Γράφει ο Χρήστος Αποστολίδης, Δικηγόρος
Σε υψηλό διπλωματικό επίπεδο, όταν οι διαπραγματεύσεις αφορούν κρίσιμα ζητήματα εθνικού και ευρύτερα γεωστρατηγικού ενδιαφέροντος οι εμπλεκόμενοι οφείλουν να έχουν άριστη γνώση των αδυναμιών του αντιπάλου και γενικότερα των συσχετισμών που έχουν δημιουργηθεί στην απέναντι πλευρά.
Και αυτό για να μπορούν αναλόγως να ελιχθούν ή να καθυστερούν την εξέλιξη της διαδικασίας και να μην ενοχλούνται από τις υψηλές κορώνες και τα μεγάλα λόγια του έτερου συνομιλητή που συνήθως λαμβάνουν χώρα για το θεαθήναι και γίνονται για λαϊκή κατανάλωση.
Μετά την ήττα του πρώην πρωθυπουργού των Σκοπίων Γκρουέφτσκι και την πτώση της κυβέρνησής του, η χώρα κυβερνάται από έναν συνασπισμό κομμάτων, στον οποίο κομβικό ρόλο για την εξασφάλιση της δεδηλωμένης στη Βουλή παίζουν οι Αλβανοί, που αποτελούν σήμερα το 30 % του πληθυσμού των Σκοπίων. Αυτοί δεν έχουν καμία «μακεδονική συνείδηση», δεν ονειρεύονται ότι είναι απόγονοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ούτε φυσικά συμφωνούν με το απέραντο μουσείο αγαλμάτων στο οποίο μετατράπηκε η γειτονική χώρα.
Έχουν διαφορετική και καθ’ όλα ευδιάκριτη εθνική συνείδηση, ονειρεύονται (και φωναχτά πλέον) την ένωση με την μεγάλη Αλβανία και εμμέσως πλην σαφώς απειλούν με άρση της εμπιστοσύνης τους και συνακόλουθη ακυβερνησία σε περίπτωση που συνεχιστεί η έμμονη ιδέα περί «Μακεδονίας». Σε σύγκριση με τις αρχές της δεκαετίας του 1990 ο αριθμός του αλβανικού πληθυσμού δεν είναι πλέον αμελητέος, έχει ενισχυθεί σημαντικά και η γνώμη του δεν μπορεί να μην λαμβάνεται υπόψη.
Το αδιέξοδο της σκοπιανής πλευράς επιτείνεται ακόμη περισσότερο αν ευσταθεί η μη ακόμη διαψευσθείσα είδηση που είδε το φως της δημοσιότητας ότι σχεδιάζεται η προκήρυξη δημοψηφίσματος με το όλως προσχηματικό και επιδεχόμενο πολλαπλές αναγνώσεις και ερμηνείες ερώτημα : «Θέλετε την είσοδο της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ΝΑΤΟ με διαφορετικό όνομα ;». Δηλαδή το κυρίαρχο αφήγημα της σκοπιανής πλευράς είναι η ένταξη καταρχάς στο ΝΑΤΟ και ακολούθως η δρομολόγηση της εισόδου στην Ευρωπαϊκή Ένωση με όποιο κόστος, ακόμη και αν αυτό συνεπάγεται αλλαγή ονομασίας.
Ως γνωστόν τα δημοψηφίσματα είναι ένας εύσχημος τρόπος των κυβερνώντων να απεκδύονται τις ευθύνες τους και να τις μετατοπίζουν στις πλάτες του λαού βαυκαλίζοντάς τον ότι είναι κυρίαρχος και μπορεί να επιλέγει την τύχη του. Ούτε λίγο ούτε πολύ τον καλούν δηλαδή χωρίς να έχει τις απαιτούμενες ιδιαίτερες γνώσεις ούτε την απαραίτητη επίσημη και πολύπλευρη ενημέρωση του συνόλου των παραμέτρων να αποφασίσει για ένα κρίσιμο ζήτημα, κάτι για το οποίο οι ίδιοι διεκδίκησαν την ψήφο του εκλογικού σώματος.
Το απόλυτο αδιέξοδο που βιώνει η σκοπιανή πλευρά είναι από τα παραπάνω προδήλως ορατό και εύκολα ανιχνεύσιμο.
Η ευκαιρία για μία ονομασία έναντι πάντων χωρίς χρήση του όρου «Μακεδονία» ή παράγωγου αυτού (σε καμία γλώσσα) είναι εξαιρετικά μεγάλη και δεν θα πρέπει να απολεστεί. Η ιστορική συγκυρία επιβάλει να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων και να μην δώσουμε τη λαβή στον ιστορικό του μέλλοντος να καταγράψει τη γενιά μας με μελανά σημεία ως μια απλή υποσημείωση.