Οι επιστήμονες του βρετανικού Κέντρου Ατομικής Ενέργειας του Harwell βοήθησαν, με τον σύγχρονο εξοπλισμό που κατασκεύασαν, ώστε να χρονολογηθεί ένα από τα πιο γνωστά παγκόσμια μνημεία: το Στόουνχεντζ της Αγγλίας.
Ένας τρίλιθος, μέρος της ευρύτερης λίθινης κατασκευής του Στόουνχεντζ, είχε ανατραπεί τον 18ο αιώνα από κεραυνό, όπως είκαζαν οι ειδικοί, και οι αρχαιολόγοι ήθελαν να τον αναστηλώσουν. Αλλά, πριν αρχίσει το σύνθετο έργο της αναστήλωσης, έπρεπε να εξακριβωθεί η κατάσταση των στηλών, για να διαπιστωθεί αν θα μπορούσαν να αντέξουν στο εγχείρημα.
Για τον σκοπό αυτό, οι επιστήμονες του Harwell έστειλαν επί τόπου μία ραδιενεργή ράβδο, που τοποθετήθηκε κάτω από τον πεσμένο ογκόλιθο, ενώ στο επάνω μέρος του ογκόλιθου τοποθετήθηκε φωτογραφικό φιλμ, που είχε ευαισθησία στις ακτίνες Χ. Έτσι, οι αρχαιολόγοι κατόρθωσαν κυριολεκτικά να ακτινογραφήσουν τον ογκόλιθο και να εξακριβώσουν την ακριβή εσωτερική διάταξη των στρωμάτων της πέτρας. Επομένως, μπόρεσαν να ανορθώσουν τον πεσμένο ογκόλιθο, χωρίς να κινδυνεύσει να θρυμματιστεί.
Πράγματι, με τη συμβολή των επιστημόνων του Harwell και του ραδιενεργού «άνθρακα 14», υπολογίστηκε η ηλικία του ξεχωριστού αυτού μνημείου, που κατασκευάστηκε περίπου 1.850 πριν από τη χριστιανική εποχή.
Το συγκρότημα των μεγαλίθων του Στόουνχεντζ βρίσκεται σε μια πεδιάδα κοντά στο Σάλσμπουρι και αποτελείται από επτά ομόκεντρα ημικύκλια σε σχήμα πετάλου, που έχουν στο κέντρο τους μια μεγάλη επίπεδη πέτρα. Η πέτρα αυτή ίσως χρησιμοποιούνταν για την τέλεση ανθρωποθυσιών, που πραγματοποιούσε η φυλή που ζούσε στην περιοχή πριν από 4.000 χρόνια και η οποία επιδιδόταν στη λατρεία του Ήλιου.
Την απορία, αλλά και τον θαυμασμό των ειδικών, προκαλεί ακόμα και σήμερα ο τρόπος με τον οποίο κατάφεραν οι κατασκευαστές του μνημείου να ανυψώσουν τους τεράστιους ογκόλιθους και να τους μεταφέρουν από απόσταση πολλών χιλιομέτρων, με τα περιορισμένα μέσα που διέθεταν, δεδομένου ότι η ελαφρότερη από αυτές ζυγίζει περίπου 3-4 τόνους, ενώ η μεγαλύτερη ξεπερνά τους 40 τόνους βάρος.
Η επικρατέστερη άποψη είναι ότι οι ογκόλιθοι μεταφέρθηκαν στον τελικό προορισμό τους, κυλιόμενοι πάνω σε κορμούς δέντρων και ανυψώθηκαν με τη βοήθεια τεχνητών γηλόφων, που αφαιρέθηκαν στη συνέχεια, μετά την τοποθέτηση της οριζόντιας πέτρας. Εν τούτοις, όποια κι αν ήταν η μέθοδος, δεν παύει η κατασκευή των μεγαλιθικών αυτών συμπλεγμάτων να αποτελεί έναν τιτάνιο άθλο, άξιο θαυμασμού.
Επιπλέον, υπάρχει ένας θρύλος ότι οι ογκόλιθοι μεταφέρθηκαν στο Στόουνχεντζ από την Ιρλανδία, με σκοπό να καλύψουν τους τάφους των ανδρών του Uther Pendragon, του τρανού Ουαλού Βασιλιά, που θεωρείται πατέρας του Βασιλιά Αρθούρου, ο οποίος νίκησε τους ντόπιους Βρετανούς στη μάχη για την κυριότητα της πεδιάδας του Στόουνχεντζ.
Πάντως, οι έρευνες των επιστημόνων καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι οι άνθρωποι, μετά την τελευταία εποχή των παγετώνων, σημάδευαν τους τάφους των νεκρών τους με υπερμεγέθεις ογκόλιθους.
Αργότερα, στη μεσολιθική περίοδο, οι τάφοι που σημαδεύονταν με γιγαντιαίες πέτρες, αποτελούσαν πραγματικές νεκροπόλεις, όπως στα νησιά της Βρετάνης, Teviec και Hoedic και χρονολογούνται από το 4.000 π.Χ.
Στα μέσα της νεολιθικής εποχής, τα μνημεία αυτά γίνονται πιο πολύπλοκα με την εμφάνιση των «ντόλμεν» (από τις λέξεις «ντολ», που σημαίνει τραπέζι και «μεν», που σημαίνει πέτρα).
Τα ντόλμεν είναι μικροί θάλαμοι, με τοίχους και σκεπή από ογκόλιθους, που αποτελούν τους νεκρικούς θαλάμους, στους οποίους τοποθετούνταν όπλα, σκεύη, είδη κεραμικής και κοσμήματα, ώστε να τα χρησιμοποιεί ο νεκρός στο βασίλειο των σκιών.
Για να επιστρέψουμε στο Στόουνχεντζ, ο Άγγλος αστρονόμος Sir Norman Lockyer, υπολογίζοντας ότι το άνοιγμα του πετάλου στο μυστηριώδες μνημείο θα έπρεπε να ανταποκρινόταν, κατά την εποχή της κατασκευής του, στο σημείο όπου ανέτελλε ο ήλιος στο θερινό ηλιοστάσιο, αποφάνθηκε ότι τελικώς κατασκευάστηκε πριν από 1848 έτη.
Ήδη, με τη βοήθεια του «άνθρακα 14» διαπιστώθηκε ότι ορισμένα ασβεστώδη ευρήματα, που ανακαλύφθηκαν δίπλα στον λίθο του θυσιαστηρίου, προέρχονταν από τα οστά των θυμάτων των ανθρωποθυσιών και η εξέτασή τους επιβεβαίωσε τις εκτιμήσεις του αστρονόμου Norman Lockyer.
Έτσι, χάρη στη συνεργασία διαφορετικών επιστημονικών κλάδων, όπως η αρχαιολογία, η αστρονομία και η πυρηνική φυσική, έγινε πραγματικότητα η χρονολόγηση των μεγαλίθων του μυστηριώδους Στόουνχεντζ.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΕΜΠΡΟΣ», στις 12/07/1958…