγαρικό έδαφος και κατέλαβαν το Πετρίτσι, το Λεβάνοβο και το Πέτσοβο. Η προέλαση έγινε σε μέτωπο 30 χλμ. σε βάθος ως και 10 χλμ. και η κατεύθυνση των Ελλήνων ήταν προς Κρέσνα και Τζουμαγιά.
Οι Βούλγαροι αμύνθηκαν κυρίως στο Πετρίτσι όμως ο βομβαρδισμός τους από το ελληνικό πυροβολικό τους έτρεψε σε φυγή. Οι απώλειες του Στρατού μας ήταν 5 νεκροί (1 αξιωματικός και 5 οπλίτες) και 9 τραυματίες (1 αξιωματικός και 8 οπλίτες). Η προέλαση των Ελλήνων στο βουλγαρικό έδαφος σταμάτησε μετά από εντολή του Θ. Πάγκαλου, ο οποίος ζήτησε να παραμείνουν στις θέσεις τους αναμένοντας διαταγές.
Η Σόφια επικέντρωσε τις δυνάμεις της στο διπλωματικό πεδίο.
Παράλληλα, αφού ενημέρωσε τις κυβερνήσεις της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Μ. Βρετανίας και της Νοτιοσλαβίας, απευθύνθηκε στον Γενικό Γραμματέα της Κοινωνίας των Εθνών ζητώντας την άμεση σύγκληση του Συμβουλίου, με βάση τα άρθρα 10 και 11 της ιδρυτικής Συνθήκης. Την ίδια εποχή, είχε υπογραφεί το Σύμφωνο του Λοκάρνο, που είχε γεμίσει αισιοδοξία τις κυβερνήσεις και τους λαούς της Ευρώπης για τερματισμό των πολέμων.
Ο Θ. Πάγκαλος δεν έδινε καμιά σημασία στη διπλωματία και πίστευε στην ισχύ των όπλων. Χαρακτηριστική είναι η απάντησή του στον Γάλλο πρεσβευτή που του επισήμανε τον κίνδυνο τιμωρίας από την Κ.Τ.Ε.: «Την γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια».
Οι Βούλγαροι βρήκαν ευκαιρία να βγουν από την απομόνωση στην οποία είχαν περιέλθει μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ η διεθνής κοινότητα έβλεπε τον Θ. Πάγκαλο ως ένα ανεύθυνο και επικίνδυνο ηγέτη. Παρά τις συμβουλές διπλωματών (Αγνίδης, Δενδραμής κ.ά.) για απόσυρση των ελληνικών στρατευμάτων από το βουλγαρικό έδαφος και προσφυγή στην Κ.Τ.Ε. λόγω των δολοφονιών του αξιωματικού και των οπλιτών, η ελληνική κυβέρνηση επέμενε στη στάση της. Ούτε η παρέμβαση της βρετανικής διπλωματίας άλλαξε κάτι.
Ο επικεφαλής του Φόρεϊν Όφις ,σερ Όστιν Τσάμπερλεν (Sir Austin Champerlain) πήγε αυτοπροσώπως στη Γενεύη (έδρα της Κ.Τ.Ε.) όπου στις 26 Οκτωβρίου συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση το Συμβούλιο του Οργανισμού υπό την προεδρία του A. Briand.
Αποφασίστηκε η εκκένωση των ξένων εδαφών από στρατεύματα των δύο χωρών και η απόσυρσή τους στα εθνικά εδάφη τους. Οι δυο χώρες συμμορφώθηκαν άμεσα. Συγκροτήθηκε πενταμελής επιτροπή, υπό την προεδρία του Βρετανού διπλωμάτη Rumbold. Η απόφαση της επιτροπής ήταν καταδικαστική για την Ελλάδα που κλήθηκε να πληρώσει αποζημίωση στη Βουλγαρία.
Το αιτιολογικό της απόφασης είχε να κάνει με την εισβολή στο βουλγαρικό έδαφος και των ανθρωπίνων απωλειών από βουλγαρικής πλευράς. 11 νεκροί, από τους οποίους οι 5 πολίτες, κατά τον Δρα Ιωάννη Παπαφλωράτο («Η Ιστορία του Ελληνικού Στρατού», τόμος ΙΙ, σελ. 29), 50 σύμφωνα με άλλες πηγές (WIKIPEDIA), 121 κατά τη βουλγαρική εκδοχή.
Οι Βούλγαροι ζήτησαν 79.000 λίρες, τους επιδικάστηκαν όμως μόνο 16.000. Δεν έγινε δεκτός κανένας συμψηφισμός με τις βουλγαρικές επανορθώσεις από τον Α. Παγκόσμιο Πόλεμο. Χρήματα καταβλήθηκαν στην ελληνική πλευρά μόνο για τον Λοχαγό Χ. Βασιλειάδη που δολοφονήθηκε.
Το επεισόδιο του Πετριτσίου είναι γνωστό διεθνώς ως Incident at Petrich, αλλά κυρίως, ως War of the Stray Dog (Πόλεμος του Αδέσποτου Σκύλου). Μάλιστα, σε ορισμένα ξένα σάιτ, εντάσσεται στην κατηγορία των πολέμων για «stupid reasons» (ανόητους λόγους, αιτίες) ή αναφέρεται ως «The Ridiculous War of Stray Dog» (Ο Γελοίος Πόλεμος του Αδέσποτου Σκύλου).
Σίγουρα, πάντως, λόγω των κάκιστων χειρισμών του Θ. Πάγκαλου, η χώρα μας υπέστη δεινή διπλωματική ήττα και εκτέθηκε διεθνώς…
Ευχαριστούμε θερμά τον Δρα Ιωάννη Παπαφλωράτο, ο οποίος, όπως πάντα, με μεγάλη ευγένεια κα προθυμία, μας επέτρεψε να χρησιμοποιήσουμε στοιχεία από το δίτομο βιβλίο του «Η Ιστορία του Ελληνικού Στρατού (1833-1949)».
Μάλιστα, σε μια σύντομη συζήτηση που είχαμε μαζί του, μας αποκάλυψε ότι υπάρχει μεγάλο παρασκήνιο και «ουρά» πίσω από το επεισόδιο του Πετριτσίου και ότι σύντομα σκοπεύει να γράψει σχετικό άρθρο!
Ευχαριστούμε ξανά και αναμένουμε το άρθρο αυτό!
protothema.gr