Τον Δεκέμβρη του 1927, στην Αγκόνα της Ιταλίας, ενεργούνταν εκχωματώσεις, ούτως ώστε να ευρυνθεί η είσοδος του λιμανιού, για να εισέρχονται και μεγαλύτερης χωρητικότητας πλοία.
Κατά τη διάρκεια των εργασιών, ένας εργάτης ανακάλυψε έναν θησαυρό, ο οποίος για πολλούς αιώνες είχε μείνει κρυμμένος μέσα στην άμμο, στον βυθό της θάλασσας.
Ο θησαυρός, που προέρχονταν κυρίως από γερμανικά κράτη, αποτελούνταν από διάφορα χρυσά νομίσματα, το παλαιότερο των οποίων χρονολογούνταν από το 1550 και το νεότερο, από το 1730.
Οι ειδικοί προβληματίζονταν για το πώς είχε καταλήξει ο θησαυρός στον βυθό του λιμανιού της Αγκόνα. Ένας παλιός θρύλος υποστήριζε ότι κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, οι πειρατές είχαν καταβυθίσει στο συγκεκριμένο σημείο τα πλοία τους.
Κατόπιν τούτου, η Ιταλική Κυβέρνηση διέταξε την αναστολή των εργασιών, ενώ θα διέθετε δύτες, που θα εξερευνούσαν σπιθαμή προς σπιθαμή την ευρύτερη θαλάσσια περιοχή, με μοναδικό σκοπό τον εντοπισμό όλων των πιθανών θησαυρών, που κατά τους θρύλους θα έπρεπε να ξαποσταίνουν στην αγκάλη της άμμου στην Αγκόνα.
Δύο ήταν οι επικρατέστερες εκδοχές. Σύμφωνα με την πρώτη εκδοχή, ο θησαυρός θα έπρεπε να ήταν μεμονωμένος και κλεισμένος μέσα σε ένα και μόνο κιβώτιο, που λόγω της παρόδου του χρόνου, διαβρώθηκε και σάπισε, σκορπίζοντας τα νομίσματα στον βυθό.
Σύμφωνα με τη δεύτερη εκδοχή, τα νομίσματα πιθανολογούνταν ότι βρίσκονταν εντός κάποιου πολύτιμου κιβωτίου, προερχόμενο από καταβυθισμένο γερμανικό πλοίο, μάλλον πειρατικό. Άρα, ήταν κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι οι έρευνες θα οδηγούσαν στην ανακάλυψη κι άλλων παρόμοιων θησαυρών, καθώς αποκλειόταν οι πειρατές να μετέφεραν ένα μονάχα σεντούκι.
Πάντως, οι κάτοικοι της Αγκόνα, πιστοί στους πειρατικούς θρύλους με τους οποίους γαλουχήθηκαν, δήλωναν πεπεισμένοι ότι κι άλλοι θησαυροί θα ανακαλύπτονταν σύντομα.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΣΚΡΙΠ», στις 10/12/1927…